Το να γυρίζεις ταινία στην Τουρκία σημαίνει πολλά δάκρυα και αίμα



Καθισμένος στο μπαρ της πλαζ του ξενοδοχείου Ματζέστικ των Καννών, τρεις ημέρες προτού κερδίσει το βραβείο σεναρίου για την ταινία του «Η άκρη του Παραδείσου», ο Φατίχ Ακίν μιλάει γρήγορα, παθιασμένα, ίσως και λίγο αγχωμένα. Το μουσταρδί μπλουζάκι του πάνω στο οποίο διακρίνω τη λέξη «corazon» (καρδιά) είναι μούσκεμα στον ιδρώτα, τα μάτια του κοιτάζουν γουρλωμένα αριστερά και δεξιά, βλέμμα ανήσυχο και πεινασμένο, παρατηρητικό, δηλώνει νευρώδη, έξυπνο άνθρωπο. Τα χέρια του κινούνται σαν ανεμιστήρες και τα γυαλιά ηλίου, σφηνωμένα (σαν στέκα) στα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά, πέφτουν δύο φορές στο πάτωμα. Ως ομιλητής (όπως και ως κινηματογραφιστής) ο Ακίν έχει μια αξιοθαύμαστη τεχνική στο να σε παρασύρει. Ισως επειδή του αρέσει να «το ψάχνει», να φιλοσοφεί τα πράγματα, να τα σκαλίζει αναζητώντας απαντήσεις σε σημεία που δεν φαίνονται. Τι άλλο θα μπορούσε να εννοεί λέγοντας ότι τον ενδιαφέρει το «ένα βήμα παραπέρα»;


Τον ρωτώ αν ζητεί απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα που τον απασχολούν. «Μακάρι να ‘ξερα» απαντά αμέσως κοιτάζοντας την οθόνη του κινητού του, την οποία στολίζει η εικόνα του παιδιού του. «Το ότι λέω κάτι δεν σημαίνει και τίποτε. Το ότι θέλω να αλλάξω τον κόσμο σημαίνει άραγε ότι είμαι πολιτικοποιημένος; Το ότι οι ταινίες μου θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο σημαίνει ότι είναι πολιτικοποιημένες; Θέλω όμως να είναι περισσότερο φιλοσοφικές σε μια εποχή όπου τα πάντα, παντού είναι πολιτική. Πιστεύω ότι είναι αδύνατον πια να διαχωρίσεις ζωή και πολιτική από την τέχνη. Εχω τα πιστεύω μου τα οποία αύριο μπορεί να αλλάξουν. Ολα αλλάζουν. Ο Ντένις Χόπερ ήταν κάποτε «Easy Rider» και σήμερα ψηφίζει τον Τζορτζ Μπους. Γι’ αυτό δεν πιστεύω στα δόγματα και προτιμώ να κοιτάζω τα πράγματα από απόσταση. Βέβαια, δεν είναι πάντα εφικτό γιατί συχνά δεν σκηνοθετεί η καρδιά αλλά το κεφάλι».


Βυθισμένο μέσα στον πόνο, στη νεύρωση, στις απόπειρες αυτοκτονίας, στις ενοχές και στη μετάνοια, το «Μαζί ποτέ» («Head on»), η ταινία που καθιέρωσε τον Ακίν με μια Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2004, επεξεργάζεται την ακραία περίπτωση μιας θυελλώδους σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο Τούρκους της Γερμανίας. Το μόνο που συνδέει τα δύο πρόσωπα, εκτός από την κοινή καταγωγή, είναι το ψυχιατρείο όπου γνωρίστηκαν ύστερα από απόπειρες αυτοκτονίας.


Πόνος και αδιέξοδο


Το στοιχείο του πόνου είναι έντονο και στην «Ακρη του Παραδείσου», όπου τα πρόσωπα είναι πολύ περισσότερα και το μαρτύριο πολύ μεγαλύτερο. Φέρετρα πηγαινοέρχονται από την Κωνσταντινούπολη προς το Μόναχο και το ανάποδο. Ενας ηλικιωμένος τούρκος μετανάστης της Γερμανίας άθελά του σκοτώνει. Ο πανεπιστημιακός γιος του κόβει κάθε επαφή μαζί του. Το θύμα ήταν μια τουρκάλα μετανάστρια στο Μόναχο που εργαζόταν ως πόρνη. Η κόρη της είναι μια επιπόλαιη πολιτική ακτιβίστρια που εγκαταλείπει την Τουρκία αναζητώντας τη μάνα στη Γερμανία. Μια νεαρή Γερμανίδα την ερωτεύεται. Η μάνα της Γερμανίδας διακρίνει το αδιέξοδο της σχέσης. Ολα αυτά τα πρόσωπα συνδέονται σχεδόν μαγικά στη μικρή «Βαβέλ» του Φατίχ Ακίν, στην οποία ο χρόνος κατακερματίζεται, η μοίρα παίζει άσχημα παιχνίδια αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.


«Ο κινηματογράφος αποτελεί μεγάλο μέρος της ζωής μου» λέει ο Ακίν. «Χλωμιάζει όμως μπροστά σε θέματα όπως η γέννηση, η αγάπη και ο θάνατος – θέματα που σε αυτή τη φάση της ζωής μου με απασχολούν. Ως σκηνοθέτης έχω την αίσθηση ότι σε αυτή τη φάση κάνω την εργασία μου στο σπίτι – αργότερα ίσως προχωρήσω σε είδη, το νουάρ, το γουέστερν, ακόμη και το φιλμ τρόμου. Στο «Μαζί ποτέ» το θέμα ήταν ο έρωτας, στην «Ακρη του Παραδείσου» είναι ο θάνατος, με την έννοια ότι κάθε θάνατος είναι τελικά μια γέννηση. Αν έμαθα κάτι με αυτή την ταινία, είναι να ζω συμβιβασμένος με την ιδέα του θανάτου, ότι ο θάνατος είναι μέρος της ζωής. Θάνατος και γέννηση ανοίγουν πόρτες προς νέες διαστάσεις και με αυτή την ταινία νιώθω ότι άγγιξα ένα άλλο επίπεδο – όπως επίσης νιώθω ότι κάτι λείπει, κάτι που ίσως βρω με την τρίτη ταινία μου, που θα σχετίζεται με το κακό».


Στη συνέντευξη Τύπου για την «Ακρη του Παραδείσου» η Χάνα Σιγκούλα, η οποία κρατά έναν βασικό ρόλο στην ταινία, είπε ότι βρίσκει θετικό το ότι πολλοί σκηνοθέτες της γενιάς του Φατίχ Ακίν «έχουν ξεπεράσει το ταμπού του θανάτου». Ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, ο Αλεχάντρο Αμενάμπαρ, ο Γκιγέρμο ντελ Τόρο, όπως και ο Ακίν είναι χαρακτηριστικά δείγματα. Τον ρωτώ αν συμφωνεί και, αν ναι, σε τι κατά τη γνώμη του οφείλεται. «Δεν ξέρω, μπορώ μόνον να υποθέσω ότι η δική μου γενιά, η γενιά της παγκοσμιοποίησης και του Internet, έχει μεγαλύτερη πρόσβαση παντού, εξοικειώνεται ευκολότερα με τις δυσκολίες, ταξιδεύει ευκολότερα, μαθαίνει και καταναλώνει περισσότερο και τελικά έχει εξοικειωθεί με τον φόβο. Είτε αυτός λέγεται φόβος της πολιτικής είτε φόβος του θανάτου».


Ανακαλύπτοντας ρίζες


Η χώρα των γονιών του Φατίχ Ακίν, η Τουρκία, άρχισε να τον απασχολεί όταν τελείωσε το σχολείο (γεννήθηκε το 1973 στο Αμβούργο). «Εκεί αποφάσισα να σκηνοθετήσω την πρώτη μου ταινία [η μικρού μήκους «Σπόρος»]. Είδα ένα διαφορετικό πρόσωπο της Τουρκίας και με γοήτευσε. Από τότε δεν έχω σταματήσει την προσπάθεια κατανόησης αυτής της χώρας. Μόνον που όσο πιο πολύ την καταλαβαίνω τόσο πιο πολύ με πικραίνει. Μισώ την πολιτική της, μισώ τον εθνικισμό της, στεναχωριέμαι που βλέπω την Ιστορία να επαναλαμβάνει τον εαυτό της. Τα ίδια λάθη ξανά και ξανά. Λατρεύω αυτή τη χώρα, αλλά το να γυρίζει κανείς μια ταινία στην Τουρκία σημαίνει πολλή ενέργεια, πολλά δάκρυα και αίμα».


Μέρος του γερμανικού Τύπου συγκρίνει τον Φατίχ Ακίν με τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ωστόσο ο ίδιος δεν συμφωνεί. «Νομίζω ότι το στυλ μου είναι πιο κοντινό στου Γιλμάζ Γκιουνέι» (στα σχέδιά του βρίσκεται και μια βιογραφία μυθοπλασίας του τούρκου σκηνοθέτη). Στην «Ακρη του Παραδείσου» συνεργάστηκα με τη μούσα του Φασμπίντερ, τη Σιγκούλα, αλλά και με τον αγαπημένο συνεργάτη του Γκιουνέι, τον Τουνσέλ Κουρτίζ. Δεν είχα στόχο να τους χρησιμοποιήσω ως σύμβολα λόγω του παρελθόντος τους, ούτε να βγάλω ένα «νέο» τους πρόσωπο – αυτό θα ήταν μάταιο και θα επηρέαζε τη σκηνοθεσία μου. Τους επέλεξα επειδή ήταν τα κατάλληλα πρόσωπα των γονέων που ήθελα για την ιστορία μου».


Κλείνοντας του δίνω συγχαρητήρια για το υποδειγματικό σενάριο της «Ακρης του Παραδείσου», του οποίου η δομή έχει γεωμετρική ακρίβεια παρά τα πηδήματα στον χρόνο, τους πολλούς ήρωες και την ψηφιδωτή αφήγηση. Τότε ο Φατίχ Ακίν κάνει μια γενναία αποκάλυψη: «Ολοι μου μιλούν για το σενάριο, όμως το σενάριο είχε το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ταινία την οποία γύρισα γραμμικά και κανείς δεν έβγαζε άκρη. Βρέθηκα σε αδιέξοδο, δεν ήξερα τι να κάνω. Η τελική μορφή της οφείλεται στο μοντάζ στο οποίο συνέβαλε ο σεναριογράφος της «Βαβέλ», ο Γκιγέρμο Αριάγα. Αν κατάλαβα ένα πράγμα από την εμπειρία μου στην «Ακρη του Παραδείσου», είναι ότι δεν ξέρω τίποτε για τον κινηματογράφο».


* Η ταινία «Η άκρη του Παραδείσου» του Φατίχ Ακίν θα προβληθεί στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της ερχόμενης χειμερινής σεζόν.