Στον «Ομηρο» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, που από αυτή την εβδομάδα προβάλλεται στις αίθουσες, ένας αλβανός μετανάστης, ο Ελιόν (Στάθης Παπαδόπουλος), κρατώντας όπλο και χειροβομβίδα απειλεί ότι θα τινάξει στον αέρα το λεωφορείο που έχει καταλάβει αν δεν του δοθούν χρήματα και δεν μεταφερθεί στην πατρίδα του. Ενας από τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να ξεπεράσει τα όριά του είναι η υπερέκκριση της τεστοστερόνης του, που τον οδήγησε στο κρεβάτι με τη λάθος γυναίκα. Ο Ελιόν δεν είναι το καλύτερο παιδί του κόσμου, αλλά πληρώνει με το χειρότερο νόμισμα όχι μόνον το ότι τόλμησε να συνάψει ερωτική σχέση με τη σύζυγο έλληνα αστυνομικού, μα και το ότι πιθανόν να την άφησε έγκυο.


Στην «Τεστοστερόνη» του Γιώργου Πανουσόπουλου, που και αυτή προβάλλεται στις αίθουσες από την περασμένη Παρασκευή, κεντρικός ήρωας είναι και πάλι ένας «φυλακισμένος» άνδρας ο οποίος επίσης έχει έλθει σε δύσκολη θέση εξαιτίας των ορμονών του. Ο Πέτρος (Δημήτρης Λιακόπουλος), ναυτάκι που υπηρετεί τη θητεία του, επιστρέφει με άδεια στο νησί του, απ’ όπου όμως δεν μπορεί να φύγει επειδή υστερικές από τη σεξουαλική πείνα γυναίκες-αρπακτικά πάσης ηλικίας τον καταδιώκουν. Σε αντίθεση με τον Ελιόν, ο Πέτρος κινδυνεύει αν δεν κάνει σεξ.


Ιδού λοιπόν πώς χειρίζονται το σεξουαλικό ζήτημα δύο διαφορετικοί σκηνοθέτες. Ο «Ομηρος» είναι μια συνταρακτική ιστορία βγαλμένη από τα σωθικά της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Ο Γιάνναρης εμπνεύστηκε από την «υπόθεση Φλαμούρ Πίσλι», που συγκλόνισε το πανελλήνιο όταν πριν από έξι χρόνια το ίδιο περιστατικό διαδραματιζόταν ζωντανά μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες.


H «Τεστοστερόνη», από την άλλη πλευρά, θυμίζει επίσης κάτι από το παρελθόν, και αυτό λέγεται ελληνική βιντεοκασέτα της δεκαετίας ’80 (ο τίτλος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι «Ο Ταμτάκος στο νησί των γυναικών»). Παντελώς ανόμοιες μεταξύ τους οι ταινίες συνθέτουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες πλευρές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογραφικού τοπίου.


Μοναχικές διαδρομές


Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, οργισμένος σκηνοθέτης της γενιάς του ’90, εκφράζει προκλητικά τις ανησυχίες του και αφουγκράζεται τα χνώτα μιας δυστυχισμένης κοινωνίας σε απόγνωση. Ταινίες του όπως οι «Από την άκρη της πόλης» και «Δεκαπενταύγουστος» είναι δυσάρεστες, ενοχλητικές ίσως, αλλά ειλικρινείς μικρογραφίες μιας σύγχρονης κοινωνίας μπολιασμένης με τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία.


H διαδρομή που ο 44χρονος σκηνοθέτης ακολουθεί είναι μοναχική γιατί ο Γιάνναρης, όπως ο μεγαλύτερος «αντίπαλός» του, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, είναι ιδρυτής, δάσκαλος και μαθητής μαζί μιας δικής του, εντελώς προσωπικής σχολής κινηματογράφου την οποία υπηρετεί έχοντας τυφλή εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και στις ικανότητές του. H σιγουριά του φαίνεται.


Αυτό που κάνει τις ταινίες του Γιάνναρη ξεχωριστές είναι το ότι θυμίζουν μόνο Γιάνναρη, τη στιγμή που άλλοι σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς, παρά τις σοβαρές προθέσεις, σκοντάφτουν στις επιρροές τους γιατί δεν έχουν ακόμη βρει τον τρόπο να τις μετουσιώσουν σε κάτι δικό τους. Δύο πρόσφατα παραδείγματα ταλαντούχων είναι ο Πάνος Κούτρας της «Αληθινής ζωής», που θύμιζε κάτι σαν ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ, και ο Αγγελος Φραντζής του «Ονειρου του σκύλου», που θύμιζε κάτι σαν ταινία του Ντέιβιντ Λιντς. Το μυστικό του Γιάνναρη είναι ότι, ενώ έχει επίσης επιρροές – από τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, για παράδειγμα – τις υιοθετεί και δεν τις κοπιάρει. Στα ίχνη του βαδίζει μόνο ένας νέος σκηνοθέτης, ο Γιάννης Οικονομίδης του εκρηκτικού «Σπιρτόκουτου», και η επόμενη ταινία του, «H ψυχή στο στόμα», ανήκει σε αυτές που αναμένουμε με ενδιαφέρον.


Στα ίχνη του «Safe sex»


Από την πλευρά του ο Γιώργος Πανουσόπουλος φαίνεται ότι είναι ένας ακόμη ακόλουθος της ξαφνικής επιτυχίας που σημείωσε στην εκπνοή της δεκαετίας του ’90 το «Safe sex» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου. H σύζευξη τηλεοπτικής αισθητικής – σεξοκωμωδίας δημιούργησε μια γιγαντιαία σκιά που κάλυψε αρκετούς κινηματογραφιστές. Στην παγίδα της ευκολίας έπεσαν έμπειροι σκηνοθέτες με χιούμορ (ο Νίκος Περάκης της «Θηλυκής εταιρείας»), λιγότερο έμπειροι χωρίς χιούμορ (Νίκος Ζαπατίνας «Εφ’ άπαξ») και νεότεροι που «ψάχνονταν» (ο Στράτος Τζίτζης τού «H αγάπη είναι ελέφαντας»). H καλύτερη περίπτωση ίσως είναι αυτή της Ολγας Μαλέα, που αξιοποιεί εύστοχα το διεισδυτικό χιούμορ της σατιρίζοντας το χάος της ελληνικής πραγματικότητας («H διακριτική γοητεία των αρσενικών») έστω και αν η τελευταία ταινία της, «Λουκουμάδες με μέλι», σκάλωσε στο «επικίνδυνο» ζήτημα της παιδοφιλίας.


Ο Πανουσόπουλος, σκηνοθέτης ταινιών όπως «Το ταξίδι του μέλιτος» και «Οι απέναντι», ανήκει στους εκπροσώπους του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου που επιβίωσαν μετά το μαράζωμά του τη δεκαετία του ’80. Με την «Τεστοστερόνη», όμως, που περιέργως ακολουθεί το αποτυχημένο αλλά ανήσυχο φιλμ «Μια μέρα τη νύχτα» του ιδίου, δείχνει πανέτοιμος να αναζητήσει με όποιον τρόπο μπορεί τον εύκολο δρόμο της επιτυχίας στα ταμεία, την ώρα που άλλοι σκηνοθέτες της γενιάς του προτιμούν να παραμείνουν συνεπείς στις αξίες τους ανεξαρτήτως αποτελέσματος.


Ο Παντελής Βούλγαρης με τις «Νύφες» είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα σκηνοθέτη που επικοινώνησε με το κοινό χωρίς να προδώσει τις αξίες του. Ως σκηνοθέτες μιας παλαιότερης γενιάς οι Νίκος Παναγιωτόπουλος («Delivery») και Τάσος Ψαρράς («Σκόνη που πέφτει») ακολουθούν επίσης με συνέπεια τη διαδρομή που έχουν χαράξει, αλλά με ταινίες εσωστρεφείς που αδυνατούν να συμβαδίσουν με τις απαιτήσεις του κοινού της εποχής τους (ο Παναγιωτόπουλος συνεχίζει να χορεύει με τις γκονταρικές μνήμες του, ο Ψαρράς μοιρολατρεί πάνω στο προδομένο όραμα της Αριστεράς).


Βεβαίως δεν μπορούν όλοι να έχουν την τόλμη και την αδρεναλίνη ενός Γιάνναρη, ή να στηρίζονται στον μύθο ενός ονόματος όπως του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Υπάρχει όμως πάντοτε η δίοδος της υπομονής, της μεθόδου και της πολύ καλής επεξεργασίας προτού αρχίσει η διαδικασία της υλοποίησης. Τρανταχτό παράδειγμα εκτός από τις «Νύφες» αποτελεί ο περυσινός θρίαμβος της «ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ κουζίνας» του Τάσου Μπουλμέτη, μιας μετρημένης ταινίας που έχει πάρει τη θέση της στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.