Υπάρχουν δύο τρόποι για να θαμπώσεις μιαν εικόνα: ή να τη σκοτεινιάσεις υποφωτίζοντάς την ή να την ξεθωριάσεις πλημμυρίζοντάς την από φως. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί με το δίπτυχο που συνοψίζει την ιστορία της νεότερης ελληνικής τέχνης. Από το Μόναχο καταγόταν το σκοτάδι του ακαδημαϊσμού της ομώνυμης σχολής, σύμφωνα με τη γηγενή κριτική του μοντερνισμού. Αντίθετα, από το Παρίσι έφτασε στην Ελλάδα το ανέσπερο φως του μοντερνισμού. Από τα δύο αυτά απλουστευτικά στερεότυπα το πρώτο έχει τα τελευταία χρόνια ανασκευαστεί.


Απάντηση στο ψευδοδίλημμα


Ο διάλογος των ελλήνων καλλιτεχνών με το Παρίσι δεν είχε γίνει ποτέ αντικείμενο μιας σημαντικής έκθεσης που θα μας επέτρεπε να εξετάσουμε εποπτικά αυτό το πολυδαίδαλο φαινόμενο. Ακριβώς αυτό φιλοδόξησε να κάνει η επιβλητική έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης «Παρίσι – Αθήνα, 1863-1940», που παρατείνεται ως τις 30 Απριλίου 2007 λόγω της μεγάλης και δίκαιης ανταπόκρισης που βρήκε στο κοινό.


Αλήθεια, γιατί επιλέξαμε αυτά τα χρονικά όρια; Το 1863 οργανώθηκε στο Παρίσι το πρώτο Salon des Refusés, η «Εκθεση των Απορριφθέντων», που αποτελεί σταθμό για την ιστορία της μοντέρνας τέχνης. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που είχαν αποκλειστεί από το επίσημο σαλόν ήταν ο Μανέ – με το Πρόγευμα στη Χλόη -, ο Σεζάν, ο Πισαρό, ο Μπουντέν κ.ά. Και πλάι στους μοντέρνους, κι ένας Ελληνας, ο Νικόλαος Ξυδιάς. Ευκαιρία λοιπόν να ξαναθέσουμε το επίμαχο ερώτημα: Αν οι Ελληνες, αντί να αναζητήσουν διδάγματα στο Μόναχο, πήγαιναν στο Παρίσι, θα είχαν άραγε φέρει νωρίτερα τα ανανεωτικά ρεύματα στην Ελλάδα, όπως διατείνονταν ως πρόσφατα οι κριτικοί μας; Η έκθεση δίνει οριστική απάντηση σε αυτό το ιστορικό ψευδοδίλημμα. Οι έλληνες καλλιτέχνες που σπούδασαν στο Παρίσι από το 1863 ως το 1900 κινήθηκαν μέσα στα όρια του ακαδημαϊσμού. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο ζωγράφοι που έκαναν καριέρα στο Παρίσι: ο Θεόδωρος Ράλλης, μαθητής του Ζερόμ, που συνεχίζει τον οριενταλισμό του δασκάλου του, και ο Ιάκωβος Ρίζος, μαθητής του διάσημου ακαδημαϊκού Καμπανέλ, που ζωγραφίζει ατμοσφαιρικές σκηνές αστικής ευημερίας με έντονο άρωμα Μπελ Επόκ. Το ίδιο κλίμα εκφράζουν τα αιθέρια παστέλ του Μαθιόπουλου, που βρίσκεται στο Παρίσι την ίδια εποχή. Ειδική περίπτωση αποτελεί ο Περικλής Πανταζής, ο οποίος, μετά από μια σύντομη διαμονή στο Παρίσι, εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες, όπου πρωταγωνιστεί στα ανανεωτικά κινήματα. Το έργο του μαρτυρεί τις επιδράσεις των Κουρμπέ, Μανέ και του ιμπρεσιονιστή Μπουντέν.


Το άνοιγμα στον μοντερνισμό


Γνώριζαν άραγε οι έλληνες καλλιτέχνες του Παρισιού τι γινόταν γύρω τους; Βέβαια, μας απαντούν οι μελέτες του πλούσιου καταλόγου. Στο εργαστήριο του Ιάκωβου Ρίζου σύχναζαν ο Ρενουάρ και ο Ντεγκά. Εκεί ο τελευταίος θα συναντήσει τον Γαλάνη, άλλον Ελληνα που ζει στο Παρίσι και μετέχει στα καλλιτεχνικά δρώμενα, θα συνδεθεί μαζί του με φιλία και θα του χαρίσει την πρέσα του, που σήμερα ανήκει σε έλληνα συλλέκτη. Είναι τελείως ανιστορικό να πιστεύουμε πως επειδή βρέθηκαν στο Παρίσι οι έλληνες ζωγράφοι θα προσχωρούσαν στις νεωτερικές ομάδες. Οι συνθήκες στην Ελλάδα δεν ευνοούσαν μια καλλιτεχνική επανάσταση που συνδεόταν με την πρώτη βιομηχανική έκρηξη στην Ευρώπη. Το άνοιγμα προς τον μοντερνισμό στην αυγή του 20ού αιώνα συμπίπτει με την έλευση του μεγάλου κρητικού πολιτικού Ελευθέριου Βενιζέλου και την αλλαγή του πολιτικού κλίματος. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι το κόμμα των Φιλελευθέρων, ο ίδιος ο αρχηγός αλλά και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου υποστήριξαν με πίστη και συνέπεια τα νεωτερικά ρεύματα.


Από τα πρώτα χρόνια του αιώνα αρχίζουν να καταφθάνουν στην Πόλη του Φωτός, σ’ αυτή την υψικάμινο όπου συντελείται η πιο μεγάλη αισθητική επανάσταση, οι ζωγράφοι που έμελλε να οδηγήσουν την ελληνική τέχνη από τον ακαδημαϊσμό του Μονάχου στον μοντερνισμό του Παρισιού. Ο Μαλέας, ο οποίος βρίσκεται εκεί από το 1901, και ο Παρθένης, ο οποίος θα φθάσει στη γαλλική πρωτεύουσα το 1910, οι δυο Ελληνες της Διασποράς πρωτοπορούν. Οι Μιχάλης Οικονόμου, Τριανταφυλλίδης, Περικλής Βυζάντιος, Παπαλουκάς, Κόντογλου θα ακολουθήσουν στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα. Οι Γουναρόπουλος, Στέρης, Γκίκας, Τσαρούχης, ο νεότερος Μόραλης και πολλοί άλλοι θα βρεθούν στο Παρίσι την περίοδο του Μεσοπολέμου ως το 1940 που γυρίζουν στην Ελλάδα λόγω της κήρυξης του Πολέμου, γεγονός που καθορίζει το χρονολογικό όριο της έκθεσης.


Η πρωτοπορία των Ελλήνων


Τι είδαν οι έλληνες ζωγράφοι στο Παρίσι και πώς αυτή η εμπειρία αναδύθηκε στο έργο τους αργότερα; Η έκθεση επιβεβαιώνει μια παλιά διαπίστωση: οι Ελληνες – με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις – δεν ενδίδουν στη σαγήνη της πρωτοπορίας. Με δισταγμό αντιμετωπίζουν τα πιο ριζοσπαστικά κινήματα όπως ο εξπρεσιονισμός, ο κυβισμός, ο φουτουρισμός και ο ντανταϊσμός. Η πρώτη γενιά, με προεξάρχοντες τον Μαλέα και τον Παρθένη, διαλέγεται με το φως του Νότου και δημιουργεί έναν αυθεντικό ελληνικό υπαιθρισμό. Οδηγοί τους είναι ο Σεζάν, με τις κλασικές συνθέσεις του και τη δομική ανάλυση του χρώματος, οι Φωβ στην πιο ήπια έκφρασή τους και οι Ναμπί, η τελευταία υποτροπή του συμβολισμού με ανεξίτηλη τη σφραγίδα της αρ-νουβό.


Η αυτάρεσκη καμπύλη της αρ-νουβό υφέρπει στα έργα του Μαλέα, του πρώιμου Παπαλουκά, του Παρθένη, που δεν λησμονεί τη μαθητεία του στη Σετσεσιόν της Βιέννης. Ο Παρθένης είναι μία από τις εκπλήξεις της έκθεσης: μέσα από αδιάκοπες και απρόβλεπτες μεταμφιέσεις καταφέρνει να διατηρεί την ταυτότητα του ύφους του. Τον υπαιθριστή της περιόδου της Κέρκυρας (1912-1917) διαδέχονται οι αφηγηματικές αλληγορίες της δεκαετίας του ’20, όπου αναδύεται βραδυπορημένη η μνήμη του συμβολιστή Μορίς Ντενί. Εδώ ακόμη διατηρούνται τα φωτεινά χρώματα. Στη δεκαετία του ’30 ο Παρθένης, ανηφορίζοντας προς τα πνευματικά υψικόρυφα της τέχνης του, αποβάλλει τη διακοσμητική καμπύλη της αρ-νουβό και υιοθετεί μια ασκητική γεωμετρική γραφή που βρίσκεται σε ομολογία με τον κυβισμό. Η βυζαντινή κλίμακα διαδέχεται τα φωτεινά χρώματα της προηγούμενης δημιουργίας του επιβεβαιώνοντας την καταλυτική επίδραση του Κόντογλου. Το άσαρκο χρώμα, το ανεπαίσθητο άγγιγμα του πινέλου αφήνουν τον πρώτο λόγο στον καμβά μετατρέποντάς τον σε ιερά σινδόνη απ’ όπου η μορφή αναδύεται ως θεία επιφάνεια.


Επιστροφή στην τάξη


Αλλη αποκάλυψη της έκθεσης είναι η καταλυτική επίδραση που άσκησε στους έλληνες ζωγράφους του Μεσοπολέμου το αξεχώριστο δίδυμο Γαλάνη – Ντεραίν. Ιδιαίτερα αισθητή στη Γενιά του ’30, η επίδραση αυτή με τον κλασικισμό της και τα γαιώδη χρώματα θα σφραγίσει το έργο πολλών ζωγράφων όπως ο πρώιμος Βασιλείου ή ο νεαρός Μόραλης.


Η επιστροφή στην τάξη (retour a l’ ordre) και στην παράδοση ήταν το σύνθημα που καθοδήγησε τις τέχνες του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη, αρχίζοντας από τον ίδιο τον Πικάσο με τον κλασικισμό των ετών ’20, τους φουτουριστές, τον Ντε Κίρικο κ.ά. Οι έλληνες καλλιτέχνες δεν βρίσκονται λοιπόν σε αναντιστοιχία και καθυστέρηση σε σχέση με ό,τι συνέβαινε στην Ευρώπη την ίδια εποχή. Οι επισκέπτες της έκθεσης θα δουν τους κυριότερους εκπροσώπους της περιώνυμης Γενιάς του ’30 πλάι πλάι με τους δασκάλους τους: τον Τσαρούχη και τον Διαμαντόπουλο με τον Ματίς· τον Εγγονόπουλο με τον Ντε Κίρικο, τον Μπουζιάνη, που έζησε αρκετά χρόνια στο Παρίσι, με τον Ρουό και τον πρώιμο Φοτριέ.


Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο οποίος έκανε όλες τις σπουδές του στο Παρίσι και διαποτίστηκε πρωτογενώς από τα μοντερνιστικά κινήματα. Ιδιαίτερα τον σαγηνεύουν οι μεταμορφώσεις του Πικάσο. Ο Γκίκας θα μας δώσει μια ελληνότροπη εκδοχή του κυβισμού γεμάτη χρώμα και φως. Τέσσερις εξαιρετικοί πίνακες του Πικάσο εικονογραφούν αυτόν τον συναρπαστικό διάλογο. Η έκθεση είναι αποκαλυπτική και ηδονική. Ο έλληνας επισκέπτης δοκιμάζει και μια πρόσθετη ικανοποίηση: οι ζωγράφοι του τόπου μας όχι μόνο δεν μιμήθηκαν δουλικά τα πρότυπά τους αλλά δημιούργησαν έργα αντάξιά τους, που ενίοτε μάλιστα υπερτερούν σε ποιότητα.


Ιδιαίτερο τμήμα της έκθεσης αφιερώνεται στη χαρακτική ελλήνων και γάλλων καλλιτεχνών και στον καταλυτικό ρόλο που διαδραμάτισαν με τις εκδόσεις τους στο Παρίσι του Μεσοπολέμου ο Κριστιάν Ζερβός και ο Τεριάντ.


Η έκθεση φιλοξενεί περίπου 300 έργα ελλήνων και γάλλων καλλιτεχνών και θα διαρκέσει ως τις 30 Απριλίου 2007. Ωράριο λειτουργίας: Δευτέρα και Τετάρτη 9.00-15.00 και 18.00-21.00, Τρίτη κλειστά, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 9.00-15.00, Κυριακή 10.00-14.00.


Επικεφαλής της οργανωτικής ομάδας των επιμελητριών της έκθεσης η διευθύντρια Συλλογών – Μουσειολογικού και Καλλιτεχνικού Προγραμματισμού της ΕΠΜΑΣ Ολγα Μεντζαφού. Συνεργάστηκαν επίσης οι επιμελήτριες: Εφη Αγαθονίκου, Μαριλένα Κασιμάτη, Μαρία Κατσανάκη, Ναυσικά Λιτσαρδοπούλου και Λίνα Τσίκουτα. Χορηγός: Eurobank – Private Banking. Η έκθεση τελεί υπό την αιγίδα των υπουργείων Πολιτισμού Ελλάδας και Γαλλίας.


Η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης.