Ο αναρχικός σκηνοθέτης εικόνων



«Δεν θα μπορούσα να διαχωρίσω τον κινηματογράφο από τη ζωή μου. Κάθε ταινία μου ανταποκρίνεται στις δικές μου ανάγκες». Και ο Κάρλος Σάουρα πρόλαβε να τα κάνει σχεδόν όλα: να βιώσει πιτσιρικάς τον ισπανικό εμφύλιο, να σπουδάσει την πρώτη του αγάπη, τη φωτογραφία, να πολεμήσει με τον κινηματογραφικό φακό το φρανκικό καθεστώς, να συμφάγει με τον Λουίς Μπουνιουέλ, να κάνει πρωταγωνίστριά του (και σύντροφό του) τη θυγατέρα του Τσάπλιν, να συμπράξει με τον αδελφό του αφηρημένο εξπρεσιονιστή ζωγράφο Αντόνιο Σάουρα, να στήσει επικά «μιούζικαλ» με ικανές δόσεις φλαμένκο και τανγκό.


Επαγγελματίας φωτογράφος σε ηλικία 18 ετών, ξεκινάει με ταινίες μικρού μήκους και μια θέση καθηγητή στο Instituto de Investigaciones y Experiencias Cinematografistas της Μαδρίτης. Σε ηλικία 27 ετών (1959) αποπειράται να γυρίσει ένα μεσαίου μήκους ντοκυμαντέρ (με μηδέν μπάτζετ και ερασιτέχνες ηθοποιούς), το οποίο θα εξελιχθεί στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Los Golfos» (1959). Θέμα της μια συμμορία νεαρών μικροαπατεώνων που καταλήγουν να γίνουν ταυρομάχοι. Στην προβολή τού «Los Golfos» στις Κάννες (όπου θα τύχει εξαιρετικά «χλιαρής» υποδοχής) είναι που θα συναντήσει τον ισόβιο καλλιτεχνικό μέντορά του Λουίς Μπουνιουέλ. «Αν έχω επηρεαστεί από κάποιον σε ιδεολογικό επίπεδο αλλά και στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, αυτός είναι πιθανότατα ο Μπουνιουέλ. Αυτό που πάντα με συνάρπαζε στο σινεμά του είναι αυτή η διττή ματιά του, τα παιχνίδια με τον χρόνο και τα υπαρξιακά του πλάνα, κάτι που καθόρισε σημαντικά τη δική μου κινηματογραφική γραφή».


H επόμενη ταινία του «La caza» («Το κυνήγι»), το πρώτο δηλητηριώδες βέλος του κατά του φρανκικού καθεστώτος, είναι που θα προσελκύσει το διεθνές ενδιαφέρον. Μια αλληγορία για την Ισπανία του caudillo (ιδιαίτερα αιχμηρή καθώς το κυνήγι αποτελούσε στην πραγματικότητα προσφιλές σπορ του ίδιου του Φράνκο και της αυλής του), από αυτές που θα χρησιμοποιήσει κατά κόρον η νέα αντιστασιακή γενιά ισπανών σκηνοθετών για να γλιτώσει από τα αδηφάγα ψαλιδίσματα της λογοκρισίας. Την περίοδο της dictablanda των αρχών της δεκαετίας του ’70 (όταν η δικτατορία του Φράνκο «μαλακώνει» καθώς οδεύει ασθμαίνοντας προς το τέλος της) ο Σάουρα συνεχίζει να γρονθοκοπά με τα «El jardin des las delicias» (1970), «Prima Angelica» (1974) και «Cria Cuervos» (1976).


Για πολλούς ο θάνατος του Φράνκο θα σημάνει και το τέλος του «αιχμηρού σινεμά» για τον Σάουρα, ο οποίος αρχίζει τώρα να προσανατολίζεται αλλού, πάντα όμως κοντά στις παραδοσιακές φόρμες της πατρίδας του. Απτή απόδειξη η «τριλογία του φλαμένκο» που θα γυρίσει τη δεκαετία του ’80 με συνοδοιπόρο τον μεγάλο χορογράφο Αντόνιο Γκάντες: «Ματωμένος γάμος» (1981), «Κάρμεν» (1983) και «Μάγος έρωτας» (1986). Ο ίδιος αρνείται πεισματικά να απολογηθεί για τις συνεχείς «μεταπτώσεις» στην κινηματογραφική γραφή του, στη θεματολογία, στη φόρμα που επιλέγει για να αποδώσει αυτό που έχει κάθε φορά μέσα στο μυαλό του. Το άναρχο καλλιτεχνικό σύμπαν του Σάουρα μοιάζει να χωράει τα πάντα: νεορεαλισμό, πορφυρό σπανιόλικο ταμπεραμέντο, ζωγραφική, εκθέσεις φωτογραφίας, πολιτικό μανιφέστο, φλαμένκο, κωμωδία, τανγκό, μια δική του «Σαλώμη» (όπως αυτή που παρουσίασε προ δύο ετών στη σκηνή του Ηρωδείου). «Γνωρίζω ότι όταν ένας μυθιστοριογράφος ή ένας σκηνοθέτης έχει έναν περιχαρακωμένο, μετρημένο και κλειστό κόσμο, απολαμβάνει περισσότερο την εκτίμηση των κριτικών, επειδή επιλέγει να ακολουθήσει έναν συγκεκριμένο δρόμο και να τον φτάσει ως το τέλος» θα πει προ ετών σε συνέντευξή του. «Εμένα ποτέ δεν με απασχόλησε αυτό. Εγώ είμαι πολυπρόσωπος σαν χαμαιλέοντας, μου αρέσουν πολλά διαφορετικά πράγματα. Το όνειρό μου είναι να ήμουν κάτι σαν Πεσόα του κινηματογράφου και να με άφηναν ήσυχο! Να με άφηναν να κάνω πράγματα τόσο διαφορετικά, όπως ένα μιούζικαλ, ένα δοκίμιο για ένα πρόσωπο, μια περιπέτεια, τις αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια. Δεν με ενδιαφέρει να αναπαράγω την πραγματικότητα. Δεν μου αρέσει ο ηθογραφικός κινηματογράφος και δεν πρόκειται ποτέ να ασχοληθώ με αυτόν. Μου αρέσει η αναρχία στη σκέψη και στη σύνθεση των εικόνων».