Μια φωτογραφία απεικονίζει έναν κουστουμαρισμένο κύριο, κομψότατο, με στρογγυλά γυαλιά στο χέρι, να μελετά ένα βιβλίο καθισμένος στο γραφείο του. Το μόνο ασυνήθιστο σε αυτήν τη φιγούρα είναι τα μακριά νύχια. Τίποτα άλλο στο παρουσιαστικό του δεν σε αφήνει να φανταστείς ότι αυτός είναι ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Κύπρου, ο παγκοσμίως αναγνωρισμένος Γεώργιος Πολ. Γεωργίου (1901-1965). Με αφορμή τα είκοσι χρόνια που συμπληρώνει εφέτος στο «Σπίτι της Κύπρου» στην Αθήνα συγκεντρώθηκαν έργα του καλλιτέχνη από όλον τον κόσμο (ιδιωτικές συλλογές και μουσεία) και εκτίθενται εκεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα.


Μια μαρτυρία για τον κύπριο καλλιτέχνη και την περιπέτεια δύο έργών του είναι το κείμενο που ακολουθεί.


Τώρα αυτά είναι δικά μας


«Δεν φαντάζομαι να πιστεύεις πως θα μπορούσα να κλέψω κάτι που δεν μου ανήκει, έτσι;»


Audrey Hepburn, «How to steal a million»


Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, προτού ακόμη γεννηθώ, η μητέρα μου είχε αναπτύξει στενή φιλία με τον Γ. Πολ. Γεωργίου. Φιλία και θαυμασμό βεβαίως για το σπουδαίο ταλέντο του ζωγράφου, που είχε ως αποτέλεσμα πίνακες όπως η «Ξύλινη Κούκλα» να αποκτώνται από τη μητέρα μου, προτού καλά καλά τελειώσουν, στο ατελιέ του ζωγράφου.


Πέρασα έτσι τα πρώτα οκτώ χρόνια της ζωής μου ανάμεσα σε έργα ζωγραφικής όπως η «Carreta Blue», η «Ξύλινη Κούκλα», η «Λήδα με τον Κύκνο», η «Τουρκάλα με τον Γάιδαρο». Ενα δωμάτιο αρκετά λιτό πάνω στη θάλασσα, με παλιά χαλιά στο δάπεδο, απλά σκανδιναβικά έπιπλα και τους πίνακες του Γεωργίου στους τοίχους να μας κρατούν καλή παρέα, βλέποντας τη θάλασσα.


Η ζωή όμως είναι άτσαλη και δεν έχει καν τη δυνατότητα να απονέμει με δικαιοσύνη τα λαχεία της. Ούτε τα σπουδαία, τα μεγάλα, τα καλά, αλλά ούτε και τα δύσκολα, τα κακά, τα καταστροφικά.


Οταν φύγαμε το 1974 από το σπίτι μας, τα έργα του Γεωργίου έμειναν πίσω, όπως και η ζωή μας. Μια απώλεια που σκοτείνιασε τον ορίζοντα της ζωής όλων μας. Τους πίνακες δεν τους ξέχασα ποτέ, και αυτό δεν νομίζω να οφείλεται στις εν πολλοίς εκνευριστικά επαναληπτικές αναφορές της μάνας μου.


Τα χρόνια πέρασαν, στήσαμε νέα σπίτια, νέες ζωές (;) και, όπως έγραψε η Νίκη Μαραγκού, ό,τι ενδεχομένως είχε μείνει πίσω πρέπει να το σκέπασε μια στρώση άμμου. Τίποτε όμως δεν είχε απομείνει, αφού η Αμμόχωστος είχε επιμελώς και μετά πάσης ευσυνειδησίας λεηλατηθεί.


Και άνοιξαν τα οδοφράγματα, και μια πληγή η οποία με τα χρόνια μού φάνηκε πως είχε κάπως κλείσει, άνοιξε ξανά και άρχισε να αιμορραγεί και να κακοφορμίζει. Πήγαμε στους τόπους μας (όσων από μας η λαχτάρα βάραινε περισσότερο από την αποδοκιμασία της αυτοδιορισμένης πατριωτικής παράταξης) και κλάψαμε για τη ζωή που μας έκλεψαν, τη ζωή που ξεκαθάριζε πια πως δεν είχε επιστροφή.


Φαίνεται όμως πως τίποτε δεν είναι τόσο οριστικό και τελειωτικό όσο συχνά φαίνεται. Ενας Θεός καλός, ένας Θεός ελεήμων, μας οδήγησε σε μια ταβέρνα στα Κατεχόμενα, μια παραθαλάσσια ταβέρνα όπου τα πάντα ήσαν κλεμμένα. Ακόμη και οι πόρτες που τελείωναν δέκα εκατοστά πάνω από το πάτωμα ήταν και αυτές, ξεκάθαρα, κλεμμένες. Και εκεί μας περίμενε πάνω από την πόρτα ενός αποχωρητηρίου η «Ξύλινη Κούκλα», άθικτη από τα χρόνια, αέρινη, ερωτική, ζωηρή, ατενίζοντας πάντα τη θάλασσα και περιμένοντας τους νέους εραστές, με το ένα πόδι τυλιγμένο στο σεντόνι που της χάρισε ο ζωγράφος. Και λίγο πιο πέρα η «Λήδα και ο Κύκνος» σε μια κατάσταση φθοράς και ακαθαρσίας, προστάτευαν τους επισκέπτες από τη θέα της ανεπιθύμητης υγρασίας σε μια εξωτερική κολόνα.


«Τώρα αυτά είναι δικά μας, να πάτε στο καλό» έλεγε για τα αποκτήματά του ο εκ Τουρκίας ορμώμενος νέος «ιδιοκτήτης» του χώρου. Η θέα ενός μεγάλου μπαλτά, που του χρησίμευε στο κόψιμο ξύλων, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για περαιτέρω συζητήσεις.


Επιστρατεύτηκαν απίθανες γνωριμίες, γνωστοί γνωστών (κάποιοι ίσως ευυπόληπτοι, άλλοι σίγουρα ανυπόληπτοι), ατελείωτο πήγαινε-έλα, ακροβασίες πάνω από την άβυσσο των κινδύνων της οριστικής απώλειας. Με αποτέλεσμα, μετά την καταβολή ποσού πέραν των 30 αργυρίων, να επανακτηθεί, μετά την πάροδο 30 ακριβώς χρόνων, η «Ξύλινη Κούκλα». Στο πίσω μέρος, γραμμένη από τον ζωγράφο η αφιέρωση: «Τη αρματωλώ Στάλα Καντούνα, Γ. Πολ. Γεωργίου ΙΙΙ/IV/1963». (Σε ποιον κατέληξαν τα αργύρια, στον γνωστό, στον μεσάζοντα, στον φιλότεχνο ταβερνιάρη έποικο; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Τι σημασία έχει άλλωστε;)


Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η «Λήδα και ο Κύκνος» δεν κατέστη δυνατόν να επανακτηθεί με αντάλλαγμα χρήματα. Οσοι προσεγγίζουν με τρόπο απαξιωτικό τις αμερικανικές κινηματογραφικές υπερπαραγωγές, διαπράττουν κατά την άποψή μου σφάλμα μέγα. Με έμπνευση τις ταινίες «How to steal a million» και «The Thomas Crown Affair» επανακτήθηκε στη συνέχεια και η «Λήδα και ο Κύκνος». (Ισως έπειτα από χρόνια, να κυκλοφορήσει στην αγορά ένας πλαστός Γεωργίου. Ενας πλαστός Γεωργίου που σίγουρα έχει και αυτός την ιστορία αλλά και την αξία του).


Η μάνα μου, που σε προχωρημένη πια ηλικία ακολουθεί το τελετουργικό της Αυτοκέφαλης Κυπριακής Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, πιστεύει πως θα βρεθούν και τα υπόλοιπα έργα της συλλογής της. Εγώ δεν το πιστεύω πια.


«Γεώργιος Πολ. Γεωργίου – Ζωγραφική», στο Σπίτι της Κύπρου, Ηρακλείτου 10, Κολωνάκι, τηλ. 210 3641.217. Ως τις 22 Ιουνίου.


Ο κ. Κωνσταντής Α. Καντούνας είναι δικηγόρος.