Με το χέρι στην καρδιά, υπάρχει αλήθεια άνθρωπος στον κόσμο που θα μπορούσε να περιγράψει με απόλυτη ακρίβεια τι συνέβη ανάμεσα στον βασιλιά Αρθούρο και στην παρέα του, τον ιππότη Λάνσελοτ, τον μάγο Μέρλιν, την Γκουίνεβιρ και τους λοιπούς Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης όταν αναζητούσαν το Ιερό Δισκοπότηρο; Αφήστε καλύτερα. Γιατί, αν το καλοσκεφθούμε, μάλλον θα βρεθούμε μπροστά σε ένα μπέρδεμα όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Στην κυριολεξία. Ενα μπέρδεμα που δεν πέρασε απαρατήρητο ακόμη και από τους Μόντι Πάιθον που το σατίρισαν απολαυστικά στην πρώτη κινηματογραφική ταινία του γκρουπ «Οι Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης».


Και όμως – ή μάλλον γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο – ο συγκεκριμένος μεσαιωνικός μύθος έχει απασχολήσει τα μέγιστα την τέχνη. Για χάρη του έχουν χυθεί εκατομμύρια τόνοι μελάνι και γυριστεί εκατομμύρια μέτρα φιλμ. Για την ακρίβεια, πριν από την τελευταία κινηματογραφική βερσιόν του «Βασιλιά Αρθούρου», η οποία σύντομα θα φιλοξενηθεί στις ελληνικές αίθουσες (3 Σεπτεμβρίου), η λίστα των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών που ασχολήθηκαν με τον εν λόγω βασιλιά μάς φέρνει μπροστά σε ένα νούμερο υψηλότερο του 100 σε τίτλους. Στα βιβλία δε τα πράγματα πληθαίνουν ακόμη περισσότερο διότι, σύμφωνα με τη Διεθνή Ενωση Αρθούρου (International Arthurian Society), περί τις 4.000-5.000 διαφορετικές εκδόσεις (μυθοπλασία αλλά και ακαδημαϊκές μελέτες) εκδίδονται ετησίως.


Καταλήγουμε λοιπόν σε ένα εύλογο ερώτημα: Τι παραπάνω θα μπορούσε να προσθέσει σήμερα ένας ακόμη «Βασιλιάς Αρθούρος» διασκευασμένος για τον κινηματογράφο; «Οι θρύλοι που ο περισσότερος κόσμος γνωρίζει για τον βασιλιά Αρθούρο αρχίζουν τον 11ο αιώνα με ιστορίες όπως «H Κυρία και η Λίμνη»» αναφέρει ο Τζον Μάθιους, ιστορικός σύμβουλος των δημιουργών της τελευταίας ταινίας και συγγραφέας παραπάνω από 50 βιβλίων επί του θέματος. «Στην πραγματικότητα ο Αρθούρος έζησε τον 6ο αιώνα και κατά πάσα πιθανότητα ήταν στρατηγός και όχι βασιλιάς». H βασική καινοτομία της καινούργιας ταινίας που σκηνοθέτησε ο Αντουάν Φουκουά είναι ότι (σε αντίθεση με τις περισσότερες προγενέστερες), αποδυναμώνοντας το στοιχείο της ρομαντζάδας, εμμένει κυρίως στην προσπάθεια ενός δυναμικού στρατιωτικού (Κλάιβ Οουεν) να διατηρήσει ισχυρούς τους δεσμούς της πατρίδας του.


Στην πλειονότητά τους οι πιο αναγνωρίσιμες ταινίες που ασχολήθηκαν με τον βασιλιά Αρθούρο είναι καλογυαλισμένα έπη, στον πυρήνα των οποίων άστραφτε πάντα το ερωτικό τρίγωνο Αρθούρος – Γκουίνεβιρ – Λάνσελοτ. Αυτή η κλασική συνταγή όπου διαφαίνεται το στοιχείο του έρωτα υπήρξε μεν η πιο αδιάφορη από πλευράς κινηματογραφικής ανάπτυξης αλλά και η δημοφιλέστερη από πλευράς απήχησης κοινού. Αυτό τουλάχιστον κρίνει κανείς από την πορεία που σημείωσαν ταινίες όπως «Οι Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης» («Knights of the Round Table», 1953) του Ρίτσαρντ Θορπ, με τον Ρόμπερτ Τέιλορ Λάνσελοτ, την Αβα Γκάρντνερ Γκουίνεβιρ και τον Μελ Φερέρ Αρθούρο, ή πολύ αργότερα ο «Λάνσελοτ, ο πρώτος ιππότης» («First Knight», 1995), με τους Ρίτσαρντ Γκιρ, Τζούλια Ορμοντ και Σον Κόνερι στους αντίστοιχους ρόλους.


Μάλιστα τη δεκαετία του ’60 ως και η Τζάκι Κένεντι έφθασε στο σημείο να ενθαρρύνει το μιούζικαλ-love story του «Κάμελοτ» θεωρώντας ότι αποτελεί σύμβολο της προεδρίας του συζύγου της Τζον Κένεντι. H παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουεϊ το 1960, παρέμεινε ακλόνητη επί τρία συνεχή χρόνια και αργότερα έδωσε τη θέση της στο ομότιτλο κινηματογραφικό έργο του Τζόσουα Λόγκαν, με τους Ρίτσαρντ Χάρις Αρθούρο, Φράνκο Νέρο Λάνσελοτ και Βανέσα Ρεντγκρέιβ Γκουίνεβιρ.


Οπως θα περίμενε κανείς, η «αρθουριανή» απάντηση της Ευρώπης απέχει έτη φωτός από τη λαμπρή χολιγουντιανή άποψη. Σκηνοθέτες όπως ο Ρομπέρ Μπρεσόν και ο Ερίκ Ρομέρ αντιμετώπισαν με αυστηρότητα τον μύθο τονίζοντας τα τρωτά του μέσα από ενδιαφέρουσες εικαστικές παρεμβάσεις. Στον «Λανσελότο της Λίμνης» («Lancelot du Lac», 1974) του Μπρεσόν οι Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης είναι μια «άγρια συμμορία» λήσταρχων που μαζεύουν τα σπασμένα της αποτυχημένης αποστολής για την ανεύρεση του Δισκοπότηρου. Το «Perceval le Gallois» (1979) του Ρομέρ είναι μια μινιμαλιστική μείξη αρχαίου θεάτρου, μεσαιωνικής ζωγραφικής, μουσικής και χορικών, όπου η φύση δείχνει επιτηδευμένα ψεύτικη με τα βαμμένα ξύλινα καντράν στο φόντο της. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο γερμανός σκηνοθέτης Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ υπέγραψε τo «Πάρσιφαλ», μια τετράωρη μεταφορά της τελευταίας όπερας του Ριχάρδου Βάγκνερ, η οποία είναι εμπνευσμένη από τον μύθο του βασιλιά Αρθούρου, και το εύρημα εδώ είναι οι ναζιστικές προεκτάσεις του. Παρομοίως και με οδηγό του το βιβλίο «Morte d’ Arthur» του σερ Τόμας Μάλορι ο Τζον Μπούρμαν στο «Εξκάλιμπερ» (1981) χρησιμοποίησε τον μύθο για να κάνει ένα σχόλιο επάνω στον σύγχρονο πολιτισμό, την άσκοπη χρήση της βίας και την παρακμή των πνευματικών ιδανικών. Αν και η εποχή της ταινίας παραμένει ο Μεσαίωνας, οι συμβολικές αναφορές είναι πολλές και καίριες ενώ η όλη όψη της πέρα για πέρα υποβλητική.


Παρόμοιες πολιτικές προεκτάσεις σημειώθηκαν από πολλούς στον τελευταίο «Αρθούρο» που βλέπουμε σήμερα. Στα ζενερίκ της ταινίας διαβάζουμε: «H ανείπωτη ως τώρα αληθινή ιστορία, βασισμένη σε αρχαιολογικές ανακαλύψεις». Σύμφωνα με τον σεναριογράφο και παρά τις αντιρρήσεις ιστορικών, πηγή του σεναρίου είναι τα τελευταία ευρήματα γύρω από τον Τοίχο της Αριάδνης. Το αξιοσημείωτο εδώ όμως είναι ότι τόσο η βαρβαρότητα στην απεικόνιση του πολέμου όσο και το τεράστιο ζήτημα της εισβολής σε ένα κράτος οδήγησαν ένα μέρος της κριτικής στην αναζήτηση παραλληλισμών με τον πόλεμο του Ιράκ.


Ο Μάθιους βρίσκει ενδιαφέρουσα την ιδέα αλλά δεν συμφωνεί απολύτως μαζί της. Για τον βρετανό ιστορικό τα στοιχεία της περιπέτειας, του ρομάντζου και της μεταφυσικής ήταν ανέκαθεν η μαγιά για την κινηματογραφική ανάγνωση του μύθου, τον οποίο μάλιστα χαρακτηρίζει «σαπουνόπερα εξωραϊσμένη από ανήσυχους παραμυθάδες».


H ταινία «Βασιλιάς Αρθούρος» του Αντουάν Φουκουά θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου.