» H τέχνη είναι δύναμη που κατασκευάζει γνώση »


Ο Νίκος Παπαστεργιάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης και του Australian Centre, συγγραφέας των βιβλίων «Cultures in Diaspora» και «Turbulent Migration». Προ ημερών εκφώνησε μια ομιλία στο Γενί Τζαμί της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της παρουσίασης του project με τίτλο «ΕΓΝΑΤΙΑ – Ενα ταξίδι μέσω αναμνήσεων μεταναστών». Για την παρουσίαση διοργανώθηκε ένα διεπιστημονικό εργαστήριο υπό την αιγίδα του Δήμου Θεσσαλονίκης και με την οργανωτική ευθύνη των Μαρίνας Φωκίδη, τεχνοκριτικού και ανεξάρτητης επιμελήτριας, Δάφνης Βιτάλη, ιστορικού τέχνης, και Γιάκοπο Γκάλικο, καλλιτέχνη της ομάδας Stalker, το οποίο περιέλαβε μία έκθεση και ένα συνέδριο. Και άλλοι διακεκριμένοι επιστήμονες του χώρου της κοινωνιολογίας και της τέχνης έλαβαν μέρος στο συνέδριο (όπως ο Αγιάν Ακτάρ, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά στην Κωνσταντινούπολη, η Εφη Βουτυρά, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη, η Μαρία Παπαδημητρίου, καλλιτέχνις, η Χαρίκλεια Χάρη, αρχιτέκτονας, κ.ά.), ενώ στην έκθεση παρουσιάστηκαν εγκαταστάσεις των Γιάκοπο Γκάλικο / Stalker, Σέλντα Ασάλ, Θεόδωρου Χρυσικού / Savra Art (ηχητική εγκατάσταση χώρου, με την υποστήριξη του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς και της οργάνωσης των Laussanistes από την Κωνσταντινούπολη) και Σωκράτη Σωκράτους. Το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον στην ομιλία του Νίκου Παπαστεργιάδη ωστόσο ήταν η προσπάθειά του να διερευνήσει τις αντιδράσεις των καλλιτεχνών στα εντεινόμενα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα του καιρού μας, μια προσπάθεια που μας έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουμε τόσο για το πώς οι καλλιτέχνες χειρίζονται τα ζητήματα όσο και για το πώς οι μελετητές προσπαθούν να προσεγγίσουν την τέχνη αυτού του είδους.




– Στην αρχή της ομιλίας σου, τόνισες ότι δεν είσαι ούτε ιστορικός ούτε κριτικός τέχνης και ότι όσα θα έλεγες δεν θα είχαν στόχο να τοποθετήσουν ή να αξιολογήσουν έργα τέχνης αλλά να περιγράψουν τον τρόπο αντίδρασης των καλλιτεχνών σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Ετσι κι αλλιώς όμως κανένας που να ασχολείται με την τέχνη σήμερα δεν ασχολείται μόνο με την τέχνη. Αυτό που κάνεις δεν είναι διαφορετικό από αυτό που κάνουν οι περισσότεροι ιστορικοί και κριτικοί, έτσι δεν είναι;


«Ευτυχώς ή δυστυχώς η γενική τάση έχει έρθει στο σημείο όπου βρίσκομαι. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να υπάρχει ισχυρή υπεράσπιση της ιστορίας της τέχνης με την κλασική έννοια. Οι ιστορικοί συνειδητά υπερασπίζονται τη μεθοδολογία τους και οι κριτικοί τέχνης εξακολουθούν να διακηρύσσουν τη «νέα τάση» ή τη «νέα μόδα» και να βγάζουν το ψωμί τους προσπαθώντας να προβλέψουν προς τα πού οδεύει το συλλογικό γούστο. Με μια έννοια λοιπόν η κλασική λειτουργία της ιστορίας της τέχνης και ο κλασικός ρόλος του κριτικού ως μεσάζοντα μεταξύ εμπόρου και κοινού και ως διαμορφωτή προτιμήσεων επιβιώνουν. Ωστόσο αυτό που έχει κάνει την εμφάνισή του είναι η συνείδηση ότι η τέχνη αποτελεί μέρος της κοινωνίας, όχι ως διακοσμητικό ή συμβολικό αντικείμενο αλλά ως δύναμη που κατασκευάζει γνώση. Μπορούμε να παρατηρήσουμε λοιπόν την εμφάνιση ενός νέου λόγου, ο οποίος προσπαθεί να τοποθετήσει την τέχνη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Υπάρχει μια εντεινόμενη αντίληψη του γεγονότος ότι η τέχνη δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε απομόνωση, στο εργαστήριο του καλλιτέχνη, αλλά στον δρόμο, στην καθημερινή ζωή».


– Μεγάλο μέρος της κλασικής ιστορίας της τέχνης ασχολήθηκε με τη σχέση τέχνης και κοινωνίας, με την πρόσληψη του έργου τέχνης από την κοινωνία, καθώς και με την κοινωνική λειτουργία του, ωστόσο η αίσθηση παρέμενε ότι το αντικείμενο της έρευνας ήταν το ίδιο το έργο. Σήμερα οι πιο προβεβλημένοι μελετητές μοιάζουν να συζητούν για τα ζητήματα στα οποία το έργο παραπέμπει και όχι για το ίδιο το έργο, σχεδόν σαν το έργο να είναι απλώς η δικαιολογία για να μιλήσουμε για κάτι που μας ενδιαφέρει. Δεν στερεί αυτό τη δυνατότητα από την κριτική να αποτελέσει εργαλείο αξιολόγησης, να θεσπίσει μια ιεραρχία;


«Πρόκειται για μια αναγνώριση του κλασικού προβλήματος του σχετικισμού. Το καθετί έχει αξία από τη δική του οπτική. Και, σχετικά μιλώντας, πώς κρίνεις ότι ένα πράγμα έχει μεγαλύτερη αξία από ένα άλλο, όταν το καθετί έχει αξία από τη δική του οπτική;».


– Χρειάζεσαι ένα σύστημα…


«Μα, αυτό είναι το πρόβλημα. H κλασική ιστορία της τέχνης είχε επί καιρό θεσπίσει ότι αυτό που έχει αξία είναι αυτό που έχει οπτική δύναμη. Αυτό που λέω εγώ είναι ότι σήμερα η αξία μπορεί να βρεθεί σε πολλαπλές μορφές. Μπορεί να πρόκειται για την αξία ενός τελειωμένου έργου και μπορεί να πρόκειται για τα ίχνη αυτής της αξίας στην καταγραφή μιας σχέσης. Αυτό που επίσης προτείνω είναι ότι όταν οι καλλιτέχνες ασχολούνται με κοινωνικά ζητήματα ή με την παραγωγή κοινωνικών σχέσεων, ασχολούνται επίσης με την παραγωγή αισθητικής δύναμης. H Αισθητική της τέχνης έχει παραδοσιακά εντοπισθεί στο τελικό προϊόν, στο αντικείμενο. Σήμερα ίσως είναι ο καιρός να δούμε ότι οι ποιότητες αυτές μπορούν να εντοπισθούν σε λεπτές, καθημερινές δράσεις και αντιδράσεις. Και φυσικά αυτό που συμβαίνει είναι ότι συχνά ο κριτικός δεν μπορεί να ανασυνθέσει το γεγονός κοιτάζοντας ένα τελικό προϊόν γιατί δεν υπάρχει τελικό προϊόν αλλά μια ζωντανή διαδικασία. Ο κριτικός πρέπει να είναι εκεί, πρέπει με κάποιον τρόπο να συμμετέχει».


– H ζωγραφική, για παράδειγμα, είναι μια διαδικασία που υπάγεται σε ένα συγκεκριμένο σύστημα, στο οποίο ο ζωγράφος καταγράφει τις αντιδράσεις του στην παρατήρηση. H καταγραφή αυτή είναι το ίχνος της διαδικασίας, αυτό που ονομάζουμε πίνακα και που προστατεύουμε στα μουσεία μας. Υπάρχει μια αντιστοιχία ανάμεσα στο ίχνος και στη διαδικασία, όχι απόλυτη αλλά ικανή να απηχήσει τη διαδικασία μέσω της θέασης του ίχνους. Ενα πρόβλημα της τέχνης που συζητούμε είναι ότι η αντιστοιχία μεταξύ διαδικασίας και ίχνους είναι ασθενική. Στις περισσότερες παρουσιάσεις έργων που αφορούν τη δημιουργία «κοινωνικών σχέσεων» – συνήθως εγκαταστάσεις, video ή φωτογραφίες – αυτό που βλέπουμε τελικά δεν έχει τίποτε από τη δύναμη της ίδιας της διαδικασίας, όπως την έζησε κάποιος που ήταν εκεί. Μπαίνεις μέσα σε μια έκθεση και…


«Αισθάνεσαι ότι έχασες το πάρτι».


– Ακριβώς.


«Εδώ έχεις δίκιο. Πολλές φορές πηγαίνεις σε τέτοιες εκθέσεις και λες: «Γιατί είμαι ο μόνος νηφάλιος ανάμεσα σε ανθρώπους με hangover;». Μερικές φορές βέβαια, όταν η τέχνη είναι επιτυχής, τα σπαράγματα που υπάρχουν μπορούν να μεταδώσουν τη δύναμη για την οποία μιλούμε. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει συχνά. Τις περισσότερες φορές υπάρχει η αίσθηση ότι κάτι λείπει. H μεγάλη πρόκληση αυτή τη στιγμή είναι η μεσολάβηση ανάμεσα στην καλλιτεχνική διαδικασία και στη μετάδοση αυτής της διαδικασίας σε ένα ευρύτερο κοινό. Μια λύση είναι το Διαδίκτυο, το οποίο πράγματι λειτουργεί ικανοποιητικά, αν υποθέσουμε ότι κανείς νιώθει άνετα με το γεγονός ότι ο δημόσιος χώρος είναι πλέον εικονικός. Προσωπικά, μου αρέσει ο χώρος της γκαλερί, μου αρέσει ο χώρος της αγοράς, μου αρέσει ο χώρος του σεμιναρίου…».


– Αυτό για το οποίο συζητούμε όμως δεν είναι ένα αμιγώς μορφολογικό ζήτημα, διόλου διαφορετικό από ό,τι παλαιότερα, το πώς δηλαδή ο καλλιτέχνης δίνει μορφή στην εμπειρία;


«H διαφορά όμως τώρα έγκειται στο εξής: ενώ προηγουμένως η μορφή ετίθετο από τον καλλιτέχνη και η πρόκληση για το κοινό ήταν να αντιδράσει σε αυτή, να σχηματίσει μια ερμηνεία, τώρα η δυναμική που αναπτύσσεται είναι ότι στη διαδικασία της αντίδρασης το κοινό μεταβάλλει τη μορφή. Το πρόσωπο που αντιδρά συχνά μπορεί να επηρεάσει το πρόσωπο που δημιουργεί και αυτό γιατί δεν υπάρχει τελικό προϊόν, τουλάχιστον με την προγενέστερη έννοια. Το βλέπεις αυτό σε πολλές εγκαταστάσεις που λειτουργούν μόνο βάσει της παρουσίας του θεατή· και μάλιστα το σχήμα της παρουσίας του θεατή αλλάζει την ίδια την αφήγηση. Ποτέ δύο άνθρωποι δεν βλέπουν το ίδιο έργο. Εχουμε μια έκφραση στην Ελλάδα, το «σπασμένο τηλέφωνο», που αποτελεί καλή μεταφορά για αυτού του είδους την τέχνη. Στη διαδικασία μετάδοσης ενός μηνύματος από τον έναν στον άλλο και μέσω των διαδοχικών αντιδράσεων, το μήνυμα αλλάζει. Και αυτό είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο κοντά στο πώς λειτουργεί η γλώσσα. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος της δύναμης των καλλιτεχνών, ας πούμε, του 15ου αιώνα, ήταν η μεγάλη τους τεχνική ικανότητα – μπορούσαν να ζωγραφίσουν ένα άλογο ή ένα πρόσωπο με μια δεξιοτεχνία που εγώ κι εσύ δεν θα αποκτούσαμε έστω και με εξάσκηση είκοσι χρόνων. Σήμερα, αυτό που κάνουν οι καλλιτέχνες για τους οποίους μιλούμε δεν έχει ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο τεχνικής. Σήμερα στα μικροαστικά ελληνικά σπίτια υπάρχουν περισσότερες βιντεοκάμερες από όσα πινέλα υπήρχαν στη Φλωρεντία. Τα μέσα της τέχνης βρίσκονται πολύ πιο κοντά στη ζωή. Οι σημερινοί καλλιτέχνες το ξέρουν αυτό. Και με αυτό προσπαθούν να δουλέψουν».


H επόμενη παρουσίαση του συνεχιζόμενου project «ΕΓΝΑΤΙΑ» θα γίνει στην 9η Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης, το ερχόμενο φθινόπωρο. Πληροφορίες: http: //www. egnatia. info.