Πρόβες αστικής δημοκρατίας


Το Καράκας αναπτύχθηκε κατά 2.000% τα τελευταία εκατό χρόνια. Στη μητροπολιτική περιοχή του Τόκιο πάνω από το 80% των κατοίκων μετακινείται προς τους χώρους εργασίας με τα δημόσια μέσα μεταφοράς. Στην Κωνσταντινούπολη έχει οικοδομηθεί το 95% της έκτασής της. Ο μισός πληθυσμός της Αιγύπτου ζει σε απόσταση 100 χιλιομέτρων από το Κάιρο. Το οικονομικό προϊόν της πόλης του Λονδίνου ισοδυναμεί με εκείνο της Σαουδικής Αραβίας. Το 2050 η Βομβάη θα είναι η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου.


Ενας τέτοιος βομβαρδισμός στοιχείων γι’ αυτές τις μητροπόλεις – αλλά και για τη Νέα Υόρκη, το Λος Αντζελες, το Σάο Πάολο, τη Μπογκοτά, τη Σαγκάη, το Γιοχάνεσμπουργκ, την Πόλη του Μεξικού, το Μιλάνο – Τορίνο, το Βερολίνο, τη Βαρκελώνη – αναμένει τον επισκέπτη στην κεντρική έκθεση της 10ης Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Η εφετινή Μπιενάλε, που εγκαινιάστηκε στις 10 Σεπτεμβρίου έχει τίτλο «Πόλη: Αρχιτεκτονική και Κοινωνία» (τίτλο ελαφρώς παλιομοδίτικο), αλλά εξαιρετικό θέμα. Εδώ και χρόνια ήταν αισθητή η ανάγκη μιας Μπιενάλε αφιερωμένης στη σύγχρονη μητρόπολη, μετά τον φορμαλιστικό ναρκισσισμό των τελευταίων εκδόσεων. Η εφετινή Μπιενάλε είναι σαφώς διαφορετική από τις άλλες, μια Μπιενάλε που κανείς πρέπει να τη «διαβάσει» περισσότερο παρά να τη «δει». Και αυτό είναι ασφαλώς ένα δύσκολο στοίχημα της διοίκησης της Μπιενάλε που καταρχήν επέλεξε το θέμα και στη συνέχεια τον διευθυντή. Ο αρχιτέκτων Richard Burdett (γεν. 1956), μια εξαιρετικά συγκροτημένη προσωπικότητα, διδάσκει σε ένα περιβάλλον πολεοδόμων, γεωγράφων, κοινωνιολόγων και στατιστικών της London School of Economics, ενώ είναι σύμβουλος του Ken Livingstone, του «κόκκινου» δημάρχου του Λονδίνου.


Είναι προφανές ότι το ζήτημα σε αυτή την Μπιενάλε είναι η ταχύτατη οικιστική και οικονομική ανάπτυξη των διεθνών μητροπόλεων, κυρίως εκτός Ευρώπης και οι δυνατότητες διακυβέρνησής της. Σήμερα περισσότερο από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει στις πόλεις και το 2050 το ποσοστό αυτό θα φτάσει το 75%. Πώς θα κατοικήσουν και πώς θα μετακινηθούν αυτοί οι άνθρωποι στο μέλλον; Η πόλη, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, είναι ακόμα χρήσιμη; Πώς προσεγγίζουμε το ζήτημα της σχέσης μεταξύ της μορφής της πόλης και της μορφής της κοινωνίας; Μπορούμε να θέσουμε υπό έλεγχο την ιδιωτική πρωτοβουλία; Ποιες είναι οι υποχρεώσεις των αρχιτεκτόνων;


Τα ερωτήματα αυτά δεν οδηγούν ωστόσο σε μια «σεμιναριακή» Μπιενάλε αλλά σε ένα ελκυστικό θέαμα. Στο Αρσενάλι η ανάλυση των 16 μητροπόλεων οργανώνεται από τον Aldo Cibic, σε μια πολύ καλοσχεδιασμένη παρουσίαση. Χωρίς ιδεολογικούς ακκισμούς οποιασδήποτε απόχρωσης ή κοινωνιολογίζουσες προσεγγίσεις, αλλά με μεθοδικότητα και πραγματισμό τυπικά βρετανικό, ο Burdett σκηνοθετεί μια εξαιρετικά διδακτική περιήγηση, όχι όμως μόνον για να καταγράψει ή για να καταγγείλει, αλλά και για να διατυπώσει προτάσεις. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στο γεγονός ότι κέντρα που εμφανίζονται σήμερα επιτυχημένα όσον αφορά τη βιώσιμη ανάπτυξή τους – όπως το Λονδίνο, η Βαρκελώνη ή ακόμη και η Μπογκοτά για άλλους λόγους – το έχουν κατορθώσει χάρη σε εξαιρετικά δυναμικούς και αποφασιστικούς δημάρχους, χάρη δηλαδή στο εργαλείο της governance, με σαφείς στρατηγικές επιλογές και με συγκεκριμένες παρεμβάσεις.


Δύο είναι τα βασικά θέματα που προκύπτουν από τον γενικότερο προβληματισμό και που άλλωστε συνδέονται μεταξύ τους: το θέμα των δημόσιων μέσων μεταφοράς και εκείνο της «διάσπαρτης πόλης». Το δικαίωμα στη μετακίνηση, όπως και εκείνο στην κατοικία ή στην εργασία, αποτελεί βασική δημοκρατική απαίτηση, ένα είδος κοινωνικής δικαιοσύνης. Η απαίτηση αυτή ικανοποιείται μόνο από την επάρκεια των δημόσιων μέσων μεταφοράς, υποστηρίζει ο Burdett, ενώ ο Renzo Piano θεωρεί τις δημόσιες συγκοινωνίες δείκτη «αστικής δημοκρατίας» και ο Α.C. Baeza προτείνει «να κλείσουν οι βιομηχανίες αυτοκινήτων». Η δημιουργία χώρων στάθμευσης για ιδιωτικά αυτοκίνητα στα μεγάλα αστικά κέντρα, τουλάχιστον της Ευρώπης, απορρίπτεται πλέον μετά βδελυγμίας: στον Bridge Tower του Piano στο Λονδίνο, έναν πύργο ύψους 300 μ., ο δήμαρχος ενέκρινε μόνο 12 θέσεις στάθμευσης!


Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με τη «διάσπαρτη πόλη». Ο Richard Rogers, που δίνει εδώ και δεκαετίες μάχες για ανάλογα θέματα (και στον οποίο απονεμήθηκε ο Χρυσός Λέοντας στην εφετινή Μπιενάλε για τη συνολική του σταδιοδρομία) θεωρεί ότι η αντίληψη της συνεχούς επέκτασης των μητροπόλεων και γενικότερα της ανεξέλεγκτης κατάληψης του χώρου και της υπαίθρου είναι καταστροφική για το περιβάλλον, επιζήμια για την οικονομία και επιβλαβής για τη συνοχή του υπάρχοντος αστικού ιστού. Αντίθετα στη «συμπαγή πόλη» (κορυφαίο παράδειγμα η Βαρκελώνη) ευνοείται η συμβίωση των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, ενισχύεται και εμπλουτίζεται ο ρόλος του ιστορικού ή εμπορικού κέντρου και αποφεύγεται η δημιουργία περιφερειών – υπνωτηρίων. Αλλωστε η διάσπαρτη πόλη είναι μια ιδιωτική πόλη και όπως υποστηρίζει ο Oriol Bohigas, η παρέμβαση των ιδιωτών έχει πάντα «ολέθρια αποτελέσματα». Ολοι συγκλίνουν στο ότι ο ρόλος της Διοίκησης είναι βασικός, ότι απαιτείται δημόσιος σχεδιασμός παντού και ότι οι δημόσιες πολιτικές είναι το στοίχημα των επόμενων ετών.


Αμήχανα περίπτερα


Στους Κήπους της Μπιενάλε, τα εθνικά περίπτερα προσπαθούν να αναμετρηθούν με το κεντρικό θέμα αλλά τα αποτελέσματα εμφανίζονται άνισα. Η Ιρλανδία αντιμετωπίζει αυτήν ακριβώς την επιδημία της διάσπαρτης οικιστικής ανάπτυξης σε εθνικό επίπεδο. Η Ολλανδία παρουσιάζει συμβατικά έναν αιώνα πολεοδομίας στο Αμστερνταμ, η Δανία μια συνεργασία με την πανταχού παρούσα εφέτος Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες μια σχεδόν «καθεστωτική» συμμετοχή σχετική με τη «φροντίδα»(;) της κυβέρνησης Μπους για τους άστεγους της Νέας Ορλεάνης. Η προσέγγιση της Αυστρίας είναι τυπικά φορμαλιστική, ενώ στο ισπανικό περίπτερο, πάντα επάνω από τον μέσο όρο των εθνικών συμμετοχών, φιλοξενούνται αυτή τη φορά οι γυναίκες αρχιτέκτονες της χώρας: εντούτοις ο σχεδιασμός του χώρου, από τον άρρενα επίτροπο, θυμίζει περισσότερο μαγαζί καλλυντικών.


Τα περίπτερα της Γαλλίας και της Ελλάδας επέλεξαν να αποδεσμευτούν από το βασικό θέμα. Η Γαλλία κινήθηκε στην αβανταδόρικη δημιουργία ενός κοινοβίου που ήταν το ίδιο το περίπτερο (το σενάριο προέβλεπε την «κατάληψη» ενός κτιρίου σε έξαρση επαναστατικής ευφορίας), με την ιδεολογική υποστήριξη των γαλλικής κοπής συνθημάτων της ισότητας, αδελφότητας κτλ. Αντίθετα στο ελληνικό περίπτερο επιχειρήθηκε η ανακατασκευή αυτού που θεωρείται «η διάσπαρτη πόλη του Αιγαίου», η φυσική του δηλαδή και διανοητική τοπογραφία. Το Αιγαίο βέβαια δεν είναι μια διάσπαρτη πόλη, σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, αλλά μάλλον μια «πολυκεντρική», συμπαγής πόλη: το διατύπωσε καλύτερα ο αρχαιολόγος Κώστας Κωτσάκης, θυμίζοντας την παλαιότερη άποψη ότι «το Αιγαίο έχει δύο ακτές που συνδέονται μεταξύ τους με θάλασσα», έχει δηλαδή συγκεκριμένα όρια. Στο περίπτερο, τα ίχνη του οποίου αποκάλυπτε κανείς χάρη στα κουτιά των μεταναστών διασπαρμένα στον εξωτερικό χώρο, αναπαράχθηκε ο «αέρας, ήχος, φως» του αιγιακού τόπου, σε ένα εγχείρημα ποιητικής αναγωγής. Μια «δροσερή» συμμετοχή η ελληνική, μεταξύ αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής έκφρασης, που ίσως θα κέρδιζε ενισχύοντας στοιχεία που ήδη περιελάμβανε και απαλείφοντας άλλα, όπως για παράδειγμα τις δυσδιάκριτες πινακίδες των 268 νησιωτικών αρχιτεκτονικών έργων. Και όλα αυτά σε ελάχιστο χρόνο, σύμφωνα με την πάγια τακτική του υπουργείου Πολιτισμού να ορίζει τους επιτρόπους την τελευταία στιγμή (στην περίπτωση αυτή τον Η. Κωνσταντόπουλο και τον Λ. Παπαδόπουλο, που επιμελήθηκαν την έκθεση μαζί με την Κ. Κοτζιά και την Κ. Φιλοξενίδου). Οσο για τον ογκώδη κατάλογο, ήθελε να είναι όλα, και ταυτόχρονα να παίξει μάλλον με τα κείμενα παρά να αναδείξει τα κείμενα. Συνολικά πολλή δουλειά και καλές εντυπώσεις από την ελληνική παρουσία.


Ο Bernardo Secchi υποστηρίζει ότι η Μπιενάλε αυτή ορίζει το τέλος μιας εποχής, γιατί «η αρχιτεκτονική θα σωθεί από την πολεοδομία», όχι το αντίθετο. Μήπως είναι υπερβολικά αισιόδοξος; Θα περιμένουμε με ενδιαφέρον τα «αποτελέσματα χρήσης» αυτής της ωφέλιμης Μπιενάλε: άλλωστε ο πολιτισμικός ρόλος εκδηλώσεων όπως αυτή είναι να κινητοποιούν τον διεθνή προβληματισμό. Εχουμε ωστόσο την εντύπωση ότι στην επόμενη οι αστέρες της αρχιτεκτονικής θα ανακάμψουν ακμαιότεροι παρά ποτέ.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.