Δύο σημαντικές προσωπικότητες της διεθνούς αρχιτεκτονικής, ο Αξελ Σούλτες (Axel Schultes) και η Σαρλότ Φρανκ (Charlotte Frank), θα βρίσκονται αυτή την εβδομάδα στην Αθήνα. Στο πλαίσιο της πραγματοποίησης της έκθεσης για τους χώρους λατρείας, για τη σύγχρονη δηλαδή γερμανική ναοδομία, οι δύο αρχιτέκτονες από το Βερολίνο θα μιλήσουν την προσεχή Παρασκευή στο Ινστιτούτο Γκαίτε για το δικό τους έργο που παρουσιάζεται στην έκθεση (το περίφημο Κρεματόριο στο Τρέπτοβ), αλλά και για τη γενικότερη αντίληψή τους για τη σημερινή αρχιτεκτονική, αντίληψη που τους οδήγησε στην πραγματοποίηση κτιρίων εμβληματικών, όπως το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Βόννη και η Νέα Καγκελαρία στο Βερολίνο. Μια πρώτη γεύση αυτής της ιδιότυπα προσωπικής και σε βάθος προσέγγισης των αρχιτεκτονικών πραγμάτων είχαμε την ευκαιρία να πάρουμε στη συνέντευξη που ακολουθεί.




– Ποια είναι η άποψή σας για την «υπερπαραγωγή μορφής» ή, διαφορετικά, για τον ηδονιστικό φορμαλισμό μέρους της σύγχρονης αρχιτεκτονικής παραγωγής;


Αξελ Σούλτες: Η «συναίσθηση της χρησιμότητας» που πρέσβευε ο Louis Kahn, η οποία θα έπρεπε να διακρίνει την αρχιτεκτονική από τις εικαστικές τέχνες, δεν έχει άλλη έννοια από τη δημιουργία χώρων με γνώμονα το περιεχόμενό τους, την ανάγκη μελέτης ενός κτιριακού προγράμματος με κριτήριο τη σκοπιμότητά του πριν από τη μορφοποίησή του. Το μεγάλης κλίμακας ντιζάιν των συναδέλφων που «ρέπουν» προς τη γλυπτική βαδίζει περισσότερο προς την κατεύθυνση των εικαστικών τεχνών, και στην καλύτερη περίπτωση προς την έντεχνη διαμόρφωση χώρου – αλλά ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτό δεν μπορεί να είναι αρχιτεκτονική;


Σαρλότ Φρανκ: Πάντα, ακόμη και στην αρχιτεκτονική, αναζητούμε το πρωτόγνωρο, το εντυπωσιακά νέο. Ο χρόνος μετά θα δείξει αν η νέα μορφή, η οποία πολύ σύντομα θα «παλιώσει» κι αυτή, θα αντέξει και στην καλύτερη περίπτωση θα διατηρήσει μια δική της μαγεία, μια δική της αύρα.


– Η επιδίωξη της ελάχιστης γραφής, η αλλιώς η «κατάθεση μορφής» με τα ελάχιστα εκφραστικά μέσα, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένα είδος κριτικής απέναντι στη διεθνή αρχιτεκτονική των τελευταίων δεκαετιών;


Α.Σ.: Οχι, η κριτική δεν ανοίγει προοπτικές, αλλά και το συγκαταβατικό μας χαμόγελο δεν βοηθά να προχωρήσουμε παραπέρα. Η αφαιρετική μας προσέγγιση για τη δημιουργία του αρχιτεκτονικού χώρου μέσω της υποσκαφής, της «περικοπής» ενός προκαθορισμένου γεωμετρικού ιδεώδους – ενός κύβου, ενός ορθογωνίου παραλληλογράμμου, ενός κυλίνδρου – πηγάζει προφανώς από τη λαχτάρα για ορθολογισμό σε αυτό το ολοένα λιγότερο ορθολογικό μέσο. Η προσθήκη χώρου ή μορφής είναι λιγότερο συνηθισμένη στο έργο μας, μόνο «στην ανάγκη» γίνεται κατάχρησή της.


Σ.Φ.: Η εξοικονόμηση εξακολουθεί να διατηρεί τη δύναμη και τις διαστάσεις του αρχικού όλου – κυρίως όταν υπάρχει η σωστή δόση αφαίρεσης και διατήρησης, όταν η αντίθεση μεταξύ μάζας και μη μάζας δημιουργεί αρκετή ένταση. Αυτό όμως ισχύει ούτως ή άλλως – και όχι μόνο σήμερα.


– Η «ελάσσων» μορφή, για να το πούμε έτσι, αποτελεί μια σκόπιμη διανοητική στάση που οδηγεί σε μια «μείζονα» ποιότητα της τυπολογικής και εν τέλει χωρικής επεξεργασίας;


Σ.Φ.: Ενας τοίχος με μαλακές, παλλόμενες γραμμές μπορεί να δημιουργήσει από μόνος του βάθος και τρισδιάστατο χώρο, κάτι που δεν μπορεί να πετύχει ένας τοίχος με σκληρές ίσιες γραμμές. Πέρα από την αρτιότητα της μορφής, όμως, επιδιώκουμε αντιθέσεις όπως φωτεινό – σκοτεινό, μεγάλο – μικρό, παχύ – λεπτό, ελαφρύ – βαρύ, λεπτόκοκκο – αδρό κτλ. κτλ. Ή και αυστηρό, όπως οι στιβαροί τοίχοι στην αίθουσα του Κρεματορίου, και χαλαρό, όπως η διάταξη των στύλων.


Α.Σ.: Αν με τον όρο «ελάσσων» εννοείτε τη μαλακή, κινούμενη μορφή ορισμένων από τα σχέδια και έργα μας, τότε όχι, σε αυτά δεν διαφαίνεται κάποια κίνηση προς κάτι άλλο, σκληρότερο. Και τα δύο στέκουν πλάι πλάι, όπου το έλασσον συμβολίζει το τετριμμένο, αμελητέο ενός κατασκευαστικού έργου, όπως είναι μια κατοικία ή ένα κτίριο γραφείων, και το μείζον συμβολίζει περισσότερο το επίσημο, το σοβαρό, το πολιτιστικό, όπως είναι, για παράδειγμα, ένα μουσείο, ένα τζαμί, ένα κρεματόριο. Αλλά κάθε θεωρία είναι αρκούντως αόριστη. Στο συγκεκριμένο έργο αναμειγνύονται αυτές οι μορφές και αρχές. Πολλές φορές ένας τόπος, ένας χώρος, βρίσκει τη σωστή του έκφραση μέσα από την αντίθεση μεταξύ συναισθήματος και σκληρότητας. Αυτή η αντίθεση είναι τότε που βρίσκει το ευαίσθητο σημείο.


– Νομίζετε ότι υπάρχει κάποια σχέση της πορείας και του χαρακτήρα της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας με την αποστασιοποιημένη και στοχαστική (reflexiv την απεκάλεσαν ορισμένοι) αρχιτεκτονική που παράγεται σήμερα στη χώρα σας;


Α.Σ.: Εννοείτε «no angel born in hell (οι άγγελοι δεν γεννιούνται στην Κόλαση)»· η γερμανική φοβία, ο φόβος του ρίσκου έχει παραλύσει, αναχαιτίσει πολλά πράγματα, εμποδίζοντάς τα να ολοκληρώσουν έναν κύκλο με επιτυχία.


– Υπάρχει ένα είδος παράδοσης, έντεχνης ή ανώνυμης, που υιοθετείτε; Σημαίνει κάτι για σας η «εμπειρία της Δρέσδης», για παράδειγμα η ποιητική του Schinkel ή του Tessenow;


Α.Σ.: Ω ναι, η Δρέσδη, η γενέτειρά μου… Ο Schinkel στέκεται μέσα στο Zwinger, το αριστούργημα του Ρèppelmann, και σημειώνει στο ημερολόγιό του: Αρχιτεκτονική του χειρίστου γούστου! Ο Schinkel λοιπόν δίπλα στον Soane, ο Behrens δίπλα στον Wright, ο Mies δίπλα στον Corbusier, κι ο Kahn δίπλα σε ποιον; Δίπλα στον Eiermann; Εχουμε λοιπόν την υπερήφανη γερμανική παράδοση, τη μουντή γερμανική θέρμη, τη μουντή γερμανική σπιτική ευτυχία!


Σ.Φ.: Μια αρχιτεκτονική μονόχωρη – αυτή θα ήταν μια παράδοση που θ’ άξιζε να ακολουθήσει κανείς – όπως μας παρουσιάζεται στο Μεγάλο Τζαμί της Κόρδοβας, στην Αγια-Σοφιά, στο Ρατζαστάν. Δεν είναι εύκολο σήμερα να δημιουργεί κανείς χώρους με υποβλητική δύναμη, όταν αυτό που μετράει κυρίως πλέον είναι το παραστατικό, το εικαστικό αποτέλεσμα.


– Τι αντιπροσωπεύει για σας η εμπειρία του «μοντέρνου κινήματος» της δεκαετίας του 1920;


Σ.Φ.: Η δεκαετία του 1920 έχει ενδιαφέρον για μας ως «δεκαετία πειραματισμού με το μπετόν». Πρώτος ο Le Corbusier άρχισε να πειραματίζεται με τις χωρικές-πλαστικές δυνατότητες του υλικού αυτού – της χυτής πέτρας – αναπτύσσοντας στη συνέχεια μια ιδιαίτερη εκφραστική δεξιοτεχνία στα έργα του…


Α.Σ.: Το κλασικό μοντέρνο: αυτή ήταν για μας επιτέλους η κατάληξη του μεταμοντερνισμού, των πολλών φάσεων του μεταμοντέρνου από την Αναγέννηση ως το Jugendstil, τη γερμανική δηλαδή αρ νουβό.


– Είναι σκόπιμο, ή επιθυμητό, η αρχιτεκτονική να εκφράζει μια συλλογική ταυτότητα, τόσο σε κοινωνικό επίπεδο όσο και σε εκείνο των αρχιτεκτονικών προσανατολισμών (τους οποίους άλλοτε αποκαλούσαμε «κινήματα»);


Α.Σ.: Μια συλλογική ταυτότητα ως προσανατολισμός, ως σημείο αναφοράς, ως κατηγορηματική επιταγή ενάντια στη νέα απροσδιοριστία που μας διέπει; Μια υπεροχή του χώρου ως μέτρου αρχιτεκτονικής ποιότητας, πέρα από την κωμωδία του γούστου και της παράδοσης; Είναι πολύ ωραίο για να είναι επιθυμητό, πολύ ωραίο για να είναι αληθινό.


– Πώς αξιολογείτε το «πείραμα του Βερολίνου», την πρόσφατη δηλαδή «κριτική ανακατασκευή» της ιστορικής πόλης;


Α.Σ.: Ηταν απόλυτα αξιέπαινη η πρόθεση να αναγεννηθεί-αναδομηθεί η «δολοφονημένη πόλη». Το λάθος ήταν ότι η στρατηγική αυτή υιοθετήθηκε συνολικά, ακόμα κι εκεί που δεν είχε απομείνει τίποτε για να ανασκευαστεί.


Στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας, Ομήρου 14-16, σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής: Εκθεση «Αρχιτεκτονική και Θρησκεία», σύγχρονα κτίρια εκκλησιών στη Γερμανία, ως τις 14 Μαρτίου. Σεμινάριο «Χώροι λατρείας. Μια αρχιτεκτονική πρόκληση», Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2007, 18.00 -21.00, με τη συμμετοχή των Αξελ Σούλτες, Σαρλότ Φρανκ, Αλέξανδρου Τομπάζη και εισήγηση-συντονισμό από τον Α. Γιακουμακάτο. Είσοδος ελεύθερη.


Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.