Πσρίσι, Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου: η διεύθυνση και το προσωπικό του Μουσείου Πικάσο, ο φωτογράφος Ξαβιέ Λουκέζι, η ιδιοκτήτρια γκαλερί και εκδότρια Μπάσια Εμπειρίκου, τοποθετούν δίπλα στα γύψινα γλυπτά του Πικάσο σειρά φωτογραφιών που γεννήθηκαν από ένα συνδυασμό τεχνικών συντήρησης έργων τέχνης και ιατρικής τεχνολογίας. Η διαρκής κίνηση και ο ενθουσιασμός που επικρατεί θυμίζουν την ατμόσφαιρα της ημέρας εκείνης, όπου ένα φορτηγό της Siemens, το οποίο μετέφερε έναν υπερσύγχρονο ιατρικό σαρωτή, στάθμευσε στην είσοδο του μουσείου και δέχτηκε στο εσωτερικό του ένα ένα τα γύψινα γλυπτά του μεγάλου καλλιτέχνη. Οι καρποί της τολμηρής αυτής περιπέτειας θα εκτίθενται στο Μουσείο Πικάσο από τις 20 Σεπτεμβρίου ως τις 8 Ιανουαρίου.


Η ιδέα της πρωτότυπης αυτής έκθεσης οφείλεται στο πάθος της Μπάσιας Εμπειρίκου για τον Πικάσο, το έργο του οποίου ανακαλύπτει στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Μόσχα το 1971. «Ανακάλυπτα τότε» μας λέει η ίδια «πίνακες της ροζ ή της μπλε περιόδου του που δεν είχα δει ποτέ. Βυθιζόμουν στην ανάγνωση βιβλίων πάνω στο έργο του. Και, πράγμα περίεργο, μερικά χρόνια αργότερα βρέθηκα στο Παρίσι και συνεργάστηκα με τους κληρονόμους του. Στο Παρίσι επίσης συνάντησα και τον φωτογράφο Ξαβιέ Λουκέζι, ο οποίος ήταν στην Μόσχα επί Γκορμπατσόφ κι έκανε έρευνες με σύγχρονα φωτογραφικά μέσα (ακτίνες Χ). Τον ενδιέφεραν οι τεχνικές που του επέτρεπαν να διεισδύσει στο εσωτερικό των πραγμάτων. Είχε κάνει εκπληκτικές φωτογραφίες με κοστούμια ρώσων στρατηγών, με μπαλαλάικες, ακόμη και με περίστροφα μυστικών πρακτόρων. Τα έργα αυτά ήταν καταπέλτης για την εποχή εκείνη, όπου για πρώτη φορά ερχόταν στο φως η ρωσική κουλτούρα που ως τότε ήταν στη σκιά, κρυμμένη, μυστική. Τη θεώρησα συναρπαστική και σκέφτηκα πως θα μπορούσε να γίνει το ίδιο με τα γλυπτά του Πικάσο. Μέσα από τη ματιά ενός νέου καλλιτέχνη που έχει αφομοιώσει τις νέες τεχνικές, τα έργα του μεγάλου δημιουργού θα αποκτούσαν καινούργιες διαστάσεις».


Η ιδέα έχει πια γεννηθεί. Οι δυσκολίες όμως είναι σημαντικές σε αυτή τη δαπανηρή και πολύπλοκη σύμπραξη του ιδιωτικού τομέα, των θεσμών και των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου του Πικάσο. «Δεν μπορώ να μην αναφέρω» λέει η Μπάσια Εμπειρίκου «τη βοήθεια του Ζαν-Πιερ Μοέν, πρώην διευθυντή του εργαστηρίου του Λούβρου και νυν διευθυντή του Μουσείου Quai Branly, και της Ανν Μπαλντασαρί, διευθύντριας του Μουσείου Πικάσο, όπως επίσης και την ενθάρρυνση της Πέγκυς Ζουμπουλάκη που με την πνευματική της ευρύτητα και τόλμη στήριξε την ιδέα αυτή». Η υλοποίηση της ιδέας αρχίζει το 2003 με τη χρήση ιατρικών περιστροφικών σαρωτών της Siemens. Ο Ζαν-Πιερ Μοέν αναθέτει στον τεχνικό Τιερί Μπορέλ να κάνει τις ραδιογραφίες των γλυπτών του Πικάσο που θα αποτελέσουν τη βάση του έργου του Lucchesi. «Εν τω μεταξύ» λέει η Μπάσια Εμπειρίκου «υπήρχαν και συγκεκριμένα πρακτικά προβλήματα. Χρειαζόταν ειδικά μέτρα προστασίας των γλυπτών και μπορούσαν να τα μεταφέρουν μόνο ειδικοί. Ηρθαν, θυμάμαι, στο μουσείο ντυμένοι στα λευκά και τα άγγιζαν με την ίδια προσοχή που θα άγγιζαν το Γκράαλ. Επειτα υπήρχαν οι τεχνικές δυσκολίες της ραδιογράφησης, ιδίως όταν επρόκειτο για μεγάλα γλυπτά. Η δουλειά έπρεπε να γίνει τμηματικά. Τις πρώτες δοκιμές τις κάναμε με μικρά κομμάτια φιλμ που εμφανίζαμε στις τουαλέτες του Μουσείου μέσα στο σκοτάδι».


Το αποτέλεσμα ήταν αποκαλυπτικό. Εφερε στο φως το εσωτερικό των γύψινων γλυπτών και ταυτόχρονα τον τρόπο με τον οποίο τα δούλευε ο Πικάσο. Ο Ζαν-Πιερ Μοέν στον κατάλογο της έκθεσης παραθέτει μια ανέκδοτη ιστορία που βρέθηκε στα τετράδια του μεγάλου καλλιτέχνη: Είναι δύο στρατιώτες, λέει. Ο ένας ρωτάει: «Πώς κάνουμε ένα κανόνι;». Ο δεύτερος απαντά: «Είναι πολύ απλό. Παίρνεις ένα κενό και βάζεις έναν σωλήνα γύρω του». Αντίθετα από τον Ροντέν ή από άλλους γλύπτες που παίρνουν μια μάζα υλικού και την πλάθουν, ο Πικάσο δημιουργεί γύρω από το κενό. Και στο κενό αυτό βάζει πράγματα που τον αγγίζουν. Βάζει μέσα τη συναισθηματική του ζωή, αλλά και τα πολιτικά του μηνύματα. «Είναι συγκλονιστικό να βλέπει κανείς» λέει η Μπάσια Εμπειρίκου «ότι τα γλυπτά που έκανε την εποχή του πολέμου ή σε άλλες βίαιες περιόδους της ζωής του περιέχουν τη βία αυτή στο εσωτερικό τους. Επιπλέον δούλευε τα γλυπτά του με πολύ χιούμορ και παιδικό ενθουσιασμό. Επαιρνε το αυτοκινητάκι του γιου του και το χρησιμοποιούσε για να φτιάξει το κεφάλι ενός θηλυκού χιμπατζή. Εβαζε στα γλυπτά του μικρά σημειώματα ή έκρυβε πράγματα. Αν κάποιος για παράδειγμα είχε μια χτένα, την έπαιρνε και την έκλεινε μέσα στα έργα του».


Στο εσωτερικό, για παράδειγμα, της Κατσίκας του Πικάσο βρέθηκαν δύο καλαθάκια και μια αλυσίδα ποδηλάτου, αλλά το ενδιαφέρον είναι πώς ο Λουκέζι χρησιμοποιεί τα στοιχεία αυτά για να δημιουργήσει το λεγόμενο «δεύτερο έργο». Ανάμεσα στα έργα της έκθεσης βλέπουμε επίσης τη φωτογραφία μιας κουκουβάγιας της οποίας η εντυπωσιακή κίνηση προέρχεται από το τεράστιο λυγισμένο καρφί που υπάρχει στο εσωτερικό της. Η εσωτερική δομή του γλυπτού τού δίνει ορμή και δύναμη. Το δικαιώνει. Μέσα σε ένα ογκώδες γυναικείο μπούστο αποκαλύπτεται μία λεπτή μεταλλική δομή από σύρμα σιδήρου που αναπαριστά μία χορεύτρια με ανάλαφρα μέλη. «Ανεξάρτητα από το αν χρησίμευε σαν στήριγμα για το γύψινο γλυπτό» μας λέει η Μπάσια Εμπειρίκου, «η ανακάλυψη αυτή ήταν κάτι πολύ συγκινητικό. Μία γυναίκα έκρυβε μέσα της μια άλλη γυναίκα με αναλογίες διαφορετικές από το γύψινο εξωτερικό της, σαν να προερχόταν από μια άλλη ιστορία. Τελικά με την επέμβαση του φωτογράφου και την υπέρθεση των σχημάτων γεννήθηκαν εικόνες έντονα σεξουαλικές που θυμίζουν τα θέματα της Georgia Ο’ Keeffe. Οι αόριστες μορφές και τα σχήματα μπλέκονται μεταξύ τους και δημιουργούν τελικά την εικόνα ενός αιδοίου».


Η αποκάλυψη του εσωτερικού των γλυπτών αποτελεί μόνο ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Το δεύτερο επίπεδο είναι η διεύρυνση της αλήθειας του πρωτότυπου έργου μέσα από το βλέμμα του φωτογράφου Ξαβιέ Λουκέζι, είναι η δευτερογενής δημιουργία που αποδεικνύει πόσο το έργο του Πικάσο αποτελεί πηγή έμπνευσης και πρόκληση για τους σύγχρονους καλλιτέχνες.


Ο κ. Γιώργος Αρχιμανδρίτης είναι διδάκτωρ Συγκριτικής Γραμματολογίας της Σορβόννης και παραγωγός της France Culture και του Τρίτου Προγράμματος σε θέματα Τέχνης και Πολιτισμού.