«Το φιλμ νουάρ έχει πεθάνει!» διατυμπάνιζε πριν από λίγο καιρό στο Φεστιβάλ Βενετίας ο Τζέιμς Ελρόι, ο συγγραφέας της «Μαύρης Ντάλιας» και βασιλιάς της σύγχρονης… νουάρ λογοτεχνίας. «Είναι ένα είδος που έζησε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως το τέλος της δεκαετίας του ’50. Τόσο το βιβλίο μου όσο και η ταινία του κ. Ντε Πάλμα που το ακολούθησε είναι ιστορικά μυθιστορήματα που απλώς τοποθετούνται στην εποχή όπου είχα την τύχη να γεννηθώ». Το αυθεντικό φιλμ νουάρ είχε ημερομηνία λήξης. Κι αν αναγνωρίζει κανείς ότι τις τελευταίες δεκαετίες το είδος επανέρχεται με νοσταλγία, η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ένα πρώην κινηματογραφικό είδος που μετουσιώθηκε σε κινηματογραφικό στυλ.


Στη «Μαύρη Ντάλια», το βιβλίο και την ταινία, η πραγματικότητα αναμειγνύεται με τη μυθοπλασία, εφόσον πυρήνας είναι η πραγματική και ανεξιχνίαστη δολοφονία της Μπέτι Σορτ, η οποία έμεινε στην Ιστορία ως το πρώτο θύμα που έγινε διάσημο χάρη στη συμβολή των μέσων ενημέρωσης.


Στο Λος Αντζελες τoυ 1947 η Σορτ – μια ηθοποιός που φιλοδοξούσε να κατακτήσει το Χόλιγουντ αλλά είχε καταλήξει πορνοστάρ – βρέθηκε δολοφονημένη με φρικιαστικό τρόπο σε έναν σκουπιδότοπο. Την ίδια χρονιά η μητέρα του Ελρόι στραγγαλίστηκε. Οι δύο φόνοι στοίχειωσαν από μικρό τον Ελρόι, ο οποίος μεγαλώνοντας άρχισε να μετουσιώνει τα φαντάσματά του σε αστυνομικά μυθιστορήματα εποχής, όπως το «Λος Αντζελες εμπιστευτικόν», το «Μεγάλο πουθενά» και βεβαίως η «Μαύρη Ντάλια» που διαδραματίζονται στην Αμερική της δεκαετίας του ’40.


Κάπως έτσι ο Ελρόι εξελίχθηκε στον πιο χαρακτηριστικό συνεχιστή της νουάρ λογοτεχνίας των ημερών μας, παίρνοντας τη σκυτάλη που κάποτε ανήκε στον Ντάσιελ Χάμετ («Το γεράκι της Μάλτας»), τον Τζέιμς Κέιν («Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές»), τον Ρέιμοντ Τσάντλερ («Ο μεγάλος αποχαιρετισμός») και στον Οράτιο Μακ Κόι («Kiss Tomorrow Goodbye»). Ολοι αυτοί οι συγγραφείς στόλισαν με τα αστυνομικά διηγήματά τους τα περιοδικά αστυνομικού μυστηρίου (pulp) του ’30 και του ’40 διαμορφώνοντας το κλίμα του νουάρ.


Η σφραγίδα των «θεών»


Οταν το φιλμ νουάρ γεννιόταν, κανείς δεν ήξερε ότι γεννιόταν. Αλλωστε πνευματικοί πατεράδες αυτού του αμιγώς αμερικανικού είδους είναι Γάλλοι. Το βάπτισμα έγινε πολύ αργότερα, στα τέλη του ’50, μετά τον «θάνατο» του είδους, όταν τα παιδιά του «Νέου Κύματος», ο Τρυφό, ο Γκοντάρ, ο Σαμπρόλ και τόσοι άλλοι, ανακάλυπταν και εκτιμούσαν το υποτιμημένο είδος της αμερικανικής αστυνομικής ταινίας. Μοιραία το όνομα ενός κλασικού «αμερικανόπουλου» (film noir – μαύρη ταινία) δεν μεταφράστηκε ποτέ στην πατρίδα του.


Χάρη στη μαστοριά σκηνοθετών όπως ο Τζον Χιούστον, ο Χάουαρντ Χοκς, ο Ρόμπερτ Σιόντμακ, ο Ζακ Τουρνέρ, ο Οτο Πρέμινγκερ και ο Μπίλι Γουάιλντερ, συγγραφέων όπως ο Γουίλαμ Φόκνερ και ο Τσάντλερ και ηθοποιών όπως ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ο Ρόμπερτ Μίτσαμ, ο Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ, η Μπάρμπαρα Στάνγουικ, η Λορίν Μπακόλ και η Αβα Γκάρντνερ, το φιλμ νουάρ εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο προσφιλή είδη των κινηματογραφόφιλων όλου του κόσμου. Και έπλασε αξέχαστους τύπους ηρώων: η αινιγματική γυναίκα και τα μυστήρια της ψυχής της («Η λεωφόρος της Δύσης», «Λάουρα»), η αυτοκαταστροφική δίψα της για χρήμα («Το γεράκι της Μάλτας», «Με διπλή ταυτότητα»), το λεβεντόπαιδο που παρασύρεται στα δίχτυα της και οδηγείται στην καταστροφή («Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές») ή κάποιος μίζερος ιδιωτικός ντετέκτιβ που δεν προσπαθεί να βρει τη λύτρωση αλλά απλώς να επιβάλει το δίκιο («Ο μεγάλος ύπνος», «Φίλησέ με μέχρι θανάτου»).


Χωροταξικά οι κλασικές νουάρ ταινίες σού δίνουν όσα χρειάζεσαι να ξέρεις, προτάσσουν τη σημασία των αρχετυπικών ηρώων τους και αιχμαλωτίζουν με πειστικότητα τη ροή του σεναρίου, όπου ακόμη και σε χαρούμενες σκηνές παραμονεύει πάντα ένας αδιόρατος φόβος.


Ο Μαρκ Στίβενς συμπυκνώνει το απόσταγμα του φιλμ νουάρ σε μια φράση του στο «Σταυροδρόμι της αμαρτίας»: «Νιώθω στριμωγμένος σε κάποια σκοτεινή γωνία. Με χτυπούν αλλά δεν μπορώ να καταλάβω ποιος».


Οι μιμητές και οι συνεχιστές


Μπορεί μεν η δήλωση του Ελρόι για τον θάνατο του νουάρ να ακούγεται σαν μελοδραματικό πυροτέχνημα, δεν παύει όμως να αντανακλά την πραγματικότητα. Η αναπόφευκτη παγίδα στην οποία πέφτουν οι περισσότερες ταινίες της «νουάρ-nostalgia» (που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90) είναι ότι επιδιώκουν να γίνουν νουάρ.


Στην πλειονότητα των σύγχρονων νουάρ μετράει κυρίως το περιτύλιγμα και το ρετρό στυλ ζωής. Η «Μαύρη Ντάλια» του Ντε Πάλμα ανήκει σε αυτές τις περιπτώσεις. Παρά το θαυμάσιο ντιζάιν του Ντάντε Φερέτι, η ταινία θυμίζει πανάκριβο γυάλινο κόσμο γιατί, συν τοις άλλοις, το ανθρώπινο δυναμικό της εποχής μας είναι φτιαγμένο από εύθραυστο υλικό συγκριτικά με το δυναμικό της εποχής του νουάρ που ήταν ατσαλένιο. Εχοντας μπροστά σου το στιλπνό, μωρουδίστικο μουτράκι του Τζος Χάρτνετ, πώς να μη θυμηθείς ότι στη θέση του αστυνομικού που υποδύεται (και μάλιστα μποξέρ) βρισκόταν κάποτε ο σάρκινος Ρόμπερτ Μίτσαμ; Εβλεπες τη Ρίτα Χέιγουορθ να καπνίζει τσιγάρο στην «Τζίλντα» και ένιωθες τον καπνό να σου καίει τα σωθικά. Βλέποντας τη Σκάρλετ Τζοχάνσον να κρατάει τσιγάρο στη «Μαύρη Ντάλια», γελάς απλώς και μόνο με την ιδέα ότι η Σκάρλετ… καπνίζει.


Το ανανεωτικό στίγμα


Στο μεγαλύτερο μέρος του ο σύγχρονος κινηματογράφος είναι καταδικασμένος να μιμείται το στυλ των γνήσιων νουάρ και μόνον αν ο σκηνοθέτης είναι πραγματικά εμπνευσμένος μπορεί να δώσει το δικό του ανανεωτικό στίγμα στο είδος. Ποιοι το έχουν καταφέρει; Μετρημένοι στα δάχτυλα μέσα στα τελευταία 40 χρόνια. Ο Τζον Μπούρμαν το 1967 με τον «Επαναστάτη του Αλκατράζ», ο Ρόμαν Πολάνσκι το 1974 με την «Chinatown», ο Λόρενς Κάσνταν το 1981 με την «Εξαψη», οι αδελφοί Κοέν το 1984 με το ντεμπούτο τους, το «Μόνο αίμα», αλλά και το 2001 με τον «Ανθρωπο που δεν ήταν εκεί», είναι μερικοί από τους ανανεωτές του παραδοσιακού νουάρ που έρχονται με την πρώτη στο μυαλό. Από τη λίστα δεν θα έλειπε ούτε η πανσεξουαλική ματιά του Πολ Βερχόφεν στο «Βασικό ένστικτο» ούτε το πείραμα συνδυασμού νουάρ με κόμικς που πέτυχε ο Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ στην «Αμαρτωλή πόλη».


Παρ’ όλα αυτά είναι ευχάριστο που το φιλμ νουάρ συνεχίζει να υπάρχει, άλλοτε ως κλώνος της παλιάς χρυσής εποχής του, άλλοτε όχι. Θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο ο Μάικλ Μαν χειρίζεται τους κώδικες του νουάρ αντανακλώντας στο «Miami Vice» την εγκληματικότητα της εποχής μας. Οπως η «Μαύρη Ντάλια», το «Hollywoodland» του Αλεν Κάουλτερ που επίσης θα δούμε εφέτος «επιστρέφει» και αυτό σε μια γνωστή τραγωδία, τη μυστηριώδη υπόθεση θανάτου του ηθοποιού Τζορτζ Ριβς (Μπεν Αφλεκ) στη δεκαετία του ’60.


Αλλά και πάλι πόσο έτοιμοι είμαστε να δεχθούμε τον Εντριαν Μπρόντι στον ρόλο του περιθωριακού ιδιωτικού ντετέκτιβ που προσπαθεί να εξιχνιάσει την υπόθεση, όταν η μορφή του Μπόγκαρτ από τον «Μεγάλο ύπνο» ή ακόμη και του Τζακ Νίκολσον της «Chinatown» μας γαργαλά επικίνδυνα τη μνήμη;


* Η ταινία «Η Μαύρη Ντάλια» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 5 Οκτωβρίου.