Πριν από μία εικοσαετία ο σκηνοθέτης Νίκος Περάκης με τη «Λούφα και παραλλαγή» έγραψε ένα από τα πιο πρόσφατα κεφάλαια της ελληνικής κινηματογραφικής ιστορίας. H μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της δεκαετίας του ’80 είναι το απολαυστικό χρονικό της στρατιωτικής θητείας μιας παρέας στην ΤΕΔ (Τηλεόραση Ελληνικών Δυνάμεων) κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου. Στις ημέρες μας ο ίδιος σκηνοθέτης «επιστρέφει» στον στρατό και με τις «Σειρήνες στο Αιγαίο» σχολιάζει τη σύγχρονη στρατιωτική πραγματικότητα: βραχονησίδες, ελληνοτουρκικά, ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, «αλλαγή» του εχθρού. Βεβαίως μπορεί μεν οι φαντάροι να επικοινωνούν πλέον με κινητά, η κατάσταση όμως στον στρατό παραμένει «γενικό αλαλούμ, φιλάρα!», όπως ακούμε και στην ταινία… Λίγο προτού οι «Σειρήνες» αρχίσουν να σφυρίζουν στο Αιγαίο, «Το Βήμα» πλησίασε έξι πρόσωπα της πρώτης «Λούφας» και τους ζήτησε να επιστρέψουν για λίγο στο 1984. Ιδού το αποτέλεσμα.


Νίκος Περάκης, σκηνοθέτης (και των δύο)


«Λίγες ημέρες προτού βγουν οι «Σειρήνες στο Αιγαίο» στις αίθουσες κάνω για τελευταία, ελπίζω, φορά τη διευκρίνιση ότι ο υπέρτιτλος «Λούφα και παραλλαγή» προσετέθη στον τίτλο μόνο προς αποφυγήν του «από τον σκηνοθέτη των μεγάλων επιτυχιών». Ακολουθούν τίτλοι ταινιών, συνήθως χωρίς το όνομα του σκηνοθέτη που δεν θυμάται κανένας, γιατί, όπως διαβάσαμε σε πρόσφατη έρευνα, λίγοι μέσοι Ελληνες γνωρίζουν περισσότερους του ενός διάσημους σκηνοθέτες. Κατά τα άλλα, το μοναδικό κοινό στοιχείο των δύο ταινιών είναι το στρατιωτικό περιβάλλον, το οποίο στη μεν «Λούφα» είναι πολύ πιο αισθητό αφού η ταινία διαδραματιζόταν στο ζοφερό και πραξικοπηματικό κλίμα της ΤΕΔ, ενώ οι «Σειρήνες» εξοκείλουν στην ηλιόλουστη Πίττα, μια βραχονησίδα με γαλάζια νερά και ουρανούς με ψαροπούλια… Οι φαντάροι της Πίττας, τέλος, δεν έχουν καν την ευκαιρία να λουφάρουν και επιδίδονται μόνο στην παραλλαγή γιατί ο κίνδυνος ενός θερμού επεισοδίου αλλά και οι αλλοδαπές καλλονές απαιτούν συνεχή εγρήγορση και επιφυλακή».


Γιώργος Κιμούλης (Λάμπρου)


«H «Λούφα και παραλλαγή» έβγαλε τον ελληνικό κινηματογράφο από τη μοναξιά του. Ως εκείνη την εποχή καμία ταινία που βραβευόταν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν έκανε τόσο μεγάλο αριθμό εισιτηρίων. Τεράστιο ρόλο σε αυτό έπαιξε η περίφημη απενοχοποίηση της κωμωδίας. Ως τότε την κωμωδία στον κινηματογράφο τη θεωρούσαμε δεύτερο είδος. Το θέμα της ταινίας, η δικτατορία και το στρατιωτικό αλαλούμ, εμφανιζόταν για πρώτη φορά από τη γελοία πλευρά του. Μην ξεχνάμε ότι το έντονο και γεμάτο πόνο πρόσφατο παρελθόν ίσως δεν επέτρεπε μια οπτική με χιούμορ. Στη συνέχεια, η συνάντηση τόσο σημαντικών συντελεστών μαζί με την καθαρή κινηματογραφική γραφή του Νίκου Περάκη έδωσαν στην ταινία μια λάμψη που κρατάει ακόμα».


Νίκος Καλογερόπουλος (Παπαδόπουλος)


«Ενθυμούμαι… Ξημερώνοντας τ’ Αηλιού την επαύριον της Χούντας έχομεν λάβει διαταγήν να υπάγομεν εις τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, δηλαδή εις την Πάρνηθαν. Διά να κυνηγήσωμεν, να συλλάβωμεν και – διατί όχι; – να εκτελέσωμεν τους φοβερούς οχτρούς! Δηλαδή, τον λαγόν! Οπου τελικά δεν ήτο λαγός αλλά κούνελος και δη κατεψυγμένος! Χιόνι, κρύο, κούραση… πο πο!


Οχι, όχι. Ψείρες δεν είχαμε. Ευτυχώς. Είμεθα όλοι άψειροι. Μόνο ψυχή είχαμε. Και μεράκι. Και πάθος.


Διά την τέχνην, τον πολιτισμόν και προ παντός διά την ντίρλα μας.


Παιδιά ήμασταν και παίζαμε. Και άλλοι παιδιά απομείναμε. Και άλλοι σοβαρευτήκαμε… Καλά να πάθουμε και οι δυο.


Παις αιώνιος και ο τους παίδας χαιρετών».


Τάκης Σπυριδάκης (Μπαλούρδος)


«H «Λούφα» γυρίστηκε όταν η απόσταση από τα χρόνια της πραγματικής στρατιωτικής θητείας μου ήταν κοντινή. Αυτό με βοήθησε γιατί ο ρόλος «βγήκε» αυθόρμητα, χωρίς αναλύσεις και σκέψεις. Σαν να επαναλάμβανα τη δική μου εμπειρία στα δεδομένα του Περάκη. Βεβαίως, με δεδομένη την αντίθεσή μου σε οτιδήποτε ένστολο, δεν είχα καθόλου καλές αναμνήσεις από τον στρατό, γι’ αυτό και αρχικώς δεν ήθελα να συμμετάσχω στην ταινία. H σκέψη και μόνον ότι θα φορούσα στολή μου δημιουργούσε φαγούρα.


Αυτό που μου έκανε εντύπωση όμως ήταν ότι στην πραγματική θητεία μου ο τύπος του Μπαλούρδου ήταν ό,τι μίσησα περισσότερο: ο πονηρός, ο καπάτσος, ο μάγκας. Ανέκαθεν στη ζωή μου τσακωνόμουν με τους Μπαλούρδους… και τώρα έπαιζα έναν τέτοιο ρόλο. Το όνομα όμως «δούλεψε» γιατί εκείνη την εποχή όλοι Μπαλούρδο με φώναζαν…».


(Ας σημειωθεί ότι ο Τάκης Σπυριδάκης είναι ο μοναδικός από τους ηθοποιούς της πρώτης «Λούφας» που παίζει και στη δεύτερη).


Χρήστος Βαλαβανίδης (διοικητής)


«Καλοκαίρι του ’78. Καύσωνας! Επειτα από ένα πρωινό γύρισμα σε άλλη ταινία φτάνω μεσημεράκι, κάθιδρος, στα παλιά κτίρια της Σχολής Ευελπίδων. Ο Νίκος Περάκης συνοφρυωμένος και ανήσυχος. Με ντύνουν με τη στολή του ταγματάρχη A2. «Να βάλω και χρυσό δόντι» λέω στον Περάκη (είχα φέρει μαζί μου χρυσόχαρτο από πακέτο τσιγάρα). «Γιατί όχι; « λέει ο «Γερμανός». Καθώς διαβάζω και το κείμενο με πιάνει σύγκρυο γιατί ξυπνούν νωπές δικές μου μνήμες από τον στρατό. Deja vu. Ξεκινάμε και κάποια στιγμή χτυπά η πόρτα. «Εμπρός! « φωνάζω ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής μου τρεις οκτάβες. «Στοπ!.. Κάμερα! « ακούγεται η αυστηρή φωνή του Περάκη. Τι είχε γίνει; Ο Γιώργος Πανουσόπουλος (διευθυντής φωτογραφίας στην ταινία) είχε βάλει τα γέλια και του έφυγε η κάμερα από τα χέρια. «Επιτέλους δεν έχω κι εγώ το δικαίωμα να γελάσω με έναν ηθοποιό; « λέει γελώντας ακόμη. Το κατευναστικό χαμόγελο του «Γερμανού» μάς επαναφέρει στην τάξη».


Αντώνης Θεοδωρακόπουλος (λοχαγός)


«Στη «Λούφα» υποδύθηκα έναν λοχαγό λίγο ψοφοδεή, έναν «κομμουνιστοφάγο», γλαφυρός κατά τα άλλα. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Θυμάμαι όμως μια αστεία ατάκα μου σε έναν διάλογο με τον Τάκη Σπυριδάκη.


«Με τι ασχολείσαι; « τον ρωτούσα.


«Με ζώα», η απάντηση.


«Φαίνεται…».


H ταινία είχε έξυπνο χιούμορ. Εντός και εκτός γυρισμάτων. Οπως π.χ. η σκηνή όπου κινηματογραφείται ένας ποδοσφαιρικός αγώνας και ο φαντάρος οπερατέρ χάνει το γκολ γιατί τον έχουν λαδώσει για να τραβήξει τις διαφημίσεις του γηπέδου. Και ύστερα παρακαλούν τον τερματοφύλακα και τον σκόρερ να «ξαναπαίξουν» τη σκηνή του γκολ για να την τραβήξει. Τέτοια πράγματα. Ημουν εθισμένος. Ολοι ήμασταν. H χημεία των ηθοποιών παίζει καθοριστικό ρόλο, όπως γνωρίζω και από το θέατρο».


Οι νέοι… λουφαδόροι


Γιώργος Σεϊταρίδης (Παρλαβάντζας ή Χάμπο)


Καταδρομέας, λοχίας, πρώην νταλικέρης, χειριστής γαιοπροωθητών και d.j. σε ελληνάδικο της Ρόδου. Με τον macho χαρακτήρα του Ράμπο αλλά κατά βάθος τρυφερός.


Γιάννης Τσιμιτσέλης (Τζιμπιτζίδης ή Τζίμπι)


Γεννημένος ηγέτης και το τεκνό της παρέας. Καλοσπουδαγμένος και ο «γνώστης» των πραγμάτων. Τα αγγλικά του βοηθούν στην επίλυση (ή στην επιδείνωση) των προβλημάτων.


Ιωάννης Παπαζήσης (Καλούρης ή Ντένης)


Designer στην προσωπική ζωή του, με μέσα στα υψηλά κλιμάκια. Ετοιμόλογος θηλυπρεπής, νευρικός, χαριτωμένος. Συμπαθητική παρουσία με έφεση στην υστερία.


Ορφέας Αυγουστίδης (Σταυρακομαθιακάκης ή Survivor)


H cult μορφή της ιστορίας υπηρετεί τρεις μήνες φυλακή στην Πίττα για καλλιέργεια ινδικής κάνναβης. Μιλάει απταίστως την κρητική και μόνο. Καταπληκτικός σκοπευτής, παρ’ ότι συνήθως μαστουρωμένος.


Βασίλης Χαραλαμπόπουλος (Μπακάκος)


Κλασικό «καμάκι» της δεκαετίας του ’80, ο χειριστής υπηρεσιακού πίνακα λύνει και δένει ως φύλακας στρατιωτικών απορρήτων, όταν βεβαίως δεν έχει το μυαλό του στις τουρίστριες.


H ταινία «Λούφα και παραλλαγή – Σειρήνες στο Αιγαίο» θα αρχίσει να προβάλλεται στις αίθουσες από την ερχόμενη Πέμπτη.