H ζωή της ως τώρα



«Mόνο όταν άρχισα να το γράφω είδα τις πραγματικές δυσκολίες» απάντησε σε πρόσφατη συνέντευξή της (στο περιοδικό «Entertainment Weekly) η Τζέιν Φόντα στην ερώτηση πώς αποφάσισε λίγα χρόνια πριν από την είσοδό της στην όγδοη δεκαετία της ζωής της να γράψει την αυτοβιογραφία «My life so far» («H ζωή μου ως τώρα»). Δυσκολίες δεν σημαίνει τίποτε διότι, ενθυμούμενη τη ζωή της, η γεννημένη στις 21 Δεκεμβρίου του 1937, δις βραβευμένη με Οσκαρ ηθοποιός, θαρρείς ότι ξύνει παλιές πληγές. Εκτός άλλων μιλά για: α) ομαδικό σεξ στα τρελά χρόνια της δεκαετίας του ’70, β) τρεις γάμους που οδηγήθηκαν στην καταστροφή και γ) μια επέμβαση μαστών. «Γράφοντας όμως» συνεχίζει η Φόντα, «άρχισα να συνειδητοποιώ ότι όταν δεν μιλάς για τα τραύματα της ζωής σου είναι σαν να ράβεις το τραύμα με τη σφαίρα μέσα» λέει στην ίδια συνέντευξη αναφερόμενη στην αυτοκτονία της μητέρας της, όταν η Τζέιν ήταν μόλις 12 ετών.


H αυτοβιογραφία είναι χωρισμένη σε τρεις «πράξεις», όπως λέει η ίδια η Φόντα σε σημείωμα προς τους μελλοντικούς αναγνώστες, το οποίο δημοσιοποιείται στο Internet. H πρώτη πράξη είναι η Συγκέντρωση (Gathering), γιατί εκεί «μιλώ για τα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής μου που έπλασαν την προσωπικότητά μου». H δεύτερη λέγεται Αναζήτηση (Seeking), γιατί μετά τα τριάντα της η Φόντα άρχισε να ψάχνει τον κόσμο «πέρα από τα στενά όρια του εαυτού μου και της άμεσης ζωής μου». Οσο για την τελευταία πράξη την ονομάζει Αρχή, γιατί πολύ απλά «έτσι νιώθω τώρα».


H αρχή


H Λάιζα Μινέλι είπε κάποτε ότι δεν υπάρχει παιδί επωνύμου που να μη βοηθήθηκε από το διάσημο όνομά του αλλά «όταν η αυλαία ανοίγει, τότε κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει εκτός από τον ίδιο σου τον εαυτό». Οπως έχει συμβεί σε πολλούς ηθοποιούς, η κόρη του ηθοποιού Χένρι Φόντα δυσκολευόταν να συμβιβαστεί με τις υποκριτικές ικανότητές της. Φωτογενές κορίτσι, δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα ως μοντέλο της «Vogue», όταν όμως στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ξεκίνησε η προσφορά κινηματογραφικών ρόλων, τότε άρχισαν και οι αμφιβολίες για τις υποκριτικές ικανότητές της.


Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της η Φόντα αποφάσισε να πάρει μαθήματα στη σχολή του Actors Studio στη Νέα Υόρκη (ο Χένρι Φόντα το απεχθανόταν). Φοίτησε κάτω από τις οδηγίες του Λι Στράσμπεργκ, του ανθρώπου που αντιλήφθηκε πρώτος τις προοπτικές της ως ηθοποιού συλλαμβάνοντας επίσης κάτι που δεν έπαψε ποτέ να συνοδεύει τη Φόντα και όχι μόνο στις ταινίες της: τον μόνιμο πανικό των ματιών της. Ηταν ένας πανικός που σήμαινε ταυτόχρονα κουράγιο, την ανάγκη να αποδείξει δημόσια πως μπορούσε να ξεπεράσει τα όριά της. Ισως από αυτόν τον πανικό να προέρχεται ο φανατισμός που την ώθησε αργότερα στις πολιτικές και άλλες, εκτός κινηματογραφικής οθόνης, δραστηριότητές της.


H συμβίωση με τον Βαντίμ


«Μου δίδαξε ένα νέο τρόπο ζωής – τον ευρωπαϊκό τρόπο» είπε κάποτε η Φόντα για τον πρώτο σύζυγό της, Ροζέ Βαντίμ. Ωστόσο όταν το 1965 παντρεύτηκε τον τολμηρό γάλλο σκηνοθέτη του «Και ο θεός έπλασε τη γυναίκα», η Φόντα δεν ήταν κανένα συνεσταλμένο κοριτσάκι. Στο βιβλίο της αναφέρει ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (1959-1963) αναζητούσε «την ασφάλεια» μέσω σχέσεων με ομοφυλόφιλους και αμφιφυλόφιλους. «Με προστάτευαν από τον πόνο που ένιωθα για τον εαυτό μου» λέει. Ο Βαντίμ ήταν εκείνος που διεύρυνε τη σκέψη της, αλλά ποτέ δεν είδε τον εαυτό της αρκετό για αυτόν. H Φόντα παραδέχεται ότι η εξάρτησή της από τον Βαντίμ την έκανε να νιώθει μειονεκτικά απέναντί του. Συνεπώς φοβούμενη μην τον χάσει δεν του είπε ποτέ πόσο πονούσε όταν της ζητούσε να κάνουν όργια μαζί με τρίτα πρόσωπα. «Για να μη νιώθω σαν αντικείμενο, έπρεπε να γίνω φίλη με όλες αυτές τις γυναίκες». Πολλές από αυτές τις κοπέλες ήταν κολ γκερλ πολυτελείας και «βοήθησαν» τη Φόντα να προσεγγίσει καλύτερα μία από τις σημαντικότερες κινηματογραφικές ηρωίδες της, την Μπρι Ντάνιελς στην «Εξαφάνιση» («Klute»), για την οποία κέρδισε το πρώτο Οσκαρ της.


Για χάρη του Βαντίμ η Φόντα αρνήθηκε σημαντικούς ρόλους που της είχαν προταθεί (της Μία Φάροου στο «Μωρό της Ρόζμαρι», της Φέι Νταναγουέι στο «Μπόνι και Κλάιντ»). Επαιξε όμως στη σαπουνόπερα φαντασίας του συζύγου της, τη διάσημη «Μπαρμπαρέλα», μια ταινία η οποία είχε εμπορική επιτυχία και καθιέρωσε τη Φόντα ως «σύμβολο του σεξ». Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’60 η σχέση της Τζέιν Φόντα με τον Βαντίμ είχε αρχίσει να παρακμάζει και ένας από τους λόγους ήταν η αδιάφορη στάση που ο Βαντίμ κρατούσε απέναντι στο πολύκροτο θέμα του πολέμου στο Βιετνάμ. Το 1969 η Φόντα βρέθηκε στη Βομβάη και ήρθε αντιμέτωπη με την αληθινή φτώχεια, την αληθινή θλίψη και αθλιότητα. Ενα χρόνο αργότερα, με εμφάνιση χίπι, διέσχιζε την πατρίδα της από άκρη σε άκρη προσπαθώντας να δει «τι γινόταν». Ανακάλυψε την έννοια της επανάστασης και βρέθηκε παντού – σε πορείες φοιτητών στο Πεντάγωνο, σε κοινόβια του Νέου Μεξικού, σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Μίλησε για το πρόβλημα των Ινδιάνων, για τον ρατσισμό και για το Βιετνάμ, αλλά κάποια στιγμή αποφάσισε να σταματήσει να ασχολείται με την επανάσταση ως χόμπι και να γίνει η… Hanoi Jane.


H Τζέιν του Ανόι


Στο βιβλίο της εξηγεί ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους επισκέφθηκε το Βιετνάμ (την ίδια μάλιστα χρονιά που κέρδισε το Οσκαρ για την «Εξαφάνιση» – 1972) ήταν για να φέρει αποδείξεις στον αμερικανικό λαό για το ότι ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον, που υποστήριζε ότι θέλει να σταματήσει τον πόλεμο, στην πραγματικότητα τον αναζωπύρωνε βομβαρδίζοντας αεροπορικώς τη χώρα. Σήμερα όμως παραδέχεται ότι ήταν λάθος της να φωτογραφηθεί καθισμένη πάνω στο αντιαεροπορικό πυροβόλο των Βορείων Βιετναμέζων· μια φωτογραφία για την οποία πολλοί συμπατριώτες της πολεμιστές ποτέ δεν την συγχώρησαν. Ο άνθρωπος που βοήθησε την Τζέιν Φόντα στην «εκστρατεία» της στο Βιετνάμ ήταν ο αριστερίζων αρχηγός του αντιπολεμικού κινήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, Τομ Χέιντεν. Ο δεύτερος σύζυγός της και πατέρας του γιου της Τρόι (τιμής ένεκεν του Νγκιέν Βαν Τρόι, εθνικού μάρτυρα των Βιετκόνγκ). H αφοσίωσή της στον Χέιντεν ήταν τέτοια, που το 1977 δέχθηκε να κάνει δύο ταινίες έτσι ώστε να χρηματοδοτήσει την προεκλογική εκστρατεία του για μια θέση στη Γερουσία («Ελεύθερος καβαλάρης» και «Τζούλια»).


Ισως η πιο ειρωνική στιγμή στην καριέρα της Τζέιν Φόντα είναι που το δεύτερο Οσκαρ της το κέρδισε για τον «Γυρισμό», όπου υποδύθηκε τη συντηρητική αμερικανίδα σύζυγο στρατιωτικού (Μπρους Ντερν), η οποία μετατρέπεται σε φανατισμένη διαδηλώτρια εναντίον του πολέμου ύστερα από τη γνωριμία της με έναν παράλυτο βετεράνο (Τζον Βόιτ). Αμέσως μετά τον «Γυρισμό» η Φόντα άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της που αυτή τη φορά αφορούσε τη φυσική αγωγή. H ηθοποιός έφερε τη γυμναστική στο σπίτι της νοικοκυράς με το περίφημο βίντεο «Jane Fonda’s Workout» που πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα.


H πρώην κυρία CNN


Με την «Κακιά πεθερά» («Monster in Law»), σήμερα, η θρυλική ηθοποιός επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη ύστερα από δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια απουσίας (στην προτελευταία ταινία της, το «Στάνλεϊ και Αϊρις» του Μάρτιν Ριτ την είδαμε να μαθαίνει γράμματα στον Ρόμπερτ Ντε Νίρο).


«Δεν πρόκειται για τίποτε να ξαναπώ «ποτέ», γιατί όταν άφησα την υποκριτική ήμουν πεπεισμένη ότι ποτέ δεν θα επανέλθω» λέει σήμερα για την απόφασή της να ξαναπαίξει. Στο παρελθόν η Φόντα είχε πει ότι εγκατέλειψε τον κινηματογράφο ύστερα από έκκληση του τρίτου συζύγου της, Τεντ Τέρνερ, με τον οποίο έμεινε παντρεμένη από το 1991 (έναν χρόνο μετά τον χωρισμό της με τον Χέιντεν) ως το 2001. Συμβιβασμένη με την ηλικία της, η Φόντα στην καινούργια της ταινία παίζει μια «βιτριολική» πεθερά με άτυχη μέλλουσα νύφη την… Τζένιφερ Λόπεζ. Βλέποντας απλώς το trailer της ταινίας (http: //www.monsterinlaw.com/), αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι η κωμωδία του Ρόμπερτ Λούκετιτς είναι φτιαγμένη πάνω στη Βαϊόλα της Φόντα, μια «σκύλα» του Μπέβερλι Χιλς, η οποία δεν είναι διατεθειμένη να χάσει τον κανακάρη της χωρίς… αίμα!


«Επαιξα κυρίως για τη διασκέδασή μου» λέει η Φόντα για την «Κακιά πεθερά», συμπληρώνοντας ότι ο μισθός της δόθηκε στην Οργάνωση Προστασίας Ανήλικων Εγκύων της Τζόρτζια, την οποία υποστηρίζει. «Μα και επειδή δεν είχα υποδυθεί ποτέ στη ζωή μου μια ηρωίδα σαν τη Βαϊόλα. Τη λάτρεψα και δεν θα έλεγα όχι για μια «συνέχεια»».


H αυτοβιογραφία της Τζέιν Φόντα «My life so far» κυκλοφορεί στα αγγλικά από τις εκδόσεις Random House και η ταινία της «Κακιά πεθερά» έχει προγραμματισθεί για προβολή στις αίθουσες από τη Village Films στις 27 Μαΐου.