Η «καλή νεράιδα» της Κάλλας


Το ερώτημα «τι ήταν τελικά αυτό που έκανε τη Μαρία Κάλλας τόσο μεγάλη;» επανέρχεται διαρκώς, σε αφιερώματα των ΜΜΕ, σε ομιλίες μουσικολόγων, σε συζητήσεις των φίλων της όπερας. Οι απαντήσεις πολλές και διάφορες, άλλες σοβαρές και εμπεριστατωμένες, άλλες απελπιστικά ανόητες. Πόση όμως ανάλυση μπορεί να χωρέσει ένα τόσο γνήσιο και πηγαίο ταλέντο όσο εκείνο που διέθετε η ελληνίδα πριμαντόνα; Μήπως τελικά η ερώτηση θα έπρεπε να είναι άλλη; Οπως: ποιος ήταν εκείνος που έδωσε στην Κάλλας τα εφόδια για να γίνει τόσο μεγάλη; Γιατί δεν είναι μόνο το DNA που κάνει έναν καλλιτέχνη να ξεχωρίσει από τους άλλους, είναι και η γνώση, η θεωρητική και η τεχνική, που κάποιος πρέπει να του μεταλαμπαδεύσει. Και στην περίπτωση της Κάλλας δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το ποιος ή, μάλλον, ποια ήταν εκείνη που έχτισε τα γερά θεμέλια πάνω στα οποία η πριμαντόνα ύψωσε τον ουρανομήκη πύργο της δόξας της. Δεν υπάρχει αμφιβολία γιατί η ίδια η Κάλλας είχε πολλάκις δηλώσει ότι χρωστάει τα πάντα στην Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, την ισπανίδα υψίφωνο που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1932, ως δασκάλα στο Ωδείο Αθηνών, και ανέλαβε από το 1939 ως μαθήτρια και τη Μαρία Καλογεροπούλου, μετέπειτα Κάλλας. Για να γίνει, εκτός από δασκάλα της, η «καλή νεράιδα» της στα δύσκολα πρώτα βήματα – και όχι μόνο.


Η καθοριστική συμβολή της Ντε Ιντάλγκο στη δημιουργία του μύθου της Κάλλας έχει επισημανθεί πολλάκις από τους ειδικούς του μελοδράματος. Η ισπανίδα όμως υψίφωνος αξίζει μια ξεχωριστή θέση στο διεθνές μουσικό πάνθεον όχι μόνο ως η δασκάλα ενός από τους μεγαλύτερους μύθους του 20ού αιώνα, αλλά και ως μία από τις σπουδαιότερες κολορατούρες υψιφώνους της μελοδραματικής ιστορίας. Κατά έναν περίεργο λόγο τη στιγμή που για σύγχρονές της υψιφώνους έχουν τυπωθεί τόμοι ολόκληροι, για την Ντε Ιντάλγκο έχουν γραφτεί ελάχιστα. Ισως επειδή ελάχιστα είναι και τα σχετικά με τη ζωή και την καριέρα της στοιχεία που έχουν διασωθεί. Ηταν άραγε οι κακές συγκυρίες που εξαφάνισαν τα ντοκουμέντα ή μήπως η ίδια, για δικούς της, αδιευκρίνιστους λόγους, φρόντισε να μην αφήσει πίσω της… ίχνη; Βεβαίως το μυστήριο που καλύπτει τη ζωή της δίνει ξεχωριστή γοητεία στην καλλιτέχνιδα.


Ντεμπούτο στα 16


Η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο γεννήθηκε το 1892 στην Αραγωνία της Ισπανίας και παρακολούθησε μαθήματα τραγουδιού στη Βαρκελώνη και αργότερα στο Μιλάνο. Τον Απρίλιο του 1908, και ενώ ήταν μόλις δεκαέξι ετών, έκανε το ντεμπούτο της στο φημισμένο Σαν Κάρλο της Νάπολι, ερμηνεύοντας τη Ροζίνα από τον «Κουρέα της Σεβίλλης» του Ροσίνι με τεράστια επιτυχία. Πρόκειται για τον ίδιο ρόλο με τον οποίο θριάμβευσε το 1916 στη Σκάλα του Μιλάνου, σε εορταστική παράσταση για τα εκατό χρόνια του έργου. Η διεθνής καριέρα της – ως το 1932 που «περιορίστηκε» με δική της απόφαση μέσα στα σύνορα της Ελλάδας – την ταξίδεψε στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, από το Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου και τη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης ως το Κολόν του Μπουένος Αϊρες. Καλλονή εκείνης της εποχής, γυναίκα γεμάτη χάρη, παρουσία με έντονο ταμπεραμέντο, η Ντε Ιντάλγκο αναδείχθηκε μια από τις σημαντικότερες ισπανίδες τραγουδίστριες του μελοδράματος. Σε αυτό βεβαίως συνέβαλε και η λαμπερή φωνή της, ένα σπάνιο όργανο, μεγάλης έκτασης και εντυπωσιακής ευελιξίας, όπως φαίνεται από τις ελάχιστες ηχογραφήσεις της που κυκλοφορούν στο εμπόριο – άριες από τις όπερες «Ντινόρα», «Τραβιάτα», «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Ο κουρέας της Σεβίλλης», «Πουριτανοί», «Υπνοβάτιδα», «Ντον Πασκουάλε» κ.ά., καθώς και ηχογραφήσεις που έκανε κατά την παραμονή της στην Ελλάδα, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνεται και ο λαοφιλής «Μπαρμπα-Γιάννης κανατάς».


Η «ελληνική περίοδος»


Από την Ελλάδα πρωτοπέρασε (μάλλον) το 1919. Επανήλθε το 1930, καλεσμένη από το Ελληνικό Μελόδραμα, για να πρωταγωνιστήσει στον «Ριγκολέτο», στην «Τραβιάτα» και στον «Κουρέα της Σεβίλλης», μαζί με τον τενόρο Πέτρο Επιτροπάκη και τον βαρύτονο Γιάννη Αγγελόπουλο. Το 1932 αποβιβάστηκε στην Αθήνα για τρίτη φορά, για να εγκατασταθεί (ως το 1948), για «προσωπικούς λόγους» σύμφωνα με κάποιους ερευνητές. Οι οποίοι προσωπικοί λόγοι ψιθυρίζεται ότι αφορούσαν τον έρωτά της για κάποιον Ελληνα. Αυτό πάντως δεν αποδείχθηκε ποτέ. Το σίγουρο είναι ότι η Ντε Ιντάλγκο έκανε την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα της, μαθαίνοντας τη γλώσσα, κάνοντας φίλους, διδάσκοντας στους νέους τραγουδιστές τα μυστικά της τέχνης της… Και επιλέγοντας να δώσει εδώ τις δύο τελευταίες παραστάσεις της, προτού αποσυρθεί εντελώς και αφοσιωθεί αποκλειστικά στη διδασκαλία, με τον «Ριγκολέτο» και την «Τραβιάτα» στο Παλλάς, το 1937. Δύο χρόνια μετά, και ενώ η φήμη της ως μιας εξαιρετικής δασκάλας του τραγουδιού είχε πλέον εδραιωθεί στην Αθήνα, η Ευαγγελία Καλογεροπούλου, μητέρα της Μαρίας Κάλλας, «έσπρωξε» το παιδί της στη μουσική αγκαλιά της. Και η ντροπαλή και αδέξια τότε Μαρία βρήκε στο πρόσωπό της όχι μόνο τη δασκάλα που τόσο είχε ανάγκη αλλά και μια δεύτερη μάνα.


Με τα λόγια της Μαρίας…


Οπως η ίδια η Κάλλας έχει πει σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το 1961 στους «Sunday Times», «η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο ήταν μία μεγάλη τραγουδίστρια και της χρωστάω πολλά. Παρακολουθούσα τα μαθήματά της από το πρωί ως το βράδυ. (…) Μου φαινόταν αδιανόητο να μείνω σπίτι (…) Τη γνωριμία μου με τον Ντονιτσέτι και τον Μπελίνι (σ.σ.: συνθέτες με όπερες των οποίων θριάμβευσε επανειλημμένως) την οφείλω στην καθηγήτριά μου. (…) Οι καλές βάσεις είναι ουσιώδες εφόδιο, από αυτές εξαρτάται όλο το μέλλον ενός τραγουδιστή. Εγώ είχα την τύχη να μελετήσω με την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, που ανήκει στην παλαιά σχολή, και η οποία με έμαθε να εργάζομαι με έναν τρόπο που επιμένει στο αλάφρωμα της φωνής. (…) Υπάρχει και ένας άλλος λόγος για τον οποίο οφείλω ευγνωμοσύνη στην Ελβίρα ντε Ιντάλγκο: Μου δάνειζε παρτιτούρες σε μια εποχή που δεν είχα χρήματα για να τις αγοράσω. Τότε ήταν που έμαθα τη «Νόρμα» και την «Τζιοκόντα» (σ.σ.: δύο πολύ σημαντικούς ρόλους του ρεπερτορίου της)». Η ελληνίδα ντίβα δεν κουράστηκε ποτέ να αναφέρεται με ευγνωμοσύνη και αγάπη στη δασκάλα της, διατηρώντας μαζί της μια ζεστή σχέση. Αλλά και η δασκάλα, που με τόση σοφία και γενναιοδωρία «όπλισε» τη μαθήτριά της με τα εφόδια που χρειαζόταν για να λάμψει στο παγκόσμιο στερέωμα, βρέθηκε κοντά της όποτε εκείνη της το ζήτησε, πάντα με καλοσύνη και διακριτικότητα. Χωρίς ποτέ να προβάλει και να εκμεταλλευθεί το ότι ήταν η γυναίκα που «δημιούργησε» την Κάλλας.


Η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο το 1948 εγκαταστάθηκε στην Αγκυρα. Εκεί συνέχισε να παραδίδει μαθήματα τραγουδιού. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο Μιλάνο, πάντα διδάσκοντας. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1980, σε ηλικία 88 ετών.


Αρκετοί θεωρούν ότι η Ντε Ιντάλγκο είναι η γυναίκα που κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο Ελβίρα Κάκκη στην ηχογράφηση, το 1936, δύο τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη («Μαντίλι χρυσοκεντημένο» και «Πικρός είναι ο πόνος μου»). Η έρευνα αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ. Η Ελβίρα Κάκκη, η οποία είχε τη δική της, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία, γεννήθηκε το 1900 στην Καβάλα, υπήρξε μέλος του ΕΑΜ και πέθανε το 1987 στην Καλιφόρνια.