Ενας παλιός θεατρικός επιχειρηματίας έβλεπε κάθε βράδυ το θέατρό του να γεμίζει και κάθε πρωί το ταμείο να είναι μείον. Και τον έπιανε το παράπονο. «Τι παραπονιέσαι, βρε παιδί μου…» του έλεγαν οι άλλοι. «Πώς να μην παραπονιέμαι» απαντούσε. «Αφού μπαίνω μέσα…». Εβαλε λογιστές και διαχειριστές, ειδικούς και γνώστες, και έψαξε να βρει γιατί, παρά την επιτυχία, έχανε λεφτά. Και τα κατάφερε: «Αφού έχεις έξοδα 110% και τα έσοδά σου είναι 100%, πώς θες λοιπόν να μην μπαίνεις μέσα;». Ιστορίες σαν κι αυτήν έχουν πολλές να διηγηθούν οι παλαιότεροι στο θέατρο, εκείνοι που ακόμη και σήμερα συνηθίζουν να λένε ότι «αυτή η δουλειά δεν αφήνει λεφτά, δεν είναι μια επικερδής επιχείρηση». Και ότι, «αν δεν πουλήσεις σπίτι ή οικόπεδο, δεν έχεις καταλάβει τι θα πει θεατρική επιχείρηση. Και την Τράπεζα της Ελλάδος να έχεις πίσω σου τίποτα δεν γίνεται. Ατιμο πράγμα το θέατρο…».


Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα αυτό το «άτιμο» πράγμα που λέγεται θέατρο και κυρίως θεατρική παραγωγή μοιάζει να έχει αλλάξει. Νέα πρόσωπα, νέα ήθη και νέες τακτικές έχουν ανακατέψει την τράπουλα και το θέατρο φαίνεται ότι μπορεί να είναι και επικερδές ως επάγγελμα, όχι για αυτούς που το ασκούν – όπως οι ηθοποιοί – αλλά για αυτούς που το χρηματοδοτούν, χωρίς να χρειάζεται να πουλήσουν σπίτι ή οικόπεδο. ´Η μήπως όχι; Η θεατρική επιχείρηση με τον τίτλο Ελληνική Θεαμάτων (ΕΛΘΕΑ) είναι αυτή τη στιγμή η πρώτη μεγάλη του είδους σε έναν χώρο που ως σήμερα λειτουργούσε και λειτουργεί λιγότερο οργανωμένα.


Με επτά θέατρα (Δημήτρης Χορν, Αλίκη, Μικρό Παλλάς, Εμπορικόν, Αποθήκη, Κιβωτός, Πειραιώς 131) και το Παλλάς, μεγάλο ατού από εφέτος που άνοιξε πάλι, πλήρως ανακαινισμένο, τις πόρτες του στο κοινό, η ΕΛΘΕΑ κατέχει ένα μεγάλο κομμάτι της πίτας. Και είναι η μόνη μέσα στο σύγχρονο τοπίο του ελεύθερου θεάτρου.


Η ιστορία των «4»


Ολα άρχισαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν ο Τάσος Παπανδρέου πέρασε στη θεατρική παραγωγή – ήδη από το 1965 εκινείτο στον χώρο του κινηματογράφου με εισαγωγές ταινιών, συμμετοχή σε κινηματογραφικές εταιρείες και αίθουσες, τηλεοπτική εκμετάλλευση ελληνικών ταινιών. Οι πρώτοι που του ζήτησαν «βοήθεια» ήταν ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης και η Υρώ Μανέ για να ανεβάσουν στο θέατρο Αποθήκη την κωμωδία «Ο Αϊ-Βασίλης είναι σκέτη λέρα», σε διασκευή των Ρέππα – Παπαθανασίου. Η παράσταση πέτυχε, πήγε δεύτερη χρονιά και έτσι ο Τάσος Παπανδρέου μπήκε για τα καλά στον χώρο. Οχι όμως μόνος. Ηδη συνεργαζόταν με τον Κώστα Γιαννίκο, τότε στέλεχος στην τηλεόραση του Star – στις τηλεοπτικές παραγωγές του -, και τον Δημοσθένη Βαρδινογιάννη. Μια γυναίκα, η δικηγόρος Αρχοντούλα Παπαπαναγιώτου, νομική σύμβουλος και του Γιαννίκου και του Παπανδρέου, η οποία ειδικεύεται σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ανέλαβε σιγά σιγά μια σειρά θεμάτων που αφορούσαν έργα και δικαιώματα. Εν τω μεταξύ ο Τάσος Παπανδρέου έκανε την ταινία «Safe sex», που έκοψε πάνω από ένα εκατομμύριο εισιτήρια και οι δουλειές άρχισαν να πολλαπλασιάζονται.


Η πρώτη εταιρεία με το όνομα Γενική Θεαμάτων (ΓΕΘΕΑ) δεν άργησε να γεννηθεί. Ηταν το 2001. Ο Κώστας Γιαννίκος είχε ενδιαμέσως αποχωρήσει από το Star. Είς εκ των ανδρών πήρε 30%. Η κυρία της παρέας πήρε το 10%. Σιγά σιγά και καθώς η μία παραγωγή έφερνε την άλλη η ΓΕΘΕΑ κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος στον θεατρικό χώρο και μαζί της η κριτική, η αμφισβήτηση καθώς και μια σειρά ερωτήματα που άρχισαν να πλανώνται για την προέλευση των κεφαλαίων τουλάχιστον την ακολούθησαν.


Οπως συμβαίνει σε κάθε εταιρεία, έτσι και στη ΓΕΘΕΑ δεν έλειψαν ούτε οι διενέξεις ούτε οι αντιπαραθέσεις και, τέλος, ούτε οι αποχωρήσεις, με πρώτη αυτή του Τάσου Παπανδρέου: αποφάσισε να εγκαταλείψει το επάγγελμα του θεατρικού παραγωγού και να μετατρέψει την παρέα των «4» σε παρέα των «3». Με αυτό το δεδομένο το πακέτο των θεάτρων έπρεπε να μοιρασθεί εκ νέου. Η απόφαση ελήφθη τη σεζόν 2004-2005. Τα θέατρα Ηβη και Μουσούρη (που ανήκαν ως τότε στη ΓΕΘΕΑ) πέρασαν στη νεοϊδρυθείσα Θεατρική Εστία των Δημοσθένη Βαρδινογιάννη και Πέτρου Φιλιππίδη, στους οποίους και παραμένουν. Τα υπόλοιπα (Κιβωτός, Πειραιώς 131, Αποθήκη, Εμπορικόν και Δημήτρης Χορν), μαζί με τα ανακαινισμένα Παλλάς, Αλίκη και το καινούργιο Μικρό Παλλάς, πέρασαν στη διάδοχο εταιρεία, που δεν είναι άλλη από την Ελληνική Θεαμάτων – ΕΛΘΕΑ, που ανήκει στον Κώστα Γιαννίκο (πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο σήμερα του Alter) και στη δικηγόρο Αρχοντούλα Παπαπαναγιώτου.


Οσο για τον Τάσο Παπανδρέου, αν και αποσύρθηκε από την καθαρά θεατρική παραγωγή, στήριξε τη νέα προσπάθεια του Θεάτρου Τέχνης υπό τον Διαγόρα Χρονόπουλο και παράλληλα είναι ο ιδιοκτήτης δύο αθηναϊκών θεάτρων, του Λαμπέτη και του Αμόρε. Το επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας Λαμπέτη αγοράστηκε στην τιμή του 1,8 δισ. δρχ. – η τιμή αφορά όλο το κτίριο, μαζί και το ισόγειο όπου λειτουργεί σουπερμάρκετ (αγοράστηκε με δάνειο από την Τράπεζα Κύπρου). Παραδοσιακά τη χρήση του θεάτρου είχε και έχει ακόμη ο Γιώργος Λεμπέσης, ο οποίος και θα παρουσιάσει τη σεζόν 2007-2008 εκεί τη «Στέλλα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μετά θα αποχωρήσει. Οσο για το Αμόρε, της οδού Πριγκιποννήσων, εκεί στεγάζεται, ως γνωστόν, το Θέατρο του Νότου του Γιάννη Χουβαρδά (και ο θερινός κινηματογράφος στην ταράτσα). Δεν αποκλείεται η χρήση και αυτού του θεάτρου να περάσει στα χέρια του Τάσου Παπανδρέου την επόμενη διετία.


Πολλαπλασιασμός επί σκηνής


Στο Παλλάς ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έκανε ποδαρικό με το «2», την παράσταση που έκοψε συνολικά 101.500 εισιτήρια στις 73 βραδιές που παρουσιάστηκε σημειώνοντας ρεκόρ επιτυχίας. Οσον αφορά τα θέατρα, στο Δημήτρης Χορν η επιθεώρηση του Σταμάτη Φασουλή «Το «Τρέντυ» θα σφυρίξει τρεις φορές» θα συνεχίσει και του χρόνου, δίνοντας σκυτάλη στην απήχηση της παράστασης, ενώ το εκ βάθρων ανακαινισμένο Αλίκη που φιλοξένησε την «Τσινετσιτά» των Ρέππα – Παπαθανασίου δεν σημείωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Στο Μικρό Παλλάς το νέο έργο του Θοδωρή Αθερίδη «Συνέβη κι όποιος θέλει το πιστεύει» είδε τους καναπέδες του να γεμίζουν ασφυκτικά – τα Δευτερότριτα το ίδιο θέατρο φιλοξενεί τους «Ηρωες». Στο Εμπορικόν η μουσική κωμωδία «Σ’ αγαπώ, σε λατρεύω, χωρίζουμε», με τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη και τη Βίκυ Σταυροπούλου, εξέπληξε θετικά την επιχείρηση, όπως και η συνέχιση της «Μύγας τσε τσε» στο Πειραιώς 131. Η επανάληψη του «Σεσουάρ για δολοφόνους» στην Αποθήκη εξακολούθησε ακάθεκτη να τη γεμίζει και μόνο «Το μαγαζάκι του τρόμου» στην Κιβωτό δεν έφερε τα αναμενόμενα εισπρακτικά αποτελέσματα.


Συνολικά το κόστος όλων αυτών των παραγωγών υπολογίζεται στα 10 εκατ. ευρώ, ποσό που λέγεται ότι θα καλυφθεί από τα έσοδα – εφέτος η χρονιά διέθετε δύο ισχυρές επιτυχίες, το «2» και την επιθεώρηση «Το «Τρέντυ» θα σφυρίξει τρεις φορές».


Τα συν και τα πλην


Η ΕΛΘΕΑ έχει ενοικιάσει τις σκηνές με συμβάσεις σε βάθος χρόνου (30-35 χρόνια), ενώ για την ιδιόκτητη έκταση στην οδό Πειραιώς 103 δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση για την εκμετάλλευσή της. Οι σκηνές της διαθέτουν μια σειρά κοινών χαρακτηριστικών: είναι πλήρως ανακαινισμένες, παρέχουν άνεση στον θεατή και κυρίως τηρούν τους κανόνες ασφαλείας. Ωστόσο δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι του χώρου που ασκούν έντονη κριτική στο είδος θεάτρου που υπηρετούν οι περισσότερες παραγωγές της – από τη σχετική κριτική εξαιρείται η σκηνή του Χορν υπό τον Σταμάτη Φασουλή και φυσικά το Παλλάς με το «2» (το Παλλάς ανήκει στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού, το διαχειρίζεται η Τράπεζα Πειραιώς και την ανακαίνισή του μοιράστηκαν η τράπεζα και η ΕΛΘΕΑ).


Η κριτική αυτή συνεχίζει και στον τρόπο με τον οποίο η εταιρεία χειρίζεται το ανθρώπινο καλλιτεχνικό δυναμικό της. Ενώ πληρώνει καλά (κανένας μισθός δεν πέφτει κάτω από τη συλλογική σύμβαση), σταθερά και εξασφαλίζει προβολή, την ίδια στιγμή προωθεί ένα μοντέλο όπου «οι νέοι ηθοποιοί δεν ασκούνται, με αποτέλεσμα το θέατρο να βρίσκεται προ κινδύνου».


«Το κοινό διαμορφώνεται ώστε να κινείται προς την ίδια κατεύθυνση. Να μου το θυμηθείτε» υποστηρίζει έμπειρος θεατρικός ηθοποιός «το θέατρο οδεύει στον δρόμο των φωνογραφικών εταιρειών. Από τη στιγμή που μπήκαν μέσα οι πολυεθνικές εταιρείες το τραγούδι καταστράφηκε».


Εύπεπτες παραστάσεις, χωρίς προβληματισμό, μέσα σε καλοστημένα σκηνικά, χρωματιστά κοστούμια, μουσικές και τραγούδια, με κείμενα και έργα που παρέχουν δύο ώρες διασκέδασης που μοιάζουν όλες μεταξύ τους. Κάπως έτσι περιγράφουν οι επικριτές το προϊόν της ΕΛΘΕΑ: μια «βιοτεχνία» που οδεύει με βήμα ταχύ να μετατραπεί σε «βιομηχανία θεάτρου με ηθοποιούς που βυθίζονται στις ευκολίες τους».


Με το έργο «Ο Εβρος απέναντι» των Ρέππα – Παπαθανασίου, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, η Ελληνική Θεαμάτων θέλησε να κάνει πιο δύσκολες σκηνικές απόπειρες. Μόνο που το κοινό δεν ακολούθησε τις επιλογές της και η διάθεσή της σε πιο εναλλακτικές μορφές θεάτρου περιορίστηκε. Ωστόσο φαίνεται ότι το ενδιαφέρον δεν έχει χαθεί γιατί αυτή την εποχή η ΕΛΘΕΑ βρίσκεται σε συζητήσεις με ένα ακόμη αθηναϊκό στέκι, το θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου, στον Κεραμεικό: αν και όποτε καταλήξουν σε συνεργασία, η σκηνή του Βασιλάκου θα φιλοξενήσει εναλλακτικό ρεπερτόριο.


Η διαπλοκή με τα Μέσα


Στη νέα τάξη πραγμάτων που έχει εισαγάγει η ΕΛΘΕΑ τα μέσα αλληλοτροφοδοτούνται: η τηλεόραση και το θέατρο έχουν μεταβληθεί σε συγκοινωνούντα δοχεία καθώς οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς της μικρής οθόνης έχουν προβάδισμα στις συγκεκριμένες σκηνές. Και αν ο Τάσος Παπανδρέου έχει αποχωρήσει από τις θεατρικές παραγωγές, η εμπλοκή του είναι σταθερή στα τηλεοπτικά δρώμενα και ενίοτε στα κινηματογραφικά. Η εταιρεία παραγωγής των Δημήτρη Παπανδρέου (γιος του) και Διονύση Παναγιωτάκη αναπτύσσεται όλο και περισσότερο, ενώ ο ίδιος έχει αναλάβει προσωπικά τη νέα τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος του Μ. Καραγάτση «Γιούγκερμαν», που θα προβληθεί του χρόνου στον Antenna. Παράλληλα έχει εξασφαλιστεί η προβολή μέσω εντύπων των «νέων πρωταγωνιστών», καθώς και η (αυτονόητη) στήριξη του τηλεοπτικού σταθμού Alter μέσω διαφημιστικών σποτ των παραστάσεων της ΕΛΘΕΑ. Με τον τρόπο αυτόν δημιουργείται ένα προστατευτικό πλέγμα γύρω από την εταιρεία και τις παραγωγές της που γεννά προβλήματα αλλά και ερωτήματα στον ευρύτερο θεατρικό (και όχι μόνο) κόσμο.