ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗ Εργα ενός παράξενου αλλά και ιδιαίτερα σημαντικού ζωγράφου εκθέτει (ως τις 19 Μαρτίου) η Kunsthalle της Φραγκφούρτης. Ο Τζέιμς Ενσορ (1860-1949), από πατέρα αγγλικής καταγωγής και μητέρα Φλαμανδή, γεννήθηκε στην Οστάνδη, και με εξαίρεση ολιγόχρονες σπουδές ζωγραφικής στις Βρυξέλλες, εκεί έζησε όλον σχεδόν τον υπόλοιπο μακρό βίο του. Σήμερα ο Ενσορ θεωρείται πρόδρομος τόσο του εξπρεσιονισμού όσο και του αφηρημένου εξπρεσιονισμού αλλά και του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού. Υπήρξε αλλόκοτος άνθρωπος: δεν απέκτησε οικογένεια, είχε ελάχιστους φίλους και ζούσε αφιερώνοντας σχεδόν αποκλειστικά τον καιρό του στη ζωγραφική, στο ατελιέ του, στη σοφίτα του πατρικού του σπιτιού. Από εκεί κατέβαινε συχνά στο ισόγειο, στο κατάστημα της μητέρας του, που πουλούσε αναμνηστικά για τους τουρίστες, διάφορες παραδοξότητες, μικροπράγματα, κοχύλια και μάσκες για το Καρναβάλι της Οστάνδης. Αυτός ο χώρος φαίνεται ότι υπήρξε η κυριότερη πηγή της έμπνευσής του. Τα πρώτα έργα του Ενσορ, προσωπογραφίες, τοπία, εσωτερικά, νεκρές φύσεις, ήταν «φυσιολογικά». Μετά το 1880 όμως εισβάλλουν στη ζωγραφική του οι μάσκες, οι σκελετοί που μορφάζουν, οι έξαλλοι χαροκόποι του Καρναβαλιού, τρομακτικά οράματα, τρελές παραισθήσεις, και τα χρώματά του γίνονται χτυπητά, με ζωηρές αντιθέσεις. Το μακάβριο χιούμορ και η αποθέωση της ασχήμιας κυριαρχούν πλέον στο έργο του. Στην έκθεση της Φραγκφούρτης, όπως διαβάζουμε, είναι φανερές οι οφειλές του στον Μπος, στον Μπρύγκελ, στον Ρούμπενς. Οι συμπολίτες του ωστόσο τον αποκαλούν «ο κουμπάρος θάνατος». Το 1889 η ομάδα των Είκοσι, στην ίδρυση της οποίας ο Ενσορ είχε βοηθήσει, απορρίπτει το σημαντικότερο ίσως έργο του, H είσοδος του Χριστού στις Βρυξέλλες το 1889 (απουσιάζει από την έκθεση), και τον διαγράφει από μέλος της. Αρκετά αργότερα ήρθε η αναγνώριση και ο Ενσορ περιβλήθηκε με λατρεία και τιμές, τόσο που του απονεμήθηκε ο τίτλος του βαρόνου. Αλλά ο Ενσορ είχε πλέον τελειώσει ως ζωγράφος και τα κατοπινότερα έργα του δεν ήταν παρά ωχρές απομιμήσεις των παλαιών αριστουργημάτων του. Ενας «σκληρός» στην όπερα


ΤΟΥΡΙΝΟ H όπερα δεν συγχωρεί. Ο γαλλικός Τύπος επιστρατεύει το αξίωμα για να αναγγείλει τη μεγάλη έκπληξη της εφετινής λυρικής σεζόν: ο Ζαν Ρενό (φωτογραφία) θα σκηνοθετήσει τη Μανόν Λεσκό του Πουτσίνι, και μάλιστα στο θέατρο Ρέτζιο του Τουρίνου, εκεί όπου, την 1η Φεβρουαρίου 1893, δόθηκε η θριαμβευτική πρεμιέρα του έργου, με τον συνθέτη να ανακαλείται στη σκηνή οκτώ φορές. Τα γαλλικά δημοσιεύματα θυμίζουν τις μεγάλες επιτυχίες των ανθρώπων του κινηματογράφου που θέλησαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στην όπερα, αλλά και τις παταγώδεις αποτυχίες τους, από τον θρυλικό Μπορίς Γκοντούνοφ του Αντρέι Ταρκόφσκι ως τον καταγέλαστο Αττίλα της Ζαν Μορό. Ο Ζαν Ρενό πάντως, δημοφιλής «σκληρός» του γαλλικού κινηματογράφου, ευφήμως γνωστός ως πληρωμένος δολοφόνος Λεόν στην ομώνυμη ταινία, θα έχει σημαντική βοήθεια στο εγχείρημά του: μεταξύ άλλων, στη Μανόν Λεσκό του τον Ντε Γκριέ θα ερμηνεύσει ο διάσημος τενόρος Ρομπέρτο Αλάνια, ο οποίος και λέγεται ότι τον επέβαλε. H πρεμιέρα θα δοθεί στις 17 Ιανουαρίου και οι παραστάσεις, με εναλλασσόμενη διανομή, θα διαρκέσουν ως τις 25 Φεβρουαρίου. Τη Μανόν θα υποδυθούν εναλλάξ η Σβέτλα Βασίλιεβα και η Μικαέλα Καρόζι και την ορχήστρα θα διευθύνει ο Εβελίνο Πιντό. Κύκνοι, βάτραχοι και ακροβάτες


ΠΕΚΙΝΟ Στη Δύση οι κινέζοι ακροβάτες θαυμάζονται ιδιαίτερα, στην πατρίδα τους όμως δεν έχουν πια μεγάλη πέραση. Στην Κίνα τα ακροβατικά θεάματα βρίσκονται σε παρακμή και τα βλέπουν μόνο οι τουρίστες και οι Κινέζοι από το εξωτερικό. Από την άλλη, το κινεζικό κοινό λατρεύει τη Λίμνη των κύκνων. Το αθάνατο έργο του Τσαϊκόφσκι ήταν το πρώτο δυτικό κλασικό μπαλέτο που παρουσιάστηκε ολόκληρο στην Κίνα μετά την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας και έκτοτε αποτελεί συχνή απόλαυση για τους φιλοθεάμονες Κινέζους. Το πάντρεμα των δύο ειδών, κλασικού μπαλέτου και ακροβατικών, θα αποτελούσε εγχείρημα διπλά επικίνδυνο καθ’ ότι θα μπορούσε να απορριφθεί από τους οπαδούς και των δύο τεχνών ως νόθο. Το τόλμησε ο Ζάο Μινγκ, πρώην πρώτος χορευτής του Μπαλέτου του Χονγκ Κονγκ, σπουδαγμένος στη Νέα Υόρκη, και με μεγάλη επιτυχία. H Ακροβατική Λίμνη των κύκνων την οποία χορογράφησε για τον Ακροβατικό Θίασο του Γκουανγκτσού γνώρισε θριαμβευτική υποδοχή από το κοινό σε διάφορες πόλεις της Κίνας όπου παρουσιάστηκε και πρόσφατα έδωσε σειρά παραστάσεων στην πρωτεύουσα προτού αναχωρήσει για πενταετή διεθνή περιοδεία σε Ρωσία, Γερμανία, Ιαπωνία, Μαλαισία και Ηνωμένες Πολιτείες. Ανάμεσα στις αναπόφευκτες αλλαγές που έχει επιφέρει στο μπαλέτο ο Ζάο Μινγκ είναι και η σκηνή των τεσσάρων κύκνων, που εδώ είναι τέσσερις βάτραχοι-ακροβάτες (φωτογραφία) οι οποίοι εκτελούν όλες τις κινήσεις στηριζόμενοι στα χέρια τους. Διπλός (και άνισος) Τόμας Μορ




ΛΟΝΔΙΝΟ Το θεατρόφιλο κοινό της βρετανικής πρωτεύουσας είχε πρόσφατα την ευκαιρία για μια σύγκριση που αφορούσε ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της χώρας: την περίπτωση του Τόμας Μορ, του νομικού, συγγραφέα (μεταξύ άλλων και της περίφημης Ουτοπίας) και πρωθυπουργού, ο οποίος συγκρούστηκε με τον βασιλιά Ερρίκο H´, με αποτέλεσμα να χάσει το κεφάλι του, όπως παρουσιάζεται σε δύο θεατρικά έργα: τον σπάνια παιζόμενο Σερ Τόμας Μορ του 1592, ομάδας συγγραφέων (μεταξύ των οποίων και ο Σαίξπηρ), και τον πασίγνωστο Ανθρωπο για όλες τις εποχές του Ρόμπερτ Μπολτ, του 1960, που έγινε ακόμη διασημότερος χάρη στην κινηματογραφική μεταφορά του τού 1966, με πρωταγωνιστή τον Πολ Σκόφιλντ σε αμφότερες τις εκδοχές. Οσον αφορά τα έργα, όπως προκύπτει από τις κριτικές, το καθένα διατηρεί τις αρετές του. Ως προς τις παραστάσεις όμως ήταν φανερή η προτίμηση των κριτικών για το παλαιότερο έργο, το οποίο παιζόταν ως χτες στο Trafalgar Studios. H παράσταση του έργου του Μπολτ, που συνεχίζεται ως τον Απρίλιο στο Theatre Royal Haymarket, συνάντησε πολλές αντιρρήσεις, κυριότερος στόχος των οποίων ήταν ο πρωταγωνιστής Μάρτιν Σο, διάσημος από την τηλεόραση. Αξιοσημείωτο είναι ένα από τα βασικά επιχειρήματα της κριτικής: η πρώτη παράσταση αναδείκνυε το χιούμορ για το οποίο διακρινόταν, εκτός των άλλων, ο Τόμας Μορ, ενώ στη δεύτερη, όταν ο Σο ξεστομίζει τις σχετικές ατάκες, «για το κοινό δεν τρέχει τίποτε».