» Είναι όμορφο να βλέπεις συνηθισμένους ανθρώπους »





«Δεν μου αρέσει να σκέφτομαι καμία μορφή τέχνης σαν ιστορικός» λέει ο Τζιμ Τζάρμους καθισμένος χαλαρά σε μια πολυθρόνα του Κουάτρε Φοντάνε του Λίντο, πίνοντας εσπρέσο και ρουφώντας πλούσιες τζούρες από το Marlboro Lights του. «Γι’ αυτό και φρικάρω όποτε ακούω να μιλούν για περιόδους – η περίοδος των μπίτνικς, και μετά των χίπις και μετά των πανκ. Τι σημαίνουν αυτές οι ταυτότητες; Τίποτε. Αν, π.χ., μια ταινία επιδρά πάνω σου, τι σημασία έχει αν γυρίστηκε πριν από 75 χρόνια ή χθες, αν είναι του Μπάστερ Κίτον ή του Σπάικ Λι;».


Για τον Τζιμ Τζάρμους η τέχνη όπως και η ζωή μοιάζει με τον ωκεανό – όσα συμβαίνουν μέσα της δεν είναι παρά κύματα. «Κάποια από αυτά μεγαλύτερα, κάποια μικρότερα. Αλλά υπάρχουν και οι παλίρροιες…».


Ντυμένος κατάμαυρα, ο σκηνοθέτης με τη λευκότερη κόμη στον κόσμο, ένας αυθεντικός βαρόνος του αντικομφορμιστικού ανεξάρτητου κινηματογράφου (τον οποίο έχει υπηρετήσει με ταινίες όπως «Πέρα από τον Παράδεισο», «Στην παγίδα του νόμου» και «Ghost Dog: Ο τρόπος των σαμουράι») θυμίζει ασπρόμαυρη ταινία του. Ούτως ή άλλως, όπως φαίνεται και στο «Καφές και τσιγάρα», μια συρραφή 11 απολαυστικών φετών ζωής με κοινό παρονομαστή την καφεΐνη και τη νικοτίνη, ο Τζάρμους, σε μια εποχή που η ποικιλία χρωμάτων θεωρείται αυτονόητη στον κινηματογράφο, όχι μόνο λατρεύει το ασπρόμαυρο φιλμ αλλά και το υπερασπίζεται περισσότερο από κάθε άλλον. (H ταινία πρόκειται να προβληθεί σε λίγες ημέρες στην Ελλάδα). Αν τον ρωτήσετε ποιες ταινίες θα έπαιρνε μαζί του σε ένα ερημονήσι, θα απαντήσει την «Αταλάντη» του Ζαν Βιγκό, το «They live by night» του δασκάλου του, Νίκολας Ρέι, αλλά και το «Σέρλοκ Τζούνιορ» του Μπάστερ Κίτον, «γιατί θα χρειαστούν και λίγα γέλια σ’ ένα ερημονήσι» όπως λέει.


Κολλημένος στο ρετρό; Ισως. Οταν ο Τζάρμους μιλάει αναφέρεται πολύ συχνά στο παρελθόν (εκτός του ότι λατρεύει τον Κίτον, θέλει επίσης να γυρίσει μια ταινία-ύμνο στον βωβό κινηματογράφο). Αν όμως η φόρμα του προδίδει ρετρολαγνεία, το περιεχόμενό του έχει διαχρονική αμεσότητα γιατί ο Τζάρμους ασχολείται καλύτερα από κάθε άλλον με τα καθημερινά. Λέει ο ίδιος: «Οι μικροανταγωνισμοί, οι μικροσυγκρούσεις, οι αδυναμίες στην επικοινωνία – όλα αυτά αποτελούν στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Μου αρέσει να τα χρησιμοποιώ ώστε να δημιουργώ διαφορετικούς τύπους ανθρώπων και να τους τοποθετώ μέσα στο μεγάλο φάσμα της ζωής».




– Προτού ξεκινήσουμε πείτε μου: γιατί φοράτε πάντα μαύρα ρούχα;


«Οχι πάντα. Χθες φορούσα μπλε. Επίσης, μου αρέσει το γκρι. Το μαύρο πάντως είναι το αγαπημένο μου χρώμα γιατί συνδέεται με είδωλα εφηβείας: ο Αμλετ, ο Τζόνι Κας, ο Ρόι Ορμπισον, ο Ζορό. Μικρός, είχα προβλήματα ακόμη και με τη μάνα μου, που με έβλεπε ως νεκροθάφτη».


– Πόσος χρόνος χρειάστηκε να γυριστεί το «Καφές και τσιγάρα»;


«Το πρώτο επεισόδιο με τον Ρομπέρτο Μπενίνι και τον Στίβεν Ράιτ γυρίστηκε το 1986. Το δεύτερο, με τον Στιβ Μπουσέμι, γυρίστηκε το 1988 – ή ήταν το 1989; Δεν θυμάμαι. Τότε κατάλαβα ότι θα με ενδιέφερε να γυρίσω μια σειρά επεισοδίων πάνω στο ίδιο θέμα και να οργανώσω μια ολοκληρωμένη σύνθεση. Το τελευταίο επεισόδιο γυρίστηκε στις αρχές του 2003. Επομένως η ταινία κατά μιαν έννοια χρειάστηκε περίπου 18 χρόνια για να ολοκληρωθεί! Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι το «Καφές και τσιγάρα» είναι μια ταινία μεγάλου μήκους μεταμφιεσμένη σε μικρού. Αυτό ήταν το όραμά μου. Και θέλω να το συνεχίσω. Νομίζω ότι σε 12 χρόνια θα έχω έτοιμη μία ακόμη παρόμοια ταινία με νέα επεισόδια. Είναι όμορφο να βλέπεις συνηθισμένους ανθρώπους να κάνουν διάλειμμα από τη ρουτίνα κουβεντιάζοντας, καπνίζοντας, πίνοντας καφέ. Μου αρέσουν οι απλοί άνθρωποι με καθημερινές συνήθειες. Δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω μια ταινία με διευθυντάδες, δικηγόρους ή πάμπλουτους επιχειρηματίες. Γιατί τότε θα τους έκρινα, και δεν θέλω να κρίνω τους ήρωές μου».


– Από πού αντλείτε ιδέες;


«Δεν είμαι βέβαιος και δεν μου αρέσει να το αναλύω. Δεν είμαι καλός στο να δίνω τέτοιες απαντήσεις. Από πού έρχεται το τάδε ή το δείνα; Γιατί το έκανα έτσι ή αλλιώς; Αν το ήξερα από πριν, ίσως να μην το είχα κάνει. H δουλειά μου σχετίζεται κυρίως με το προαίσθημα».


– Ως θεατής, ποιο επεισόδιο του «Καφές και τσιγάρα» είναι το αγαπημένο σας;


«Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τον κινηματογράφο μου ως θεατής. H ομορφιά του κινηματογράφου είναι ότι σου δίνει την ευκαιρία να μπεις παρθένος σε έναν άγνωστο κόσμο όπου δεν μπορείς να ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί. Οταν γνωρίζεις τα πάντα για μια ταινία επειδή έχεις περάσει ατέλειωτες μέρες γράφοντας, σκηνοθετώντας, μοντάροντας, σου είναι αδύνατον να την παρακολουθήσεις με αθώο βλέμμα».


– Σας απασχόλησε καθόλου η πιθανότητα ότι σε μια εποχή όπως η σημερινή, μια ταινία με θέμα τον καφέ και τα τσιγάρα ίσως θεωρηθεί η πλέον μη πολιτικώς ορθή που θα μπορούσε να γυριστεί;


«Αυτό ίσως έχει δόση αλήθειας, από την άλλη όμως δεν θεωρούμαι και το μοντέλο του πολιτικώς ορθού αμερικανού πολίτη. H νικοτίνη και η καφεΐνη είναι πολύ ισχυρά ναρκωτικά, το ίδιο όμως ισχύει και για τα οινοπνευματώδη. Οποιος αρνείται ότι το αλκοόλ είναι ναρκωτικό κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, γιατί δεν χρειάζεται να θυμίσω εγώ πόσος κόσμος πεθαίνει καθημερινά κάνοντας ηλιθιότητες εξαιτίας του ποτού. Τι σημαίνει όμως αυτό; Οτι θα ‘πρεπε να απαγορευθεί; Κάθε άλλο».


– Εχετε κάποια συγκεκριμένη θέση απέναντι στα ναρκωτικά;


«Κανένα ναρκωτικό δεν θα ‘πρεπε να θεωρείται παράνομο. Αν το έγκλημα έχει συνδεθεί τόσο πολύ με τα ναρκωτικά, είναι επειδή απαγορεύονται. Ο κόσμος δεν μπορεί να τα αποκτήσει, οι junkies πληθαίνουν, οι ληστείες αρχίζουν και πάει λέγοντας. Είναι μια γελοιότητα. Απαξ και οι χρήσεις ουσιών αφορούν αποκλειστικώς το άτομο που τις κάνει, δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο θα πρέπει να υπάρχουν νόμοι που να τις απαγορεύουν ή να τις επιτρέπουν. Μα, θα μου πείτε, τα ναρκωτικά δεν κάνουν κακό; Ασφαλώς! Σκοτώνουν ανθρώπους. Το ίδιο και η οδήγηση».


– Δεν τα πάτε και τόσο καλά με τους κανονισμούς, έτσι δεν είναι;


«Μα, είναι δυνατόν να τα πηγαίνω καλά όταν το κάπνισμα απαγορεύεται στα μπαρ;! Είναι παράνοια. Το μόνο που μένει να κόψουν στα μπαρ μετά το κάπνισμα είναι η κουβέντα και το ποτό. Σε ό,τι αφορά τους κανονισμούς γενικότερα, νομίζω ότι έχουν εφευρεθεί ώστε πού και πού κάποιοι να βγάζουν περισσότερα χρήματα. Ενα παράδειγμα: Οταν έγινε το μπλακάουτ στη Νέα Υόρκη, λίγο μετά το χτύπημα των Δίδυμων Πύργων, η κυβέρνηση το χρησιμοποίησε ως αιτιολογία για να αυξήσει κατά 30% την τιμή της βενζίνης δύο μόλις ημέρες πριν από τη Labour Day (σ.σ.: Ημέρα της Εργατιάς). Ξέρετε πόσος κόσμος μετακινείται με το αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια αυτής της γιορτής; Είμαι βέβαιος ότι στον Λευκό Οίκο γίνονται καθημερινά συσκέψεις για τον όσο το δυνατόν πιο βάναυσο βιασμό του αμερικανού πολίτη».


Σε τι θα κάνατε πρόποση πίνοντας ένα φλιτζάνι καφέ;


«Στη Νέα Υόρκη του τέλους της δεκαετίας του ’70. Ολα ήταν τόσο όμορφα τότε, καθετί έμοιαζε πιθανό. H πόλη ήταν πραγματικά επικίνδυνη, υπήρχε πραγματική οικονομική κρίση, είχαμε περισσότερα μπλακάουτ, είχαμε το καλοκαίρι του Σαμ (διάσημος κατά συρροήν δολοφόνος που έδρασε το καλοκαίρι του 1977), είχαμε τη γέννηση της πανκ ροκ, τη γέννηση του χιπ-χοπ, τη γέννηση μιας νέας φουρνιάς αντεργκράουντ καλλιτεχνών, όπως ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά. Είχαμε ακόμη και τη γέννηση της ντίσκο. Προσωπικά δεν την έζησα ποτέ, αυτό όμως δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι στο καζάνι έβραζαν πολλά πράγματα ταυτοχρόνως».


– Και σήμερα; Τι έχει αλλάξει σήμερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001;


«Ανέκαθεν αγαπούσα τη Νέα Υόρκη γιατί ανέκαθεν τη σκεπτόμουν σαν μια ξεχωριστή χώρα. Μου αρέσουν ακόμη τα γκραφίτι στους τοίχους του Lower East Side όπου διαβάζουμε πράγματα του τύπου «ΗΠΑ, έξω από τη Νέα Υόρκη». Βεβαίως η 11η Σεπτεμβρίου υπήρξε μια τεράστια τραυματική εμπειρία για όλους τους Αμερικανούς – ιδιαίτερα τους Νεοϋορκέζους. H Νέα Υόρκη ανέκαθεν άλλαζε – η αλλαγή είναι στη φύση της. Δυστυχώς η τωρινή φάση αλλαγής της δεν μου αρέσει, διότι έχω την εντύπωση ότι πλέον η Νέα Υόρκη όλο και περισσότερο ανήκει στους πλούσιους. Το μόνο που με κάνει να νιώθω ευτυχής είναι το γεγονός ότι περιστοιχίζεται ακόμη από κάποιους υπέροχους, πνευματώδεις τρελούς».


– Τι φταίει και δεν σας αρέσει η υπόλοιπη Αμερική;


«Δεν φταίει η χώρα, φταίνε οι άνθρωποι που την κυβερνούν και δηλητηριάζουν τη σκέψη του απλού, αφελούς πολίτη. Για τον ίδιο λόγο πιστεύω ότι αυτοί που σήμερα μας κυβερνούν μισούν τη Νέα Υόρκη. Γιατί αυτή η πόλη εκπροσωπεί όλα όσα ούτως ή άλλως μισούν. Πορτορικανούς, junkies, τραβεστί, μαύρους, όλους αυτούς τους ανθρώπους η κυβέρνηση Μπους τούς μισεί. Δεν θα την πείραζε λοιπόν καθόλου αν η Νέα Υόρκη τιναζόταν στον αέρα, αν εξαφανιζόταν από τον χάρτη».


– Ποια είναι η γνώμη σας για τις λεγόμενες «κλεμμένες εκλογές» από τους Ρεπουμπλικανούς το 2001;


«Το γεγονός δεν μου έκανε εντύπωση γιατί εδώ και αρκετά χρόνια η Αμερική έχει πάψει να είναι μια δημοκρατική χώρα. Βλέποντας μαριονέτες όπως ο Τζορτζ Μπους στην εξουσία – μια μαριονέτα του Ντικ Τσένι – δεν μπορείς παρά να απογοητευθείς περισσότερο. Τι άλλο να πεις για έναν πρόεδρο που δεν μπορεί καλά καλά να διαβάσει αυτά που άλλοι τού ετοιμάζουν;».


– Πόσο πιο εύκολα ή δύσκολα, σε συνάρτηση με το άμεσο παρελθόν, λειτουργεί ένας ανεξάρτητος κινηματογραφιστής στην Αμερική σήμερα;


«Τα τελευταία πέντε χρόνια ήταν πολύ παράξενα. Τα περιττά έξοδα που αφορούν κυρίως τα πέριξ μιας ταινίας έχουν σαφώς περιοριστεί σημαντικά – και αυτό είναι καλό. Από την άλλη, το «Καφές και τσιγάρα» χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από την τσέπη μου, και αυτό δεν είναι και τόσο καλό, γιατί σήμερα είμαι άφραγκος».


– Θεωρείτε ότι ανήκετε σε ένα είδος κινηματογραφιστών που πλέον εκλείπει;


«Αυτό που ξέρω είναι ότι μου αρέσει να εισπράττω τον κινηματογράφο σαν τη λογοτεχνία. Ενα ποίημα μπορεί να ολοκληρωθεί μέσα σε δυο γραμμές, ένα μυθιστόρημα σε χίλιες σελίδες. Στον κινηματογράφο, δυστυχώς, υπερισχύουν οι κανόνες της διαφήμισης (σ.σ.: αλλάζει τη φωνή και ακούγεται σαν σκληρός επιχειρηματίας): «H ταινία θα πρέπει να έχει διάρκεια κάτι λιγότερο από δύο ώρες διότι έτσι θα μπορέσουμε να την προβάλλουμε σε έξι κινηματογράφους και όχι πέντε και να βγάλουμε περισσότερα χρήματα». Μα, μια ταινία δεν θα όφειλε να έχει τη διάρκεια που η ίδια θέλει; Σκέφτομαι τις ταινίες σαν πλάσματα που φτιάχνονται μέσα σε ένα πλαίσιο ελευθερίας. Μου αρέσει η δομή και η φόρμα, αλλά θέλω η φόρμα να υποστηρίζει το περιεχόμενο – όχι το αντίθετο. Γι’ αυτό και δεν γυρίζω ποτέ σε συνέχεια τις σκηνές. Θέλω οι ηθοποιοί μου να παίζουν ελεύθερα, χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς να σκέφτονται αν το παίξιμό τους ταιριάζει με της προηγούμενης ημέρας. Οταν άρχισα να εργάζομαι στον κινηματογράφο βρισκόμουν κοντά στον Νίκολας Ρέι, ο οποίος τόνιζε ότι πρέπει να σκέφτομαι πάντα τη σκηνή που γυρίζεται στο τώρα – τίποτε άλλο. Ασε τη γενικότερη ευθύνη του σκηνοθέτη για αργότερα και μείνε στο τώρα. H μόνη σκηνή που αφήνω πάντα για το τέλος είναι η τελευταία, και το κάνω γιατί το τέλος μπορεί ανά πάσα στιγμή να αλλάξει, επομένως τι κάνεις όταν το έχεις γυρίσει στην αρχή;».


– Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει και εσείς ακόμη να υποκύπτετε σε συμβιβασμούς. Σωστά;


«Απολύτως. Οταν κάλεσα τον Μπιλ Μάρεϊ για το «Καφές και τσιγάρα» με ρώτησε πόσο θα τον χρειαζόμουν. Του είπα μία μέρα και εκείνος με ρώτησε: «Γίνεται μισή;». Του είπα ότι αυτό είναι μάλλον δύσκολο και με ρώτησε αν θα το προσπαθούσα. Με άλλα λόγια, χρειάστηκε να παζαρέψω μία μέρα!».


H ταινία «Καφές και τσιγάρα» του Τζιμ Τζάρμους, με τους Ρομπέρτο Μπενίνι, Στιβ Μπουσέμι, Κέιτ Μπλάνσετ, RZA, Μπιλ Μάρεϊ, Τομ Γουέιτς, Ινγκι Ποπ και πολλούς άλλους, πρόκειται να προβληθεί στις αίθουσες της Αθήνας την Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2004.