Ο ζωγράφος της παιδικής ηλικίας


Εχει πατρίδα η παιδική ηλικία; Εχει πατρίδα η αθωότητα; Είναι γερμανάκια ή ελληνόπουλα τα παιδιά που ζωγραφίζει ο Γεώργιος Ιακωβίδης με τόση τρυφερότητα, με τόση αγάπη και με τόσο βαθιά κατανόηση της ψυχολογίας τους και της συμπεριφοράς τους; Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι πίνακές του με θέματα αντλημένα από την παιδική ηλικία ζωγραφίστηκαν στο Μόναχο. Και αυτό γιατί το αστικό περιβάλλον της βαυαρικής πρωτεύουσας και η εθνικιστική ιδεολογία της αγίας τριάδας «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» που ευδοκιμούσε αυτά τα χρόνια στη Γερμανία ευνοούσαν ανάλογα θέματα. Ετσι αυτή η ιδιαίτερη κλίση του Ιακωβίδη, που είχε ήδη εκδηλωθεί δειλά στα χρόνια της αθηναϊκής μαθητείας του, θα βρει τον βιότοπό της στο Μόναχο, θα ανθήσει και θα καρποφορήσει.


H νηπιακή και παιδική ανθρωπότητα που παρελαύνει από τους πίνακες του Ιακωβίδη έχει ορισμένα αρχετυπικά χαρακτηριστικά: πλούσια ή φτωχή, ντυμένη με ακριβά ρούχα ή με ράκη, είναι υγιής, εύρωστη, αμέριμνη και ευτυχισμένη. Αυτό και μόνο το χαρακτηριστικό διακρίνει τη ζωγραφική του Ιακωβίδη από το κοινωνικό κήρυγμα των ρεαλιστών ή από το νοσηρό κλίμα των ρομαντικών και των συμβολιστών, που αγγίζει κάπου κάπου και τον μεγάλο Γύζη όταν ζωγραφίζει ανάλογα θέματα.


Οι σκηνές από την παιδική ηλικία ανήκουν ασφαλώς στην ανώδυνη ηθογραφική ζωγραφική αλλά ο Ιακωβίδης ερμηνεύει το θέμα του με τη φιλαλήθεια ενός ρεαλιστή. Σπάνια μπορείς να δεις νήπια ζωγραφισμένα με τόση ακρίβεια, γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πρόκειται για ένα από τα δυσκολότερα σχεδιαστικά γυμνάσματα. Με τέλειο τρόπο αποδίδονται τα άπλαστα ακόμη μέλη, οι αδέξιες κινήσεις, οι εκφράσεις, ακόμη και η ασκήμια τους, ιδιαίτερα όταν κλαίνε. Και τα παιδιά του Ιακωβίδη θυμώνουν, επαναστατούν και κλαίνε γοερά. Οχι όμως από πείνα και δυστυχία. Αλλά γιατί υπομένουν με δυσκολία τα μικρά βάσανα που τους επιβάλλουν οι μεγαλύτεροι, κυρίως οι γιαγιάδες και οι παππούδες. Γιατί ο Ιακωβίδης αγαπά να απεικονίζει αυτές τις δύο ακραίες ηλικίες και την ξεχωριστή σχέση που αναπτύσσουν.


H αντίθεση ανάμεσα στους γέροντες και στα παιδιά γοητεύει τον ζωγράφο· αντίθεση πολλαπλή, στη μορφή, στην έκφραση, στην κίνηση αλλά κυρίως στην ψυχολογία. H τρυφερή, στίλβουσα και σφύζουσα από ζωική ορμή ρόδινη σάρκα των παιδιών λάμπει φωτίζοντας αντιστικτικά και ανελέητα τα γερασμένα πρόσωπα, τα χαρακωμένα από τον χρόνο και τα βάσανα της ζωής. Οι καλοκάγαθοι γέροντες του Ιακωβίδη, γαλήνιοι και υπομονετικοί, εκφράζουν τη στοχαστική ενατένιση της ζωής, της δικής τους ζωής που δύει, της ζωής των νέων βλαστών που ανατέλλει. Με οξυδέρκεια ψυχολόγου ο Ιακωβίδης παρατηρεί τα τυπικά χαρακτηριστικά κάθε ηλικίας: ιδιαίτερα τονίζει την προπετή απληστία των παιδιών, την ασίγαστη, την ακάματη ενεργητικότητά τους, τον αξόδευτο δυναμισμό τους, την ανυπομονησία τους να κατακτήσουν τον ζωτικό τους χώρο, που εκφράζεται με τα διαρκώς απλωμένα χεράκια τους.


Τα παιδιά υπερασπίζονται με μαχητικότητα τον πρώιμο πόθο τους για ανεξαρτησία και οι γέροντες υπομένουν με χαμογελαστή συγκατάβαση την επαναστατική επιθετικότητά τους. Σιωπή τυλίγει τους γέροντες, ενώ τα ξεφωνητά και τα γέλια των παιδιών φτάνουν εκκωφαντικά ως τ’ αυτιά μας. Ποτέ ζωγράφος δεν έπλεξε ανάλογο ύμνο στην ξεχωριστή αυτή σχέση που γεφυρώνει το χάσμα των γενεών. Γιατί στις παραδοσιακές κοινωνίες προσφιλείς και αναντικατάστατοι παιδαγωγοί των παιδιών ήταν οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής τούς εξόρισε στους οίκους ευγηρίας, δημιουργώντας ένα ανεπούλωτο τραύμα στην αρμονική ανάπτυξη και αγωγή των παιδιών μέσα στη θαλπωρή της οικογένειας. Μέσα απ’ αυτή τη σχέση, σχέση αγάπης, πολλές αξίες μεταβιβάζονταν στη νέα γενιά αβίαστα. Και πάνω απ’ όλα ο σεβασμός των γερόντων. Μια παλιά λαϊκή παροιμία, ακατανόητη σήμερα, προέτρεπε: «Αν δεν έχεις γέρο, ν’ αγοράσεις». Ο πλούτος της παραδοσιακής γλώσσας, η πείρα, η σοφία της ζωής είναι μερικές μόνο από τις αξίες που ναυάγησαν μαζί με την ακυρωμένη σχέση των δύο γενεών.


Σπουδαίος τεχνίτης, απαράμιλλος σχεδιαστής


H θεματολογία με παιδιά επιβάλλεται στη ζωγραφική του Ιακωβίδη μετά το 1882, πάντα στο Μόναχο, όπου θα παραμείνει ως το 1900, γνωρίζοντας την επαγγελματική καθιέρωση. Οι παιδογραφίες του έλληνα ζωγράφου βρίσκουν θερμή ανταπόκριση τόσο στην κριτική τους υποδοχή όσο και στο αγοραστικό κοινό της βαυαρικής πρωτεύουσας. Το θέμα αυτό θα κυριαρχήσει στη δημιουργία του ως το 1900. Μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα οι ιεραρχίες ανατρέπονται καθώς ο ορίζοντας προσδοκίας του κοινού αλλάζει. Ο Ιακωβίδης κατακλύζεται από παραγγελίες. Από τον βασιλικό οίκο ως τους εκπροσώπους της πολιτικής και οικονομικής ζωής του τόπου, όλοι φιλοδοξούν να διαιωνιστούν από τον διάσημο ζωγράφο· και πράγματι ο Ιακωβίδης μάς άφησε μια συναρπαστική πινακοθήκη από προσωπογραφίες που ζωντανεύουν μια ολόκληρη εποχή.


Τα πρώτα του έργα με παιδιά έχουν έντονο ηθογραφικό χαρακτήρα με πρωταγωνιστές νεαρούς βιοπαλαιστές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει για τη φευγαλέα έκφραση και την ελεύθερη πινελιά του το Ιταλόπαιδο που γελάει, που παραπέμπει σε παλιότερους δασκάλους του είδους, όπως ο Βελάσκεθ, ο Μουρίγιο και ο Φραντς Χαλς. Από το 1883, με τα Μικρά βάσανα και τον Κακό εγγονό, αρχίζει να κυριαρχεί στη θεματογραφία του Ιακωβίδη ο διάλογος ανάμεσα στις δύο ακραίες ηλικίες της ζωής που περιγράψαμε πιο πάνω. Ο ζωγράφος φαίνεται να προετοιμάζει τις συνθέσεις του με γρήγορα σκίτσα, είτε με μολύβι είτε με λάδι, όπου προσπαθεί να συλλάβει τη φευγαλέα έκφραση και τη στιγμιαία κίνηση. Τα τελειωμένα έργα, με το προσεκτικό σχέδιο και τη σφιχτή φόρμα, δεν παρουσιάζουν την ίδια ανταπόκριση ανάμεσα στη «γραφή» και στη ροή του χρόνου που διαθέτουν τα προσχέδια. Ως το τέλος της δεκαετίας του ’80 οι σκηνές διαδραματίζονται σε εσωτερικούς χώρους και προβάλλονται σ’ ένα σχετικά σκοτεινό φόντο, ενώ η τονικότητα που κυριαρχεί είναι το καφετί και τα γαιώδη της ακαδημαϊκής ζωγραφικής. Ο φωτισμός είναι διάχυτος με απροσδιόριστη πηγή. Οι γέροντες είναι ντυμένοι συνήθως με σκούρα ρούχα που χαρίζουν περισσότερη λάμψη στα χαρούμενα λευκά ή ανθηρά χρώματα των παιδικών ενδυμάτων.


Οπως παρατηρεί εύστοχα η επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης κυρία Ολγα Μεντζαφού, που αφιέρωσε στον Ιακωβίδη μια λαμπρή διατριβή, από το τέλος της δεκαετίας του 1880 η διάθεση, η χρωματολογία και ο φωτισμός αλλάζουν στους πίνακες του ζωγράφου, που διανύει μια ευτυχισμένη περίοδο στη ζωή του, ύστερα από τον γάμο του και τη γέννηση του μοναχογιού του. Οι μορφές προβάλλονται τώρα πάνω σ’ ένα φωτεινό φόντο και τα χρώματα ζωηρεύουν. Ενα δυνατό κόκκινο, που τοποθετείται στον πίνακα ανόθευτο, καθαρό πάνω σ’ ένα φρούτο, στα καλτσάκια ενός παιδιού, στο κουβάρι της γιαγιάς που πλέκει, ζωντανεύει τον πίνακα. Ακόμη και στα σκούρα ρούχα της γιαγιάς κυκλοφορούν υπέροχες συγχορδίες χρωμάτων: πράσινα, βυσσινιά, μαβιά, ρόδινα φώτα.


H λειτουργία του φωτός αλλάζει επίσης. H πηγή του προσδιορίζεται τώρα μέσα στον πίνακα. Το φως έρχεται από ένα ανοιχτό παράθυρο, που τοποθετείται πάντα αριστερά, όπως το είχαν καθιερώσει οι ολλανδοί ηθογράφοι του 17ου αιώνα, με προεξάρχοντα τον Βερμέερ. Το φως λούζει τις μορφές και παίρνει σχεδόν συμβολικές προεκτάσεις μεταμορφώνοντας τις εικόνες των παιδιών σε καθημερινές θεοφάνιες. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρουν τα Πρώτα βήματα (1892), με το μωρό που βηματίζει χαρούμενο προς την ανοιχτή αγκαλιά της αδελφής του και στον κόσμο, να μεταμορφώνεται το ίδιο σε λευκόξανθη πηγή φωτός.


Οσο ο 19ος αιώνας πλησιάζει προς το τέλος του ο Ιακωβίδης γίνεται πιο τολμηρός. Ζητάει από την ώριμη τέχνη του να λύσει πιο περίπλοκα προβλήματα. Τοποθετεί την πηγή φωτός πίσω από τη σκηνή που απεικονίζει και τη φωτίζει εναντιόδρομα. Ετσι οι μορφές μεταβάλλονται σε σκοτεινές σιλουέτες, ενώ τα περιγράμματά τους «παίρνουν φωτιά». Εδώ αισθανόμαστε την επίδραση του υπαιθρισμού και του ιμπρεσιονισμού. Τα χρώματα του Ιακωβίδη μαρτυρούν εντονότερα αυτή την ανομολόγητη οφειλή. Στη χρωματολογία του κυριαρχούν τώρα τα προσφιλή στους ιμπρεσιονιστές ζεύγη των συμπληρωματικών (πορτοκαλί με γαλάζιο, κίτρινο με μωβ, πράσινο με κόκκινο). Τη θριαμβευτική κορύφωσή της θα γνωρίσει αυτή η τάση στην ξακουστή Παιδική συναυλία (1899-1900).


Οι μορφές στο ύπαιθρο, μέσα στο φυσικό φως που ζωντανεύει τα χρώματα και διαλύει τη φόρμα, αποδίδονται τώρα με γρήγορες ελεύθερες πινελιές και αποκαλύπτουν έναν Ιακωβίδη που φαίνεται να έχει γνωρίσει και αφομοιώσει το δίδαγμα του γαλλικού υπαιθρισμού. Αλλωστε το μήνυμα της νέας τέχνης είχε αρχίσει να μεταμορφώνει και τη ζωγραφική των γερμανών ομοτέχνων του. Ηδη από το 1892 ένα έργο σαν την Αντιστροφή των ρόλων έχει ζωγραφιστεί με τόση ελευθερία και αίσθηση υπαίθρου που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στα έργα του Μανέ. H Προσωπογραφία της γυναίκας του καλλιτέχνη με τον γιο της (1895) μεταδίδει την ίδια δονούμενη αίσθηση υπαίθρου, με το φως του σύδενδρου που έρχεται από το βάθος να χαϊδεύει το μάγουλο της γυναίκας και τα μαλλιά του παιδιού.


Ο Ιακωβίδης οδήγησε τη ζωγραφική της Σχολής του Μονάχου στα ακραία της όρια. Δεν ήταν ασφαλώς επαναστάτης. Υπήρξε όμως σπουδαίος τεχνίτης, απαράμιλλος σχεδιαστής. Κυρίως όμως μας αποκάλυψε με την τέχνη του έναν κόσμο βαθιά ανθρώπινο, πλούσιο σε αισθήματα και συγκινήσεις. H ζεστασιά, η ανθρωπιά που αποπνέουν τα έργα του είναι αρχετυπική και άμεσα μεταδοτική. Ισως αυτό εξηγεί γιατί οι πίνακες του Ιακωβίδη, ιδιαίτερα αυτοί που αφιέρωσε στα παιδιά, είναι τόσο δημοφιλείς.


Η έκθεση «Γεώργιος Ιακωβίδης. Αναδρομική» θα εγκαινιαστεί στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου στις 14 Νοεμβρίου 2005 και θα διαρκέσει ως τις 30 Ιανουαρίου 2006. Θα είναι ανοιχτή για το κοινό από την Τετάρτη 16 Νοεμβρίου. Θα παρουσιαστούν διακόσια έργα του μεγάλου έλληνα καλλιτέχνη από μουσεία και ιδιωτικές συλλογές της Ελλάδας και της Ευρώπης. Χορηγός: Eurobank Private Banking.


Ωράριο έκθεσης: Δευτέρα, Τετάρτη: 9.00-15.00 και 18.00-21.00. Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο: 9.00-15.00. Κυριακή: 10.00-14.00. Τρίτη: κλειστά. Κανονικό εισιτήριο: 6,50 ευρώ. Μειωμένο: 3ευρώ.


H κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης.