Μια σκοτεινή υπόθεση, η αρχή της οποίας βρίσκεται στη δικτατορία, υπήρξε η Συλλογή Πασσά. Επιλογή της χούντας, καθώς προβαλλόταν ως μέγα πολιτιστικό ζήτημα – παράλληλα με το Τάμα -, η συλλογή έργων τέχνης του Ιωάννη Πασσά και της συζύγου του Δέσποινας είχε τύχει ειδικής εύνοιας από το καθεστώς των συνταγματαρχών. Η παραχώρηση δημόσιας έκτασης απέναντι από τη Σχολή Ευελπίδων για την ανέγερση μουσείου το οποίο ουδέποτε ολοκληρώθηκε ήταν η απόδειξη. Σήμερα, ωστόσο, ανεξαρτήτως των πολιτικών διασυνδέσεων του συλλέκτη και της εκμετάλλευσης της συλλογής του από τη χούντα ως πολιτιστικής προσφοράς της και ανεξαρτήτως της αξίας της η οποία είχε υπερεκτιμηθεί, η ουσία βρίσκεται αλλού: στην παρουσίαση της συλλογής – επιτέλους – στο κοινό. Κάτι που θα επιτευχθεί τώρα με την έκθεση για πρώτη φορά ενός μεγάλου αριθμού αντικειμένων τέχνης στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, όπου έχει περιέλθει η Συλλογή Πασσά.


Επί τρεις μήνες το περασμένο καλοκαίρι γινόταν η καταγραφή και η φωτογράφιση των έργων της Συλλογής στο Βυζαντινό Μουσείο, στο οποίο βρίσκεται από το 2005 και για 20 χρόνια με χρησιδάνειο που έχει υπογραφεί με το Ιδρυμα Ι. και Δ. Πασσά. Βασικές υποχρεώσεις του μουσείου είναι η συντήρηση των αντικειμένων, που είχαν αφεθεί στην τύχη τους για δεκαετίες, και η ανάδειξή τους μέσα από εκθέσεις και άλλες εκδηλώσεις. Μια εξέλιξη θετική για τη συλλογή αλλά και για το μουσείο, όπως λέει ο διευθυντής του κ. Δημήτρης Κωνστάντιος, ο οποίος θεωρεί ότι σε αυτήν περιλαμβάνονται εξαιρετικά έργα τέχνης.


Η πρώτη από τις εκθέσεις με τίτλο «Πηλός και χρώμα» πρόκειται να εγκαινιασθεί στις 13 Δεκεμβρίου και περιλαμβάνει έργα τα οποία συγκροτούν την ενότητα ευρωπαϊκής κεραμικής της συλλογής. Σημαντικότερη όμως θεωρείται η ενότητα με έργα τέχνης της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Απω Ανατολής, ενώ ενδιαφέρουσα χαρακτηρίζεται και η τρίτη ενότητα αντιγράφων δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής.


Μύθος και πραγματικότητα


Η συλλογή περιελάμβανε αριστουργήματα της τέχνης ανεκτίμητης αξίας και μοναδικά στον κόσμο, έλεγαν οι φήμες οι οποίες καλλιεργούνταν στη διάρκεια της δικτατορίας, ο μύθος όμως ξεθύμανε με τη μεταπολίτευση, παρ’ ότι τα έργα δεν είχαν παρουσιασθεί ποτέ στο κοινό. Εκτίμηση της αξίας τους άλλωστε δεν έχει γίνει ούτε και σήμερα. Δημοσιογράφος και εν συνεχεία εκδότης της εγκυκλοπαίδειας «Ηλιος» αλλά και έμπορος χάρτου, ο Ιωάννης Πασσάς ήταν άνθρωπος έξυπνος αλλά και ιδιόρρυθμος, «κάθετος και απόλυτος», όπως τον περιγράφει ο πρόεδρος του ιδρύματος κ. Νίκος Ζωρογιαννίδης, διευθυντής Πολιτιστικών Εκδηλώσεων του υπουργείου Πολιτισμού κατά την εποχή της γνωριμίας του με τον συλλέκτη και εν συνεχεία γενικός διευθυντής.


Χωρίς να είναι γνώστης της τέχνης αλλά προφανώς με αγάπη για αυτήν, ο Πασσάς είχε συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό έργων κάθε είδους και διαφορετικής αξίας. Στη συλλογή του έτσι υπήρχαν αξιόλογα κομμάτια και άλλα ήσσονος σημασίας, ενώ τα αντίγραφα έργων ζωγραφικής της Αναγέννησης παρουσιάζονταν ως γνήσια. Ολα πάντως φυλάσσονταν στο σπίτι του, στο τετραώροφο οίκημα της οδού Κυψέλης 1, όπου και παρέμειναν ώσπου μεταφέρθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο.


Το γιαπί της Ευελπίδων


Η στενή σχέση του Πασσά με τη χούντα οδήγησε στην έναρξη ανέγερσης ενός κτιρίου στην Ευελπίδων, όπου θα στεγαζόταν μεγαλειωδώς η συλλογή, μόνο που το έργο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Εν τω μεταξύ έγινε η μεταπολίτευση και το 1984 συστάθηκε το ίδρυμα Νέο Μουσείον Ευρωπαϊκής και Ανατολικής Τέχνης, ενώ άρχισαν οι προσπάθειες για την παραχώρηση της συλλογής στο κράτος. «Τον συνάντησα μόνο δύο φορές αλλά επειδή χειριζόμουν την υπόθεση από πλευράς υπουργείου με όρισε πρόεδρο του ιδρύματος μετά τον θάνατό του» λέει ο κ. Ζωρογιαννίδης. Οι ενέργειες του ΔΣ του ιδρύματος πάντως για την αποδοχή της συλλογής από την πολιτεία δεν τελεσφόρησαν.


«Δεν είχαμε καμία βοήθεια από το κράτος και φθάσαμε σε σημείο να μην μπορεί να πληρωθεί το ηλεκτρικό ρεύμα καθώς χρήματα δεν υπήρχαν καθόλου» λέει ο κ. Ζωρογιαννίδης, ο οποίος πάντως είχε φροντίσει να γίνει η καταγραφή των αντικειμένων. Και ούτε λόγος φυσικά για φύλαξη. Το αποτέλεσμα ήταν μια διάρρηξη του αφύλακτου κτιρίου πριν από μερικά χρόνια και αφαίρεση αντικειμένων, χωρίς να έχει γίνει γνωστό ποια και πόσα ήταν αυτά.


Τεράστιο ήταν και το πρόβλημα της συντήρησης των έργων, κάποια από τα οποία είχαν υποστεί ζημιές και από τον τελευταίο μεγάλο σεισμό της Αθήνας. Η συμφωνία έτσι με το Βυζαντινό Μουσείο κλείνει έναν κύκλο που περιελάμβανε πολλά θολά σημεία και ανοίγει μια νέα εποχή.


Από την Απω Ανατολή ως τη Δυτική Ευρώπη


«Δεν ξέρουμε ακόμη τι έχουμε». Η φράση ανήκει σε στέλεχος του Βυζαντινού Μουσείου και αποδίδει χαρακτηριστικά τον πλούτο και την πολυμορφία των έργων τέχνης Νοτιοανατολικής Ασίας και Απω Ανατολής της Συλλογής του Ιδρύματος Ι. και Δ. Πασσά. «Πρόκειται αναμφισβήτητα για το σημαντικότερο κομμάτι της συλλογής» λέει ο διευθυντής του μουσείου κ. Δημήτρης Κωνστάντιος, εντυπωσιασμένος από τα αντικείμενα. Ημιπολύτιμοι λίθοι, όπως ζαντ, λάπις λάζουλι, ορεία κρύσταλλος, τυρκουάζ, άκουα μαρίνα, χαλκηδόνιος, φθορίτης, μαλαχίτης αλλά και ελεφαντόδοντο και κοράλλι, έχουν χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία περίπου 400 μικρογλυπτών εξαιρετικής τέχνης, τα οποία χρονολογούνται πιθανώς στον 19ο αιώνα.


Στο σύνολό της η ενότητα αυτή περιλαμβάνει 800 έργα, μεταξύ των οποίων αγγεία από κινεζική και ιαπωνική πορσελάνη αλλά και αγγεία από μέταλλο διακοσμημένα με περίκλειστα σμάλτα τα οποία πιθανώς ανήκουν στη δυναστεία Μινγκ (14ος-17ος αιώνας). Επίσης γλυπτά από μάρμαρο, ξύλο, χαλκό και πηλό αλλά και τοιχογραφίες. «Ασφαλώς δεν είναι όλα πρώτης ποιότητας αλλά ορισμένα όπως αυτά από ζαντ ή από ελεφαντόδοντο είναι μοναδικά» λέει ο κ. Κωνστάντιος. Περισσότερα στοιχεία όμως θα προκύψουν μετά τη μελέτη τους από την επιμελήτρια του μουσείου, ειδικευμένη στην κινεζική τέχνη, κυρία Εφη Μαραμβελιωτάκη.


Αντίγραφα έργων του 15ου ως και του 19ου αιώνα μεγάλων ευρωπαίων ζωγράφων, όπως του Γκρέκο, του Τισιανού, του Ρούμπενς και του Βαν Ντάικ, είχε συγκεντρώσει επίσης ο Ιωάννης Πασσάς στη συλλογή του. Είναι 167 έργα, στην πλειονότητά τους ελαιογραφίες σε καμβά, τα οποία συγκροτούν το δεύτερο, αυτόνομο τμήμα της συλλογής με καθαρά δυτικοευρωπαϊκό προσανατολισμό. Ενδεικτικό είναι άλλωστε ότι ανάμεσά τους δεν υπάρχει ούτε ένα ελληνικό. Παρ’ ότι αντίγραφα πάντως και παρ’ ότι δεν έχουν ακόμη μελετηθεί, θεωρούνται ενδιαφέροντα «λόγω της ιστορικής τους σημασίας καθώς συμβάλλουν στον προσδιορισμό των καλλιτεχνικών προτιμήσεων της εποχής τους, ενώ κάποια παραλλάσσουν έργα της Αναγέννησης μαρτυρώντας την εξέλιξη τύπων και θεμάτων» λέει ο κ. Κωνστάντιος. Τα περισσότερα έργα της συλλογής έχουν θέματα θρησκευτικά, πολλά είναι τοπία, ακολουθούν τα πορτρέτα, αυτά με μυθολογικές σκηνές, κάποια ιστορικά και άλλα με σκηνές μάχης. Ούτε ο τόπος αγοράς των έργων όμως ούτε οι τιμές τους ούτε και τα ονόματα των καλλιτεχνών σώζονται.


Η συλλογή ευρωπαϊκής κεραμικής είναι η πρώτη η οποία θα εκτεθεί στο Βυζαντινό Μουσείο τον Δεκέμβριο. Συγκεκριμένα τα 76 από τα 83 αντικείμενα που περιλαμβάνει, κυρίως πορσελάνινα βάζα και πορσελάνινα αγαλματίδια (φιγουρίνια). Ο τρόπος παρουσίασής τους σε θεματικές ενότητες, οι οποίες θα παρακολουθούν τη γέννηση και την εξέλιξη της πορσελάνης στον ευρωπαϊκό χώρο με τα μεγάλα εργαστήρια της Ολλανδίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας (του Μάισεν) και της Γαλλίας (των Σεβρών), θα παράσχει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να δει αυτό το κομμάτι της Συλλογής Πασσά αλλά ταυτόχρονα να πάρει πληροφορίες για την ιστορία του είδους στην Ευρώπη.


Το «ταξίδι» θα συμπληρωθεί με διακοσμημένα κεραμικά αντικείμενα τα οποία κυκλοφορούσαν στον ελλαδικό χώρο από τον 16ο ως τον 18ο αιώνα, περί τα 130 αγγεία, τα οποία είτε είχαν παραχθεί στην Ελλάδα είτε εισήχθησαν από τα γνωστά εργαστήρια της Ανατολής, του Ιζνίκ, της Κιουταχείας ή του Τσανάκ Καλέ αλλά και του Πέζαρο της Ιταλίας.