«Κάναμε τη μουσική μπαρόκ πιο πειστική»




­ Πότε γεννήθηκε το πάθος σας για τη μουσική μπαρόκ;


«Αρχισε πολύ νωρίς, όταν ήμουν ακόμη παιδί στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης απ’ όπου κατάγομαι. Χάρη στην οικογένειά μου πρωτάκουσα Bach και Haendel όταν ήμουν 7 ή 8 ετών. Αν και ήμουν πολύ μικρός, ένιωσα ότι αυτή η μουσική μού μιλούσε με τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι η μουσική του 19ου ή του 20ού αιώνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι στη ζωή μου έχω ασχοληθεί μόνο με τη μουσική του 17ου ή του 18ου αιώνα. Μελέτησα, όπως όλοι οι μαθητές, τον Brahms, τον Beethoven, τον Bartok και πολλούς άλλους συνθέτες. H επαγγελματική μου πορεία όμως επιβεβαιώνει μάλλον την αγάπη μου για τη μουσική μπαρόκ που αγαπούσα από μικρό παιδί».


– Και ιδιαίτερα τη γαλλική μπαρόκ μουσική…


«Ετρεφα πάντα μεγάλο θαυμασμό για τη χώρα αυτή, για τη γλώσσα και τον πολιτισμό της. Αγαπώ βέβαια πολύ και την Ιταλία, αλλά είναι αλήθεια ότι τρέφω ιδιαίτερα αισθήματα για τη γαλλική μουσική, για συνθέτες όπως ο Lully, ο Charpentier, ο Campra ή ο Rameau. Το γαλλικό ρεπερτόριο είναι αρκετά σύνθετο και μερικές φορές έργα όπως αυτά του Lully, για παράδειγμα, είναι δύσκολο να τα ανεβάσεις γιατί πρέπει να έχεις στη διάθεσή σου όλα τα απαραίτητα συστατικά για να πετύχει το εγχείρημα. Πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλοι σολίστες, η ορχήστρα, οι χορωδίες, οι χορευτές. Οταν όλα αυτά υπάρχουν, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι θαυμάσιο, όπως σε μια από τις μεγάλες πρόσφατες επιτυχίες μας, τους «Paladins» του Rameau, που κάναμε με τον Josi Montalvo και την Dominique Hervieu».


– Ποιες είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίσατε όταν αρχίσατε να ασχολείστε με αυτό το είδος μουσικής;


«Κατ’ αρχήν έπρεπε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα που θέτει η παρτιτούρα. Επρεπε να βεβαιωθούμε ότι είναι σωστή. Σε αυτό συναντήσαμε πολλές δυσκολίες, είτε επρόκειτο για γαλλική είτε για ιταλική μουσική. Επρεπε να κάνουμε τις δικές μας μεταγραφές με βάση τα χειρόγραφα και τις πρώτες εκδόσεις. Στη συνέχεια είχαμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της ερμηνείας. Και στον τομέα αυτόν έπρεπε να αναδημιουργήσουμε ένα ολόκληρο ερμηνευτικό σύστημα, αλλά και τα αντίστοιχα εργαλεία, δηλαδή τα μουσικά όργανα που θα μας επέτρεπαν να υπερασπιστούμε καλύτερα αυτή τη μουσική. Σήμερα μπορώ να πω ότι έχουμε καταφέρει να κάνουμε πιο αξιόπιστο το υλικό, δηλαδή την παρτιτούρα, και να δημιουργήσουμε εξαιρετικούς ερμηνευτές, τραγουδιστές και μουσικούς. Πετύχαμε να κάνουμε αυτό το είδος μουσικής πιο πειστικό. Στην αρχή δεν ήταν καθόλου εύκολο. Αν είχαμε μια παρτιτούρα όπως αυτή των «Paladins» για παράδειγμα, δεν θα ξέραμε πώς έπρεπε να παιχτεί. Δεν θα ξέραμε καν ποιες κινήσεις θα έπρεπε να κάνουμε. Τώρα πια όμως έχουμε αποκτήσει μεγάλη άνεση με το συγκεκριμένο ρεπερτόριο και αυτό γίνεται αισθητό. Οπως μπορούμε επίσης να μεταδώσουμε πιο εύκολα τις γνώσεις που έχουμε αποκτήσει μέσα από αυτή την πολύχρονη προσπάθεια. Οι νέοι ερμηνευτές που ακούτε εδώ σήμερα επωφελούνται από τη δουλειά που έχουν κάνει οι προκάτοχοί τους».


– Αναθεωρείτε κάποτε την προσέγγιση του ρεπερτορίου σας;


«Βεβαίως. Είναι ζήτημα καλλιτεχνικής ανησυχίας και ωριμότητας. Οταν ξαναπιάνουμε ένα έργο πέντε ή δέκα χρόνια μετά, αναπόφευκτα κάποια πράγματα αλλάζουν. Συνήθως δουλεύω με τους ίδιους μουσικούς στην ορχήστρα, αλλά όχι πάντα. Και όταν έρχεται κοντά μας ένας καινούργιος μουσικός, ένας καινούργιος τραγουδιστής ή τραγουδίστρια μπορεί να επιφέρει τεράστιες διαφορές στην προσέγγιση του έργου».


– Μπορούμε να μιλήσουμε για ακρίβεια στην ερμηνεία σε σχέση με την ερμηνεία της εποχής;



«Οχι. Υπάρχουν πραγματείες που αναλύουν πώς παιζόταν ένα όργανο ή πώς τραγουδούσαν το 1700, αλλά συχνά οι απόψεις διίστανται από μελετητή σε μελετητή. Υπάρχουν βέβαια και σημεία στα οποία υπάρχει ταύτιση απόψεων. Υπάρχει δηλαδή μια βάση. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι ερμηνεύουμε τους Paladins, για παράδειγμα, όπως παιζόταν ή όπως τραγουδιόταν το 1760. Είμαστε κατά μία έννοια αρκετά κοντά στο πνεύμα της εποχής, αφού δουλεύουμε με πιστά αντίγραφα των οργάνων εκείνης της εποχής και έχουμε στη διάθεσή μας όλο και πιο πολλές πληροφορίες όσον αφορά την εκτέλεση της μουσικής αυτής. Είμαστε σίγουρα πιο κοντά στην πραγματικότητα της εποχής απ’ ό,τι οι παππούδες μας. Στα τέλη του 19ου αιώνα ή στις αρχές του 20ού δεν έθεταν καν τέτοια ζητήματα. Επαιζαν την μπαρόκ μουσική όπως έπαιζαν τη μουσική της εποχής τους».


– Σε μια ταινία που γυρίστηκε σε μια σειρά μαθημάτων στο Ωδείο του Παρισιού βλέπουμε ότι επιλέγετε τους ερμηνευτές σας, σύμφωνα βέβαια με τη φωνή, αλλά και σύμφωνα με την εκφορά του λόγου, της γλώσσας…


«H φωνή είναι η πρώτη ύλη. Το πιο σημαντικό κριτήριο είναι μια ωραία φωνή που κατέχει επίσης την απαραίτητη τεχνική για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της παρτιτούρας. Από τη στιγμή όμως που υπάρχει και θεατρικό κείμενο – γιατί μην ξεχνάμε ότι η όπερα είναι και θέατρο – παίζει ρόλο και ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνείται ο θεατρικός λόγος τον οποίο φέρει και στηρίζει η φωνή. Και μπορώ να σας πω ότι, όταν αρχίζουμε να δουλεύουμε πάνω σ’ ένα καινούργιο έργο, δουλεύουμε πρώτα τη γλώσσα, τον λόγο και έπειτα τη μουσική. Είναι πολύ σημαντικό…».


– H υποδοχή του κοινού έχει εξελιχθεί σε σχέση με το μπαρόκ ρεπερτόριο;


«Το κοινό μπορώ να πω ότι το εκπαιδεύσαμε λίγο-πολύ παντού. Υπάρχουν βέβαια χώρες όπου δεν έχει ακουστεί ακόμη αρκετά αυτό το είδος μουσικής. Στην Κωνσταντινούπολη, για παράδειγμα, το κοινό μας δεν είναι μεγάλο. Είναι όμως πολύ ενθουσιώδες. Περιέργως το κοινό αυτού που αποκαλούμε «αρχαία μουσική» ήταν ως πρόσφατα ολιγάριθμο ακόμη και στην Ιταλία. H μουσική αυτή όμως έχει πια πολύ έντονη παρουσία σε μεγάλες πόλεις όπως το Λονδίνο και το Παρίσι, σε πολλές όπερες, καθώς και σε πολλά φεστιβάλ, γιατί ακριβώς υπάρχει ένα κοινό που ζητεί αυτή τη μουσική».


– Αυτό σημαίνει ότι ο ελεύθερος χρόνος σας είναι μάλλον περιορισμένος…


«Ανάμεσα στην «οικογένειά» μου, τους Arts Florissants, που απασχολεί το 90% του χρόνου μου, στην ορχήστρα La Scintilla της Οπερας της Ζυρίχης, στο φεστιβάλ Glyndebourne στην Αγγλία ή στη Φιλαρμονική του Βερολίνου μού μένει ελάχιστος ελεύθερος χρόνος. Εχω τόσα πράγματα να κάνω…».


«Οι Παλαδίνοι» στην Αθήνα


Το έργο «Οι Παλαδίνοι» του Ζαν Φιλίπ Ραμό, μια παράσταση που τον τελευταίο καιρό παίζεται στη Γαλλία και στην Αγγλία έχοντας αποσπάσει εγκωμιαστικές κριτικές, βασίζεται σε λιμπρέτο του Duplant de Monticourt και θα παρουσιαστεί στην αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών, στις 12 και 13 Ιουλίου (στις 21.00). Συμπράττουν η χορωδία και η ορχήστρα Les Arts Florissants, τη μουσική διεύθυνση έχει ο Γουίλιαμ Κρίστι (φωτογραφία δεξιά), τη σκηνοθεσία και τη χορογραφία συνυπογράφουν ο Ζοζέ Μονταλβό και ο Ντομινίκ Ερβιέ, ενώ ο τελευταίος συνυπογράφει και τα κοστούμια. H σκηνογραφία και η σύλληψη βίντεο είναι επίσης του Ζοζέ Μονταλβό. Στους ρόλους εμφανίζονται καταξιωμένοι λυρικοί ερμηνευτές. H παράσταση θα δοθεί στα γαλλικά με ελληνικούς υπερτίτλους.


Ο κ. Γιώργος Αρχιμανδρίτης είναι διδάκτωρ Συγκριτικής Γραμματολογίας της Σορβόννης και παραγωγός της France Culture και του Τρίτου Προγράμματος σε θέματα Τέχνης και Πολιτισμού.