Θα σου εμφανιστούν ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένεις. Δεν είναι ότι θα σε τρομάξουν ακριβώς – δεν έχουν κάτι τρομακτικό με την κοινή έννοια της λέξης. Απλώς δεν θα σε αφήσουν να τους πάρεις τον αέρα. Γιατί εσύ αυτό θα πιστέψεις, είναι βέβαιο. Θα πιστέψεις δηλαδή ότι, επειδή κάθονται ανέμελοι απέναντί σου, επειδή αρχίζουν δίχως ντροπή να διηγούνται ιστορίες από το παρελθόν τους, αυτό τους καθιστά κατά κάποιον τρόπο ανοιχτά βιβλία, πρόθυμα να μοιραστούν μαζί σου τα μυστικά τους.


Και είναι μόνο έπειτα από αρκετή ώρα που θα καταλάβεις ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι δεν πρόκειται να σου δοθούν τόσο εύκολα. Στην αρχή δεν θα μπορείς να το προσδιορίσεις. Θα θεωρήσεις ίσως ότι έχουν τον δικό τους, ιδιαίτερο, τρόπο επικοινωνίας. Οτι αρέσκονται σε ελλειπτικές φράσεις ή ότι με τα χρόνια έχουν καλλιεργήσει ένα καθαρά προσωπικό χιούμορ που μοιράζονται στις ιδιαίτερες στιγμές τους. Πιστεύεις ότι αν κάνεις υπομονή, αν έχεις τα αφτιά και τα μάτια σου ορθάνοιχτα, αν ενώσεις προσεκτικά όλα τα κομμάτια του παζλ, θα διαλύσεις το μυστήριο που τους περιβάλλει.


Αυτοί όμως ξεγλιστρούν μέσα από τα δάχτυλά σου. Σιγά σιγά διαπιστώνεις ότι όσα λέγονται δεν είναι απαραίτητα αληθινά, και την επόμενη στιγμή διαψεύδονται με την ίδια ευκολία. Οτι οι πληροφορίες που αποκαλύπτουν για το παρελθόν τους δεν είναι απαραίτητα αξιόπιστες. Ναι, μάλλον παίζουν ένα παιχνίδι, δεν ξέρεις πώς αλλιώς να το εξηγήσεις. Παιχνίδι αποπλάνησης; Θα μπορούσες να το πεις και έτσι – ο ερωτισμός είναι διάχυτος -, μοιάζει όμως να περιέχει έντονη αίσθηση απειλής αυτό το «παιχνίδι», μοιάζει αρκετά επικίνδυνο από ένα σημείο και μετά, κι ας συνεχίζουν να μιλούν για φαινομενικά ασήμαντα πράγματα, κι ας συνεχίζουν να πίνουν τον καφέ τους ή να τραγουδούν στίχους από παλιά αγαπημένα τραγούδια. Οι κανόνες αλλάζουν διαρκώς – και οι συμμαχίες το ίδιο. Ποιος είναι τελικά ο «εχθρός»;


Προσπαθείς να τα βάλεις σε λογική σειρά. Αυτοί όμως κάνουν το παρελθόν να μοιάζει με παρόν, μετατρέπουν τον χρόνο σε πεδίο μάχης και τις αναμνήσεις τους σε πυρομαχικά, έτοιμα να εκραγούν ανά πάσα στιγμή, με την παραμικρή άστοχη κίνηση του κεφαλιού, με την παραμικρή παραδοχή αδυναμίας. Ποια εκδοχή των γεγονότων είναι η αληθινή; Μάταιος κόπος: η πραγματικότητα είναι στα χέρια τους ρευστή, κάτι που πλάθεται ανάλογα με τις επιθυμίες, κάτι που προσαρμόζεται στις επιδιώξεις, στο δίκαιο του ισχυρότερου. Ετσι έγινε, αν έτσι το θυμάμαι, κι αν δεν έγινε έτσι, δεν έχει καμία σημασία: όσο πιο πειστική η διήγηση, όσο πιο δυνατός ο λόγος που την ενσαρκώνει, τόσο πιο ακαριαία τα αποτελέσματα.


Και είναι ακριβώς επειδή υφίστανται μέσα από τον λόγο, επειδή δηλαδή υφίστανται μέσα από κάτι τόσο ευμετάβλητο, που διαγράφονται και οι ίδιοι «χωρίς γωνίες», όπως λέει η Κέιτ, έτσι ώστε «δεν μπορείς να πεις με βεβαιότητα πού αρχίζουν και πού τελειώνουν»: τα περιγράμματα είναι δυσδιάκριτα, σαν να έχεις «βροχή στα βλέφαρά σου».


Ο Πίντερ επιμένει να μας κρατά σε εγρήγορση. H ταυτότητα των ηρώων του δεν είναι ποτέ κάτι στατικό, αποκρυσταλλωμένο, «έτοιμο». Μεταβάλλεται ανά πάσα στιγμή και εμείς πρέπει να είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα ενδεχόμενα. Ποια είναι η Αννα; Είναι υπαρκτό πρόσωπο; Είναι πράγματι η φίλη από τα παλιά, «ωραία χρόνια», που έρχεται από μακριά για να επισκεφθεί την Κέιτ και τον σύζυγό της; Είναι μια φαντασίωση, μια αντανάκλαση της Κέιτ από το παρελθόν που έρχεται να στοιχειώσει το παρόν; Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, αυτό ακριβώς όμως είναι που κάνει το κείμενο τόσο συναρπαστικό: η αίσθηση ενός μάλλον ρεαλιστικού χωροχρόνου – το σαλόνι, τα έπιπλα, το μπράντι, οι συνομιλίες φίλων – που θα μπορούσε ταυτόχρονα να εκτυλίσσεται σε φανταστικό πεδίο, σε μια διάσταση ψυχολογική ή νοητική.


Προσπαθώντας να συσχετίσω την παράσταση του Σταμάτη Φασουλή με το κείμενο του Πίντερ, αυτό που μου έρχεται στο μυαλό είναι ένα ξεφούσκωτο μπαλόνι. Ή μάλλον ένα μπαλόνι που δεν φούσκωσε ποτέ. Κανένας δεν μπήκε στον κόπο να το φυσήξει, κανένας δεν ήξερε πώς. Δεν έχει αέρα, δεν έχει σχήμα, δεν έχει τίποτε. Δεν λέω, υπάρχει η περιποιημένη ατακούλα – πολλές περιποιημένες ατακούλες -, το σκέρτσο με το ντιβάνι, το κόλπο με τον αναπτήρα, το σάλι που σέρνεται, όλες οι καθιερωμένες χαριτωμενιές του σκηνοθέτη. Με άλλα λόγια, υπάρχει ένας φασουλίστικος Πίντερ: γλυκανάλατος ή και, σε εξαιρετικές στιγμές, τσαχπίνικος, πάντως όχι Πίντερ.


Ο ίδιος ο σκηνοθέτης στον ρόλο του συζύγου δίνει τον χαρακτηριστικό τόνο: υιοθετεί για μία ακόμη φορά την κωμική περσόνα που υιοθετεί ανεξαιρέτως σε όλες τις ερμηνείες του – τουλάχιστον όσες έχω δει εγώ τα τελευταία χρόνια. Με το αδιάκοπα περιγραφικό παίξιμό του, δεν αφήνει λέξη ή φράση που να μην την επεξηγήσει με κάποια γκριμάτσα, κάποια χειρονομία, κάποιο τίναγμα του κεφαλιού, του ποδιού κ.ο.κ. H σκηνή που «επιτίθεται» στην Αννα -Καραμπέτη μιλώντας για τη βραδιά που κρυφοκοίταζε τα «λευκά της μπούτια» είναι τουλάχιστον αστεία.


H Καρυοφυλλιά Καραμπέτη έχει κάτι από φιλήδονη ηρωίδα καρτούν, έτσι καθώς προφέρει την πιο απλή απάντηση προτάσσοντας ηδυπαθώς τα χείλη και σταυρώνοντας τις γάμπες της, χαϊδεύοντας με την πλάτη τα παντζούρια ή ερωτοτροπώντας με τα μπράτσα των επίπλων. Και θα μπορούσε, φαντάζομαι, να έχει ενδιαφέρον μια τέτοια διάσταση – η Αννα ως αποτυχημένη femme fatale -, αρκεί κάποιος να μπορούσε να την αξιοποιήσει σκηνοθετικά.


H Ολια Λαζαρίδου βρίσκεται σε άλλο μήκος κύματος – σε άλλη παράσταση. Δεν αναλώνεται σε ευκολίες και νάζια: εκπέμπει μυστήριο με την παρουσία της, απειλή με τη σιωπή της. Πρέπει μόνο να δουλέψει πολύ ακόμη τη σκηνή του «εξορκισμού», την πιο κρίσιμη και δύσκολη σκηνή του έργου, την οποία τώρα αποδίδει ελαφρώς άτονα και μηχανικά. Αν βρει το κλειδί για αυτή τη σκηνή, θα έχει βρει πολλά.