«Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι έχω γράψει πολλά τραγούδια για τη γειτονιά μου. Μπορεί να έχω γράψει 1.200 τραγούδια αλλά στην ουσία έχω γράψει ένα μόνο τραγούδι. Αυτό για τη γειτονιά μου. Για την πλατεία Κυριακού όπου έμενα, για τους φίλους μου, για τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, για τους έρωτες και τις αγωνίες των ανθρώπων της. Στην πορεία μπορεί να «ξέφυγαν» και κάποια, αλλά τα περισσότερα είναι για τη γειτονιά μου. Για την οδό Φυλής, Αριστοτέλους, Αχαρνών, για το κουτούκι Φωκαίας και Αχαρνών, για το άγαλμα της πλατείας Κυριακού...». Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής» με αφορμή το διήμερο αφιέρωμα που πραγματοποιείται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την 1η και στις 2 Ιουνίου προς τιμήν του, επιλέγει και θυμάται τις ιστορίες που συνοδεύουν κάποια από τα εκατοντάδες τραγούδια που έχει γράψει και έχουν σημαδέψει την ελληνική μουσική. Και σε αυτή την εξιστόρηση δεν ξεχνά κατ’ αρχήν τη γειτονιά του, τους ανθρώπους που πρωτοσυνάντησε, τους δρόμους που περπάτησε. Οπως εκείνο το Σάββατο κι απόβραδο στην Αριστοτέλους όπου «παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ / Και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους, τ’ Αϊ-Γιάννη θα ‘τανε θαρρώ».


«Καισαριανή»


«1965, Καισαριανή. Τόπος εμβληματικός γιατί είναι μια γειτονιά της Αντίστασης, μια γειτονιά που οι Γερμανοί εκτελούσαν τους έλληνες πατριώτες στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Ετσι, όταν λες Καισαριανή, το μυαλό σου πάει σε εκτελέσεις. Οπως και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, όταν λες για το Χαϊδάρι. Για το Χαϊδάρι υπάρχει η ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, ο οποίος ήταν διερμηνέας και κληρώθηκε να σκοτωθεί. Οι Γερμανοί όμως επειδή τον είχαν ανάγκη τού είπαν «δεν θα σε σκοτώσουμε εσένα, θα βάλουμε κάποιον άλλον στη θέση σου». Εκείνος αρνήθηκε. «Ή δεν θα βάλετε κανέναν ή θα βάλετε εμέναν που κληρώθηκα» απάντησε. Και τον εκτέλεσαν. H Καισαριανή ήταν γεμάτη από τέτοιου είδους γεγονότα. Ενα από αυτά ήταν την Πρωτομαγιά του 1944: σκότωσαν 200 παλικάρια. Ανάμεσά τους ήταν ο αδερφός του Μανόλη Γλέζου, ο Νίκος Γλέζος. Εγώ την «Καισαριανή» όμως δεν την έγραψα για ένα-δύο συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά για αυτό το μακέλεμα, για το ότι οι Γερμανοί πήγαιναν τα παιδιά και τα εκτελούσαν επειδή ήταν παιδιά της Αντίστασης. Και έγραψα αυτό το τραγούδι, το οποίο ακόμη και σήμερα τραγουδιέται. Το περίεργο είναι ότι εκείνο τον καιρό είχα κρίση σκωληκοειδίτιδας και είχα πάει να χειρουργηθώ. Εκείνες ακριβώς τις ημέρες – επειδή κάθε εγχείρηση είναι ένα περίεργο πράγμα που σε φοβίζει, εφόσον σε κοιμίζουν και σε «ανοίγουν» – είχα την εντύπωση ότι θα πεθάνω. Με αυτή τη μυρωδιά του θανάτου πήγε η σκέψη μου στην Καισαριανή και έγραψα αυτό το τραγούδι».


«Εξι άντρες»


«Την περίοδο της δικτατορίας 1969-1970 είχα γράψει το «Εξι άντρες», όπου ανάμεσα στους στίχους του λέει τα εξής: «πέντε άντρες τη νυχτιά / το κορμί τους έκαιγε / βγάζει ο βούρδουλας φωτιά / μα κανείς δεν έκλαιγε / έξι τούς βαράγανε μα δεν μαρτυράγανε». Αυτό λοιπόν το είχα βάλει στο θεατρικό του «Δρόμου» που είχαμε κάνει με τον Μίμη Πλέσσα, το ερμήνευε ο Γιάννης Πουλόπουλος και όταν το άκουγε ο κόσμος γινόταν χαλασμός. Θέλω να σημειώσω επίσης ότι σε αυτό το έργο ερχόντουσαν δύο πολιτικοί που έδιναν κουράγιο στον κόσμο: ο Απόστολος Κακλαμάνης και ο Αναστάσιος Πεπονής. Αυτοί έζησαν αυτές τις στιγμές. Απορώ πάντως σήμερα πώς η χούντα επέτρεψε το τραγούδι και δεν μας άρχισε στις μπουνιές. Κάποια στιγμή όμως παρενέβη. Επειδή αυτό το τραγούδι είναι εντυπωσιακά ενάντια στη δικτατορία, η Μαίρη Χρονοπούλου έκανε κάτι παραστάσεις εκείνο τον καιρό και το πρώτο τραγούδι που έλεγε ήταν αυτό. Και τότε ο Ασλανίδης, που ήταν γενικός γραμματέας Αθλητισμού, την απείλησε με χωροφύλακες, ή λοχίες δεν ξέρω με τι, ότι αν το ξαναπεί θα την κουρέψει. Και το κορίτσι σταμάτησε».


«Βρέχει φωτιά στη στράτα μου»


«»Βρέχει φωτιά στη στράτα μου». Κλασικό ζεϊμπέκικο του Μίμη Πλέσσα που και σήμερα τραγουδιέται με μεγάλη επιτυχία. Γράφτηκε κατά παραγγελία, για την ταινία «Ορατότης μηδέν». Με πήρε λοιπόν τηλέφωνο ο Νίκος Φώσκολος, σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας, και μου ζήτησε να γράψω ένα τραγούδι πάνω στη φράση «κύμα πικρό στην πλώρη μου» που είχε σε ένα διάλογό του. Και με βάση τη φράση αυτή που την έχω στη δεύτερη στροφή, έφτιαξα μια ολόκληρη ιστορία».


«Ο Δρόμος»


«Εκείνη την εποχή (1969) έκανα με τον Πλέσσα τον «Δρόμο», άλμπουμ που έχει το ρεκόρ πωλήσεων δίσκων στην Ελλάδα. Πώς γράφτηκε όμως… Το γραφείο πάντοτε ήταν και είναι φύρδην μίγδην. Πάνω λοιπόν στο γραφείο όπου υπήρχε σωρός σημειώσεων υπήρχε και ένα τηλέφωνο. Ερχεται ο Πλέσσας ένα βράδυ και θέλησε να τηλεφωνήσει. Πήγε, και προσπαθώντας να πάρει τον αριθμό βρίσκει τους στίχους, του έκαναν εντύπωση και ζητάει να τους μελοποιήσει. Και το έκανε σε πολύ λίγες ημέρες, γράφοντας τη μουσική για αυτά τα πολύ ωραία τραγούδια, και μπράβο του».


«Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν»


«Αλλη μια ιστορία για ένα τραγούδι που έκανα με τον Μίκη Θεοδωράκη και συνδέεται με το χύμα που είναι η ζωή μου και τα χειρόγραφά μου. Ερχεται μια ημέρα ο Γιώργος Λιάνης στο σπίτι μου, στην οδό Μιχαλακοπούλου όπου έμενα τότε, και καθώς ξυριζόμουν ψάχνει στα χαρτιά μου και βρίσκει το «Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν» (1980), που ερμήνευσε στη συνέχεια ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Μου ζητάει να το πάει στον Μίκη και του απαντάω το εξής: «Και δεν το πας;». Ως τότε πρέπει να σημειώσω ότι δεν είχαμε συνεργαστεί με τον Θεοδωράκη. Και θα εξηγήσω γιατί: Γύρω στο 1965 που είχα γράψει ένα σωρό τραγούδια, συναντηθήκαμε μαζί σε ένα κοινό σπίτι και εκεί σε μια κουβέντα συμφωνήσαμε να του στείλω τραγούδια. Αλλά μου το είπε με έναν τέτοιο τρόπο απαξιωτικό που εγώ θύμωσα, και ας σημειωθεί ότι ήταν ίνδαλμά μου. Μου είπε να τα στείλω σπίτι του στη Νέα Σμύρνη, στην οδό τάδε «παρά μία τεσσαράκοντα», αριθμό. Εκανε χιούμορ. Εγώ αυτό το χιούμορ το εξέλαβα σαν απαξίωση και δεν του έστειλα τίποτα. Μετά από χρόνια, την αποστολή των τραγουδιών ανέλαβε να την κάνει ο Γ. Λιάνης».


«Φτωτοχολογιά»


«H «Φτωχολογιά» είναι τυπικά το δεύτερο τραγούδι που έγραψα με τον Σταύρο Ξαρχάκο, την περίοδο 1962 -1963. Δούλευα στα «Νέα» και σαν νεαρός συντάκτης που ήμουν, έκανα την εξής χαμαλοδουλειά: έπαιρναν τηλέφωνο οι ανταποκριτές ανά την Ελλάδα και είτε μου υπαγόρευαν το κομμάτι τους είτε μου έλεγαν την ουσία της είδησης για να τη γράψει ο συντάκτης. Ετσι, σε μια τέτοια νύχτα αναμονής άρχισα να γράφω τη «Φτωχολογιά». Ηταν μια μελωδία που μου είχε δώσει ο Σταύρος Ξαρχάκος, την οποία για να τη θυμάμαι είχα πάρει «μέτρα». Τότε άλλωστε δεν υπήρχαν κασετοφωνάκια ηχογράφησης αλλά μπομπίνες, τις οποίες δεν μπορούσες να τις κουβαλήσεις στο γραφείο σου. Επρεπε λοιπόν να απομνημονεύσεις σε ένα ποσοστό τη μελωδία κρατώντας μέτρα με τις συλλαβές και τους τονισμούς του τραγουδιού. Και εκεί ανάμεσα στις ανταποκρίσεις, τις ειδήσεις, τα τηλεφωνήματα, γράφω τη «Φτωχολογιά» και γίνεται ίσως ένα θεμελιακό τραγούδι. Ετσι, μπαίνω στο τραγούδι με έναν τρόπο πολύ δυνατό».


«H Γοργόνα»


«Ο Μάνος Λοΐζος συνήθως έγραφε πολύ αργά τα τραγούδια του επειδή έψαχνε να βρει το κλειδί του κάθε κομματιού. Το έγραφε, το άκουγε και το ξανάκουγε, ρωτούσε τους μουσικούς του, έβαζε όργανα, έβγαζε όργανα κ.ο.κ. Ανάμεσα στα άλλα του είχα δώσει και τη «Γοργόνα», που την παίδευε πολύ καιρό. Του λέω λοιπόν μια μέρα: «Ρε Μάνο, αυτό το τραγούδι πρέπει να το σκεφτείς σαν το παραδοσιακό μαρεγιέ, μαρεγιέ, μαρεγιέ μου κανακάρη…». Και ξαφνικά ήρθε μέσα στην ψυχή του, στο μυαλό του μια φλασιά και πάει στο πιάνο και εμπνεόμενος από το μαρεγιέ έγραψε τη Γοργόνα. Τελικά του έδωσα εγώ το κλειδί».


«Παραμυθάκι μου»


«Ενα τραγούδι που γράψαμε κάτω από πολύ περίεργες συνθήκες με τον Μάνο Λοΐζο ήταν το «Παραμυθάκι μου» (ερμηνεία Γιάννης Καλατζής). Μέναμε και οι δύο στον Χολαργό. Ερχόταν συνήθως τα πρωινά, παίζαμε τάβλι και συζητάγαμε για το τραγούδι. Εκείνο το πρωί έρχεται με μεγάλη ανησυχία και μου λέει ότι δεν έχει φράγκο, δεν έχει να πληρώσει το νοίκι και τον κυνηγά ο σπιτονοικοκύρης του. Και πρέπει απαραιτήτως να γράψουμε ένα τραγούδι και να το δώσουμε σε έναν κινηματογραφικό παραγωγό, τον Κουρουνιώτη, και θα του δώσει τρία χιλιάρικα. Επρεπε όμως να το κάνουμε αμέσως. Ηταν και η γυναίκα του μαζί. Αρχίσαμε λοιπόν. Κάθησε στο πιάνο και του λέω να κάνουμε ένα ζεϊμπεκάκι. Συμφωνεί και λέω εγώ «σου ‘παν πως ήμουν μπελαλής», άρχισε να παίζει στο πιάνο και σε μισή ώρα ήταν έτοιμο. Το τραγούδι αυτό, που γράφτηκε κάτω από αυτές τις συνθήκες, μπήκε και στον «Εξορκιστή». Μια από τις ηθοποιούς του φιλμ σε μια σκηνή βάζει το ραδιόφωνο να πιάσει Ελλάδα και ακούγεται το «Παραμυθάκι μου»».


Το αφιέρωμα στο Μέγαρο


«Θα πιω απόψε το φεγγάρι» είναι ο τίτλος του αφιερώματος στον Λευτέρη Παπαδόπουλο που θα πραγματοποιηθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 1 και 2 Ιουνίου (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη). Με άξονα τον ποιητικό λόγο του και συνοδοιπόρους του τον Γιώργο Νταλάρα (έχει και την καλλιτεχνική επιμέλεια του προγράμματος), τη Μαρινέλλα (τιμητική συμμετοχή), τη Γλυκερία, τον Κώστα Μακεδόνα, τη Μελίνα Ασλανίδου και το συγκρότημα των Οναρ, θα παρουσιαστούν τραγούδια-σταθμοί στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού που φέρουν την υπογραφή του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Μεταξύ άλλων το κοινό θα έχει την ευκαιρία να ακούσει κλασικά κομμάτια όπως αυτά: «Στα χέρια σου μεγάλωσαν», «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι», «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» (Σ. Ξαρχάκου), «Αχ Χελιδόνι μου», «Ο Λιόντας», «Μη με ρωτάς» (M. Λοΐζου), «Χρόνια χελιδόνια», ««Ολες του κόσμου οι Κυριακές», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα» (Χρ. Νικολόπουλου), «Οδό Αριστοτέλους», «Τις Κυριακές στην Κατερίνη», «Καμαρούλα μια σταλιά» (Γ. Σπανού), «Το άγαλμα», «Ανοιξε πέτρα» «Θα πιω απόψε το φεγγάρι» (M. Πλέσσα).


Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Βασ. Σοφίας και Π. Κόκκαλη, τηλ. 210 7282.333. Ωρα έναρξης: 21.00.