Η χρονιά της Ηλέκτρας



Η «Ηλέκτρα» (1903) του Αυστριακού Ούγκο φον Χόφμανσταλ (1874-1929) είναι η δεύτερη της χρονιάς στο Παρίσι μετά τη σοφόκλεια «Ηλέκτρα» της Τζέιν Μπίρκιν. Το βίαιο και ασφυκτικό αυτό δράμα αποτελεί μια σκοτεινή ωδή στη δύναμη αλλά και στην απελπισία της γυναίκας που φυλακίζεται στη μοίρα της. Επηρεασμένος από τον Νίτσε και τον Φρόιντ, ο Χόφμανσταλ προτείνει ένα βύθισμα στον διονυσιακό, χαοτικό, αρχαϊκό κόσμο της Ανατολής και σκιαγραφεί μια Ηλέκτρα υστερική, παγιδευμένη ανάμεσα στην επιθυμία της να εκδικηθεί και στην αδυναμία της να ζήσει. Η επιρροή της ψυχαναλυτικής και ψυχιατρικής φιλολογίας γίνεται αισθητή στα πρόσωπα του έργου και κυρίως στη σκηνική παρουσία της ηρωίδας, που μοιάζει κλεισμένη σε έναν κόσμο τραυματικών ψευδαισθήσεων, σε μια δραματουργία που βασίζεται στη γλώσσα του σώματος και στην οργάνωση του χώρου.


Τα στοιχεία αυτά συναντώνται άμεσα ή έμμεσα στη σκηνοθεσία του Στανισλάς Νορντέ (Stanislas Norday), που κάνει τη σκηνή του θεάτρου χώρο της Ηλέκτρας, έναν χώρο στον οποίο η ηρωίδα ζει με την ανάμνηση του πατέρα της. «Ο χώρος αυτός» μας λέει η πρωταγωνίστρια Βαλερί Λανγκ «γίνεται ο ψυχαναλυτικός τόπος όλων των προσώπων που την πλησιάζουν προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τη δειλή στάση τους και να εξορκίσουν τα εσωτερικά τους φαντάσματα». Μέσα σε ένα γεωμετρικό και γυμνό σκηνικό, που αποφεύγει κάθε αρχαιοπρεπή αναπαράσταση, δεκάδες σειρές από καρέκλες δημιουργούν με τις ποικίλες θέσεις τους διαφορετικές εικόνες. «Το πλεονέκτημα της καρέκλας ως αντικειμένου» λέει ο σκηνοθέτης «είναι ότι μπορεί να διατηρήσει τον ουδέτερο χαρακτήρα της, χωρίς να ενοχλεί την παράσταση με τον συμβολισμό της». Οταν η Χρυσόθεμις μεταφέρει στην Ηλέκτρα το νέο του «θανάτου» του Ορέστη, η πρωταγωνίστρια μέσα σε μια γεμάτη ένταση σιωπή αρχίζει να τακτοποιεί τις καρέκλες στα δύο άκρα της σκηνής και αποκαλύπτει στο κέντρο της σκηνής ένα άνοιγμα γεμάτο χώμα που αρχίζει να σκάβει με μανία. Μέσα στον λάκκο αυτόν θα προφέρει λίγο αργότερα τις τελευταίες της λέξεις.


«Την ενέργειά μου» μας λέει η Βαλερί Λανγκ «την αντλώ από το ίδιο το κείμενο. Για να αισθανθώ τον πόνο της ηρωίδας και να τον αναπαραστήσω ρίχνομαι στη σκηνή με όλο το ψυχικό μου υπόβαθρο, με όλες τις αντιφάσεις μου, με όλα τα συναισθήματα που γεννιούνται μέσα μου όταν βιώνω ακραίες καταστάσεις. Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα σε ψυχολογικό επίπεδο. Απαιτεί απόλυτη διαθεσιμότητα, πνευματική και σωματική. Κάθε βράδυ στη σκηνή πρέπει να ζω τις λέξεις που προφέρω, να τις αφήνω να με διαπερνούν».


Η γαλλική κριτική στάθηκε επιφυλακτική όσον αφορά τη σκηνοθεσία της δεύτερης αυτής παρισινής «Ηλέκτρας», την οποία και χαρακτήρισε παρωχημένη, ενώ το παίξιμο των δεύτερων ρόλων θεωρήθηκε στυλιζαρισμένο και στατικό. Ολοι όμως συμφωνούν στην εξαιρετική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας, που φέρει στους ώμους της όχι μόνο το βάρος του εκπληκτικού αυτού κειμένου αλλά και όλης της παράστασης. Με τη βραχνή, επιβλητική φωνή της και την εύθραυστη και παράλληλα δυνατή σκηνική παρουσία της αναδεικνύει τη μυθική ουσία του δράματος του Χόφμανσταλ αποκαλύπτοντας το ταλέντο μιας πραγματικής τραγωδού.


«Ηλέκτρα» του Hugo von Hofmannsthal. Théâtre de la Colline, 15, rue Malte-Brun, Paris-20e, τηλ. 01-446252 52. Στο Internet: www.colline.fr.