«Ηκω». H πρώτη λέξη των «Βακχών» είναι καθοριστική. Δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας: ο Διόνυσος είναι εδώ, έφθασε και μας το ανακοινώνει. Ο ίδιος ο θεός του θεάτρου στέκεται μπροστά στα μάτια μας, στη σκηνή. Πρωταγωνιστής αλλά και, όπως θα αποδειχθεί, σκηνοθέτης του τρομερού δράματος που αφορά τη σημασία της άφιξής του ανάμεσά μας.


Ο Διόνυσος ήρθε. Πήρε ανθρώπινη μορφή και φανερώθηκε «εδώ στη γη της Θήβας», από όπου κατάγεται. Ενας θεός που γίνεται λιοντάρι, ταύρος, φίδι. Ενας θεός που γίνεται άνδρας με γυναικεία χαρακτηριστικά και ενδύματα, «θηλύμορφος». Ενας ξένος από τη Λυδία, με όλον τον αέρα της Ανατολής στο παράστημά του, που όμως γεννήθηκε στη Θήβα. Ενας νέος που καταργεί τον χρόνο και την ηλικία μέσα στη λατρεία του. Ενας εμπνευστής μανίας που όμως κατέχει την τέχνη της σοφιστείας. Αγριος, ανεξέλεγκτος, φοράει δέρμα ελαφιών και πίνει αίμα τράγου, κάνει τις γυναίκες να εγκαταλείπουν αφηνιασμένες τα σπίτια τους και στις βουνοπλαγιές παρέα με τα αγρίμια να τον λατρεύουν κάθε βράδυ. Φέρνει όμως παράλληλα και τη γλυκύτητα του οίνου, την υπέρβαση της καθημερινότητας, την υπόσχεση ηδονικής ζωής, την επανάκτηση της χαμένης επικοινωνίας με τη φύση και όλα τα πλάσματά της.


Στο πρόσωπό του συνοψίζονται όλες οι αντιθέσεις, αναιρούνται όλες οι λογικές κατηγορίες, καταργούνται τα όρια. H ρευστότητα της μέθης είναι το βασίλειό του. H απώλεια της ατομικότητας, του αυστηρά περιχαρακωμένου «εγώ», το αίτημά του. Υπονομευτής της οικείας τάξης πραγμάτων επιζητεί την ταύτιση με το «άλλο», το άγνωστο, το διαφορετικό, την αποδοχή και εξερεύνηση μιας άλλης διάστασης, μιας νέας, συλλογικής αρμονίας, όπου κανένας ρόλος δεν είναι συγκεκριμένος, καμία αλήθεια απόλυτη, αλλά όλες οι μορφές και όλα τα σχήματα ενώνονται σε αλυσίδα αέναων αλλαγών και μεταμορφώσεων.


«Φάνηθι», φανερώσου είναι η διαρκής παράκληση του Χορού προς τον νεοαφιχθέντα θεό. Γιατί πράγματι ο Διόνυσος ήρθε εδώ, στη Θήβα, «ως ορά Κάδμου πόλις»: θέλει να τον δουν, να γίνει ορατός, να αποκαλυφθεί, να αναγνωρισθεί. Πώς όμως μπορεί να επιτευχθεί αυτό τη στιγμή που ο ίδιος στέκεται μπροστά μας τόσο αινιγματικός, τόσο ανεξιχνίαστος;


Οπως σημειώνει στο κλασικό πλέον «Μύθος και τραγωδία στην αρχαία Ελλάδα» ο Ζαν-Πιερ Βερνάν, «κανένα άλλο κείμενο δεν επαναλαμβάνει τόσο επίμονα, σχεδόν με εμμονή, τόσο μεγάλη πληθώρα λέξεων που αφορούν την όραση και την ορατότητα: είδος, ιδέα, μορφή, φανερός, φαίνω, εμφανής, οράω, ίδω». Και συνεχίζει: «Ο Διόνυσος αποκαλύπτει τον εαυτό του αποκρύπτοντας τον εαυτό του, φανερώνεται ενώ κρύβεται από τα μάτια όλων όσοι πιστεύουν μόνο σε ό,τι μπορούν να δουν, σε ό,τι «είναι προφανές μπροστά στα μάτια τους», όπως το θέτει ο Πενθέας, όταν ο Διόνυσος είναι εκεί, μπροστά του, κάτω από τη μύτη του, αλλά αόρατος σε εκείνον μέσω της μεταμφίεσής του». H αδυναμία του Πενθέα, βασιλιά των Θηβών, να δει πραγματικά – και κατ’ επέκταση να δεχθεί – τον Διόνυσο θα οδηγήσει στην τραγική πτώση του. «Λες πως είδες καθαρά τον θεό. Ποια μορφή είχε;» ρωτάει γεμάτος περιέργεια ο βασιλιάς τον Διόνυσο που στέκεται μπροστά του ως ξένος. «Οποια μορφή ήθελε. H επιλογή ήταν δική του, όχι δική μου» του απαντά.


H άρνηση του Διονύσου να συμμορφωθεί στους καθιερωμένους γνωστικούς κανόνες τον εξοργίζει: ο Πενθέας μπορεί να πιστέψει μόνο σε έναν θεό με συγκεκριμένη μορφή και καθορισμένο ρόλο, με αναγνωρίσιμη ταυτότητα. Μέσα στο περιορισμένο σύμπαν της ατομικής οπτικής του γωνίας δεν υπάρχει χώρος για φαινόμενα ρευστά, ανεξήγητα, για όνειρα και φαντασιώσεις, σκοτεινές περιπλανήσεις σε άγνωστα μονοπάτια. Ακόμη και όταν αποφασίσει να κάνει πέρα την ορθολογιστική εμμονή, ακόμη και όταν αποφασίσει να δει – έστω στα κρυφά, έστω μεταμφιεσμένος – αυτά που δεν πρέπει να δει, τις μαινάδες επί το έργον, δεν θα σωθεί. «Γιατί η ατομικότητά του, που ταυτίζεται με την τραγικότητά του και την συντηρεί ως το τέλος, δεν θα διαρραγεί. Απλώς θα μεταμορφωθεί: από αρσενική σε θηλυκή, από ανθρώπινη σε λεόντεια – και έτσι θα πεθάνει σαν ένα ζώο» γράφει ο Γιώργος Χειμωνάς στην εισαγωγή από τη δική του μετάφραση της τραγωδίας.


Πώς να αναπαραστήσει κανείς τον Διόνυσο στη σκηνή σήμερα; Πώς να τον παρουσιάσει;


Ο Διόνυσος του Σωτήρη Χατζάκη μάς ήρθε μέσα σε μπολ. H έναρξη του Προλόγου τον βρήκε βυθισμένο σε μία από τις διάφανες γυάλες με νερό και φωτισμένες βάσεις που κοσμούσαν την ορχήστρα. Μέσα σε αυτήν ξαπλωμένος, ελαφρότατα ενδεδυμένος, αυτοσυστήθηκε, στη συνέχεια σύρθηκε έξω και ολοκλήρωσε ραντίζοντας ανέμελα την ορχήστρα με ιερές σταγόνες.


Το μίνι αυτό βάπτισμα δεν έφερε τον επιθυμητό εξαγνισμό. H υπερχείλιση δεν αποφεύχθηκε. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος υπέστη αλλεπάλληλους πνιγμούς στα θορυβώδη ύδατα της αυταρέσκειάς του: ένας Διόνυσος όχι μόνο ερωτευμένος με τον εαυτό του αλλά και κακόφωνος.


Με τον Βάκχο να περιφέρεται ακκιζόμενος σαν οδαλίσκη καταργείται αυτομάτως κάθε έννοια σύγκρουσης ή αντιπαράθεσης: ο αντίπαλος του Πενθέα αποδεικνύεται απλούστατα αμελητέα ποσότητα – πολύ κακό για το τίποτα. Αν εξοργίζει τον βασιλιά με την παρουσία του, αυτό μπορεί να οφείλεται μόνο στην κακοτεχνία της υποκριτικής του.


Το μεγαλύτερο πρόβλημα της παράστασης όμως ήταν ο ήχος. Ο ήχος, οι ήχοι. Αδιάκοπες λαρυγγικές ασκήσεις, το τρίψιμο της πέτρας, το ζούληγμα των τυμπάνων, οι κραυγές, τα βελάσματα, ένας ανυποχώρητος βόμβος εξουδετέρωνε το κείμενο και καθιστούσε αδύνατη κάθε προσπάθεια προσήλωσής μας. Αν η βακχεία ισοδυναμεί με υπέρμετρη φασαρία, τότε οι καλύτερες στιγμές του Χορού ήταν αυτές που τον έβρισκαν εξαντλημένο στο πάτωμα. Σιωπηλό.


Οι ηθοποιοί άλλοτε κατέφευγαν στη φωνασκία προκειμένου να υπερισχύσουν του χάους και άλλοτε, εξουδετερωμένοι φαίνεται, προσπαθούσαν απλώς να επιπλεύσουν: επέλεγαν μια σταθερή, άχρωμη πορεία και τη διατηρούσαν χωρίς διακυμάνσεις από την αρχή ως το τέλος. Στην τελευταία κατηγορία ανήκει ο Ιερώνυμος Καλετσάνος ως Πενθέας: ισορρόπησε χωρίς να ναυαγήσει αλλά και χωρίς να καταφέρει κάτι το ιδιαίτερο όσον αφορά τη σκιαγράφηση του ήρωά του.


H Λυδία Φωτοπούλου ως Αγαύη αποδείχθηκε το μοναδικό ενδιαφέρον πρόσωπο της βραδιάς. Το πρώτο μέρος της ερμηνείας της είχε κάτι το ασαφές, το αδούλευτο, σαν να μην είχε αποφασίσει ακριβώς τι ψάχνει. Της πήρε αρκετή ώρα ώσπου να «ζεσταθεί» και κερδίσει την προσοχή μας, την οποία όχι μόνο κατέκτησε τη στιγμή συνειδητοποίησης του τραγικού της εγκλήματος αλλά τη μετέτρεψε σταδιακά σε βαθιά συγκίνηση: πεσμένη στα τέσσερα, άφωνη, αλλοπαρμένη, να σκάβει μηχανικά με τις παλάμες το χώμα γύρω από το κεφάλι του γιου της Πενθέα προτού το σηκώσει και το σφίξει με απόγνωση στην αγκαλιά της.


Επίσης συγκινητική σκηνή ήταν αυτή του τέλους, με τον Κάδμο και την Αγαύη καταδικασμένους σε εξορία, κατεστραμμένους, να κινούνται σπασμωδικά σε κύκλους, το κεφάλι σκυμμένο, σαν ξεκούρδιστα όντα που ξαφνικά έχασαν κάθε πνοή, κάθε προορισμό και αδυνατούν να εγκαταλείψουν τη σκηνή.


Τη μινιμαλιστική διάθεση των σκηνικών του Γιώργου Πάτσα, τέλος, ήρθαν να προδώσουν μικρά αλλά μοιραία ατοπήματα: πρώτον, τα προαναφερθέντα μπολ με νερό, σαν ντεκόρ από δεξίωση θερινής νυκτός σε κήπο με γκαζόν, και, δεύτερον, η γιγαντοοθόνη «προβολής» του κερασφόρου Διονύσου ως μαύρη σκιά σε κίτρινο κύκλο, ο Μπάτμαν έτοιμος να ξεχυθεί στο κυνήγι των διαβολικών πιγκουίνων.