Ο ρεμπέτης που έγινε «σερ»



Μια επική φωνή που δεν σε αφήνει να κλάψεις, παρά μόνο από υπερηφάνεια. Μια φωνή δωρική που «κοιτάει» ψηλά. Μια φωνή που δίνει διέξοδο. «Ανοίγει» τρύπα στο ταβάνι. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. H πιο αντιπαραθετική με την εξουσία φωνή. Ο καλλιτέχνης που εξέφρασε τους μισούς Ελληνες, αφού οι άλλοι μισοί ταυτίστηκαν με τον Στέλιο Καζαντζίδη.


Από την Πέμπτη το βράδυ «πέρασε» απέναντι. Εγκατέλειψε. Τιμήθηκε, δοξάστηκε, αγαπήθηκε ενώ ζούσε. Δεν «περίμενε» να πεθάνει για να γίνει μύθος. Βιάστηκε. Το σπουδαίο, και το σπάνιο, είναι ότι ως το τέλος αυτός ο μύθος διατηρήθηκε ακέραιος. Ο Μπιθικώτσης δεν «κλώτσησε την καρδάρα με το γάλα». Από εξυπνάδα; Από ένστικτο; Ακόμη και όταν ερμήνευσε τραγούδια μικρότερης αξίας η φωνή του διέσωσε και τον ίδιο και τη φήμη του. Τίποτε δεν στάθηκε ικανό να αμφισβητήσει τη βαρύτητα και το κύρος του. Πενήντα πέντε χρόνια προσφοράς, 83 χρόνια ζωής. Παρ’ ότι η συγκίνηση από το γεγονός του θανάτου του είναι μεγάλη, το θέμα της αξίας του καλλιτέχνη δεν χρειάζεται καν την απόσταση ψυχραιμίας για να εκτιμηθεί.


H πρώτη περίοδος


«Ο Μπιθικώτσης είναι τέκνο του ρεμπέτικου» επισημαίνει ο μελετητής του ρεμπέτικου Παναγιώτης Κουνάδης. «Αναμειγνύεται με τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη και τους άλλους σπουδαίους συνθέτες της εποχής. Επηρεάστηκε πολύ από τον Μάρκο. Το πρώτο τραγούδι που έγραψε άλλωστε, το 1949, ένα μελαγχολικό τραγούδι βαμβακαρικού ύφους, σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, «Το καντήλι τρεμοσβήνει», ο Μάρκος το ερμήνευσε». Ο Μπιθικώτσης είχε πολλές φορές αναφερθεί στον Μάρκο και στην επιρροή που έλαβε από αυτόν. Στα παιδικά του χρόνια έπαιζε κιθάρα, αλλά στην εφηβεία του άρχισε να «σκαλίζει» το μπουζούκι, το «όργανο του Μάρκου» όπως έλεγε. Στο μπουζούκι εντόπισε τις πρώτες του εμπνεύσεις. Μέσα στο μεταπολεμικό κλίμα της εποχής, το κλίμα του ρεμπέτικου, γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Και δεν είναι λίγα. Φτάνουν τα 100. Προτού μπει στη ζωή του ο Μίκης Θεοδωράκης και τον αναδείξει στον σημαντικότερο ίσως τραγουδιστή του 20ού αιώνα, ο Μπιθικώτσης είχε μεγάλη δραστηριότητα. «Δεν ήταν ένας τραγουδιστής δευτερευούσης σημασίας» εξηγεί ο Παναγιώτης Κουνάδης. «Δεν έγινε τόσο γνωστός εκείνη την εποχή, δεκαετία του ’50, λόγω της επικράτησης του Καζαντζίδη. H φωνή του Μπιθικώτση φέρνει τον επικό χαρακτήρα των μεγαλύτερων τραγουδιστών της Μικράς Ασίας. Μόνο που είναι διατονικός, τραγουδάει πάνω στις μουσικές ευρωπαϊκές κλίμακες, δεν έχει τις δυνατότητες των μεγάλων τραγουδιστών της μικρασιατικής σχολής. Σε μια εποχή όμως ιδιαιτέρως μελαγχολική και θλιβερή για την Ελλάδα δίνει τον επικό χαρακτήρα και τον χαρακτήρα της αισιοδοξίας, κάτι που δεν κάνει ο Καζαντζίδης».


H συνάντηση με τον Μίκη


Αυτή λοιπόν είναι η πρώτη περίοδος του Μπιθικώτση. Πριν από τον Θεοδωράκη. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος οριοθετεί τις τρεις τραγουδιστικές περιόδους του. «H πρώτη, ως το ’60, όπου τραγουδάει και συνθέτει λαϊκά. H δεύτερη με τον Θεοδωράκη και τους επιγόνους, στη διάρκεια της οποίας ερμηνεύει ένα και μοναδικό τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, το «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά», και η τρίτη περίοδος όπου συνθέτει πάνω σε στίχους κυρίως του Κώστα Βίρβου τραγούδια περισσότερο ρομαντικά και κανταδόρικα».


H συνάντηση με τον Θεοδωράκη είναι μοιραία. Το 1960 η λαϊκή εκδοχή του «Επιταφίου», σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου (είχε προηγηθεί «λυρική» βερσιόν με ενορχηστρωτή τον Μάνο Χατζιδάκι και ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη), δημιουργεί διαμάχη ανάμεσα στους υπερασπιστές του «έντεχνου» και του «λαϊκού» έργου. Το μεγάλο κοινό ταυτίστηκε με την ηχογράφηση του Μπιθικώτση και αυτή άλλωστε αναδεικνύεται ιστορική. Με τον «Επιτάφιο», το «Αξιον Εστί» και τη «Ρωμιοσύνη» ο Μπιθικώτσης γίνεται η δίοδος για να περάσει η σύγχρονη ελληνική ποίηση στο ευρύ κοινό. «H φωνή του Μπιθικώτση ήταν ιδεώδης για αυτά τα τραγούδια» λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. «Δεν είχε φωνή που προερχόταν από την Ανατολή. Μια φωνή ξερή, χωρίς φιοριτούρες, είχε. H ποίηση αυτή, κυρίως του Ρίτσου, ήταν «κάθετη». Δεν μπορούσε να ειπωθεί με τσαλκάντζες. Ο Θεοδωράκης, που δεν είναι μόνο μεγάλος μουσικός αλλά και ιδιοφυές άτομο, πήρε τον Μπιθικώτση όταν αυτός τραγούδαγε στον «Κήπο του Αλλάχ». Κατάλαβε αμέσως ότι ήταν το εργαλείο που χρειαζόταν. Μια φωνή που δεν έκλαιγε. Ηταν ιδανικός και για τα τραγούδια του Χριστοδούλου, του Καμπανέλλη, τα δικά μου με τον Ξαρχάκο». Για τον Κουνάδη έχει πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι «ένα παιδί του ρεμπέτικου, καθαρόαιμο, γίνεται ο μεγάλος ερμηνευτής, ο επικός τραγουδιστής της δεκαετίας του ’60».


Αξιόλογες επιλογές


Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν συμφωνεί με την ισχύουσα άποψη ότι υπάρχουν δύο ερμηνευτικές «σχολές» στο τραγούδι. Οχι μόνο σχολή Καζαντζίδη και σχολή Μπιθικώτση. «Υπάρχει και σχολή Μανώλη Αγγελόπουλου» τονίζει. «Ενας τραγουδιστής με καταπληκτικούς λαρυγγισμούς τον οποίο ακολούθησαν πολλοί. Τον Καζαντζίδη τον μιμήθηκαν εκατοντάδες, τον Μπιθικώτση επίσης. Τον δρόμο του Γρηγόρη ακολούθησε ο Νταλάρας, ο Μητσιάς, ο Καλογιάννης και ο Πουλόπουλος».


Και ενώ ζει τη μεγάλη δόξα, τη μεγάλη καταξίωση με το επικό τραγούδι, δεν κόβει τις γέφυρες με το ρεμπέτικο. Επαναφέρει τραγούδια του Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη με τέτοια ισχύ που μοιάζουν σαν καινούργια. «Δεν μιμήθηκε τις ερμηνείες των τραγουδιστών του ρεμπέτικου. Εδωσε άλλη εκδοχή, πολύ ενδιαφέρουσα» λέει ο Παναγιώτης Κουνάδης. Ο Μπιθικώτσης, λένε οι άνθρωποι που τον ήξεραν καλά, ήταν ένας λαϊκός, έξυπνος άνθρωπος. Με αλάθητο ένστικτο και σωστές επιλογές καριέρας. «Ενας τραγουδιστής δεν γίνεται σπουδαίος επειδή έχει μεγάλη φωνή μόνο. Οι επιλογές είναι εξίσου σημαντική παράμετρος. Και ο Μπιθικώτσης είχε το ένστικτο και το μυαλό να κάνει καλές επιλογές» επισημαίνει ο Παναγιώτης Κουνάδης.


Ο Μπιθικώτσης τραγούδησε τα πιο σπουδαία τραγούδια κάνοντας συγχρόνως μεγάλες πωλήσεις δίσκων. Ακόμη θυμούνται κάποιοι την αντίδρασή του όταν πήγε να πληρωθεί το πρώτο εξάμηνο μετά την κυκλοφορία του «Επιταφίου»: «Τι να τα κάνω τόσα λεφτά!» απόρησε.


H περίοδος μετά τα μεγάλα έργα, που γράφει τα δικά του τραγούδια, κυρίως τα πιο «ρομαντικά», όπως τα χαρακτηρίζει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, είναι η μόνη κατά την οποία υπέστη και αρνητική κριτική. «Ακόμη και με τα χαζοτράγουδα που γράφονταν την περίοδο της χούντας η φωνή του δεν έχασε τη δύναμή της. Ακόμη και όταν τραγούδαγε την «Επίσημη αγαπημένη» το κύρος και η αξία ήταν η ίδια με τα μεγάλα τραγούδια του Μίκη και των ποιητών» λέει ο Παναγιώτης Κουνάδης.


Και αν κάτι έμεινε ίδιο, εκτός από το ταλέντο και την προσωπικότητα του ανθρώπου, είναι η ποιότητα του κοινού που τον ακολούθησε. Ο Μπιθικώτσης, συμφωνούν όλοι σε αυτό, συγκέντρωσε τον θαυμασμό ανθρώπων με υψηλό πνευματικό status. Εξέφρασε μεν μεγάλη μερίδα κοινού, αλλά ο πυρήνας των ανθρώπων που τον ακολούθησε δεν το έκανε μόνο με την καρδιά και το συναίσθημα, αλλά και με το μυαλό. Και όπως λένε οι γνωρίζοντες την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, οι σχέσεις που ξεκινάνε από το μυαλό είναι ανθεκτικότερες και βαθύτερες. Στην περίπτωση του Μπιθικώτση, αυτό έχει ήδη αποδειχθεί.