» Για να υπάρχω… »


zenakos@dolnet.gr


Σχεδόν σε καθεμιά από τις δύσκολες εκείνες στιγμές όπου φεύγει από τη ζωή ένας σημαντικός καλλιτέχνης γράφεται ότι «σύσσωμος ο κόσμος της τέχνης πενθεί». Είναι κοινός τόπος ότι η αλόγιστη χρήση κάνει τις λέξεις να χάνουν τη δύναμή τους και έτσι όταν παρουσιάζεται μια περίπτωση όπως ο θάνατος του σπουδαίου γλύπτη, ζωγράφου και αρχιτέκτονα Γιώργου Ζογγολόπουλου, σχεδόν δεν βρίσκεται ο τρόπος να περιγραφεί η αίσθηση που κυριαρχεί. Ασφαλώς, ο μεγάλος καλλιτέχνης μάς άφησε πλήρης ημερών: τα λεξικά τον θέλουν να έχει γεννηθεί το 1903 αλλά πολλοί που τον γνώριζαν έλεγαν ότι ήταν ακόμη μεγαλύτερος. H θλίψη όμως έχει πιο πολύ να κάνει με το ότι λείπει. Λείπει σε όλους. Ελειπε όταν τον τελευταίο καιρό είχε καταπέσει και αποτραβηχτεί και θα λείπει βέβαια στο εξής.


Οπως όλοι όσοι τον ήξεραν ομολογούν, ήταν πάντα «νέος στη σκέψη». Αυτό, παρά τη θλίψη του, είχε να μου πει και ο επί χρόνια καλός του φίλος, ο γλύπτης Μιχάλης Κατζουράκης: «Ο Γιώργος άρχισε στα εβδομήντα του χρόνια να κάνει μια τελείως διαφορετική δουλειά από αυτήν που έκανε ως τότε, για την οποία άλλωστε έγινε και πιο γνωστός. Αλλοι σε αυτή την ηλικία τελειώνουν μια σταδιοδρομία, δεν αρχίζουν καινούργια».



Δεν μπορώ να μην ομολογήσω ότι επί χρόνια ευχόμουν να βρεθεί μια ευκαιρία να συναντήσω τον Γιώργο Ζογγολόπουλο. Δεν ήταν τόσο εύκολο. Λίγο ο χαρακτήρας του που, υποθέτω, δεν ήταν ακριβώς του είδους που διαθέτει «χημεία» με τους δημοσιογράφους, λίγο η προχωρημένη ηλικία του, με είχαν κάνει να εγκαταλείψω το εγχείρημα αρκετές φορές. Οταν τελικά πήγα στο σπίτι του για πρώτη και μοναδική φορά, το όφειλα σε έναν κοινό φίλο, τον Γιάννη Δεληκωστόπουλο, ο οποίος θαύμαζε τη γλυπτική του Ζογγολόπουλου και είχε πρόσφατα αγοράσει ένα μικρό έργο. Πήγα λοιπόν και αισθανόμουν κάπως σαν να πηγαίνω ακάλεστος σε γενέθλια, διότι δεν ήξερα τις λεπτομέρειες της συνεννόησης, δεν ήξερα καν αν ο καλλιτέχνης είχε ειδοποιηθεί ότι είμαι δημοσιογράφος.


Ασφαλώς είχε ειδοποιηθεί. Μπαίνοντας στο σπίτι του στο Ψυχικό, αμέσως αναρωτήθηκα αν υπήρχε κάτι που να μη γνωρίζει αυτός ο άνθρωπος. Βρέθηκα μπροστά σε έναν διαυγέστατο συνομιλητή με πηγαίο χιούμορ και διεισδυτική διάθεση αυτοσαρκασμού. Δεν με άφησε καν να τον διαβεβαιώσω ότι αυτό που ήθελα στην πραγματικότητα ήταν απλώς να συζητήσουμε και ότι συνέντευξη θα μπορούσαμε να κάνουμε στο μέλλον.


«Στο μέλλον;» με ρώτησε χαμογελώντας. Τη συζήτησή μας δεν τη δημοσίευσα τότε όχι επειδή δεν υπήρχε αφορμή – όπως μου επεσήμανε ο ίδιος ο γλύπτης – αλλά επειδή την είχα αισθανθεί τόσο προσωπική. «Κοιτάξτε» μου είχε πει «θα σας δώσω υλικό για συνέντευξη τώρα. Χρησιμοποιήστε ό,τι χρειάζεστε από την κουβέντα μας, όποτε υπάρξει λόγος. Απλώς νομίζω ότι δεν υπάρχει αφορμή τώρα, καταλαβαίνετε; Εχω δημοσιοποιήσει τα πάντα. Ο,τι έχω κάνει. Ολα μου τα έργα. Ολα αυτά που βλέπετε εδώ, ακόμη και τις μακέτες, τα έχω δείξει».


Μολονότι ήξερα ότι είχε δίκιο, είπα ότι αφορμή θα μπορούσαν να αποτελέσουν τα έργα που έχουν εγκατασταθεί στην Αθήνα. «Μα και αυτά» μου είπε «έχουν παρουσιαστεί. Μάλιστα, αφού έκανα το έργο στο Σύνταγμα και έγιναν τα εγκαίνια, άρχισαν και οι επιθέσεις. Πήρε, έλεγαν, ο Ζογγολόπουλος 100 εκατομμύρια. Εντάξει…». Ο Τύπος, ρώτησα, το έγραψε αυτό; «Οχι, όχι» μου απάντησε. «Κάτι καλλιτέχνες το έλεγαν». Φαγωμάρα εσωτερική, είπα. «Γκρίνια» είπε ο Ζογγολόπουλος. «H γκρίνια μάλιστα είχε επεκταθεί σε πολλούς καλλιτέχνες. H σκέψη όμως ήταν απλή, οι άνθρωποι που έκαναν την ανάθεση σκέφτηκαν σωστά. Αυτοί ανέθεσαν σε ορισμένους να προτείνουν έργα. Μετά ακολούθησαν οι διαγωνισμοί. Και ομολογώ ότι στην ηλικία μου δικαιούμαι να βάλουν ένα έργο κάπου χωρίς διαγωνισμό. Να προτείνω, δηλαδή, εγώ τι να κάνουμε». Με κοίταξε. «Θεωρήστε το αυτό» μου είπε «μια δόση συνέντευξης. Ενα μέρος του υλικού». Τον ευχαρίστησα.


«Λοιπόν» συνέχισε «τελικά γίνεται και η Ομόνοια. Ξέρετε, είναι εκείνο το γλυπτό που είχα δείξει στη Βενετία, πάνω στην εξέδρα. Το έκανα πολλά χρόνια αυτό, πήγαινα και έδειχνα κάτι στη Βενετία. Τώρα βέβαια, θα μου πείτε, γιατί το κάνω; Για να υπάρχω. Για να υπάρχω…».


Εκτός από την Ομόνοια, είπα, έγινε και το έργο κοντά στο αεροδρόμιο. «Ναι, ναι» μου απάντησε ο γλύπτης. «Εκεί κάνουμε έναν διακανονισμό, ένα είδος δανείου. Αλλά βέβαια, αν πεθάνω γρηγορότερα, τους μένει το έργο!». Και γέλασε.


Και εγώ και ο Γιάννης, που τόση ώρα καθόταν σιωπηλός, χτυπήσαμε ξύλο με μανία. Και ξαφνικά ο φίλος μου έκανε την ερώτηση που, πιστεύω, δεν θα είχα τολμήσει ποτέ να κάνω· του είπε: «Σας φοβίζει ο θάνατος;».


«Αν με φοβίζει;» αντιγύρισε ο Ζογγολόπουλος. «Οταν έχεις ζήσει εκατό χρόνια, ξέρετε, έρχεται μια στιγμή που σκέφτεσαι: Basta! Αρχίζουν οι δυνάμεις να ελαττώνονται και με φοβίζει περισσότερο αυτό το γεγονός παρά ο θάνατος».


Πάντως, είπα, η δουλειά δεν φαίνεται να σταματά. «Ομολογώ» μου είπε «ότι έχω πολύ καλούς βοηθούς». Αποφάσισα να αλλάξω συζήτηση και ρώτησα γιατί, πέραν των γλυπτών σε δημόσιους χώρους, δεν κάνει ο γλύπτης μια έκθεση, ας πούμε στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης; «Μου το έχουν προτείνει» απάντησε. «Και θα το ήθελα. Αυτή η κοπέλα που είναι διευθύντρια εκεί, η Αννα Καφέτση, κάνει πράγματα, όλο τρέχει από ‘δώ, τρέχει από ‘κεί, ταξιδεύει, ψάχνει. Και αυτά που γράφει είναι εύστοχα πολλές φορές. Εγώ όμως δεν κάνω έκθεση αν δεν έχω τη δουλειά. Δεν κάνω έκθεση αν δεν είμαι έτοιμος».


Εχω την αίσθηση πάντως, είπα, ότι ο Γιώργος Ζογγολόπουλος παρακολουθεί πολύ στενά ό,τι συμβαίνει στην τέχνη. «Δεν μπορώ» είπε «να πηγαίνω πια σε δύο εγκαίνια μέσα σε μια μέρα. Δεν αντέχω. Πηγαίνω όμως σε ένα, όταν υπάρχει κάτι που θέλω να δω». Τι ξεχωρίζει λοιπόν; ρώτησα. «Ο φίλος μου» μου απάντησε ο καλλιτέχνης «ο Μιχάλης ο Κατζουράκης είναι καλός γλύπτης. Πολύ σωστός. Από αυτόν έπρεπε να πάρετε συνέντευξη». Του έχω πάρει, είπα, όταν έκανε την αναδρομική στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και ύστερα στο Εργοστάσιο της ΑΣΚΤ Αθηνών. «A, του μιλήσατε; Ωραία. Από τους μεγάλους ο Ξενάκης είναι καλός. «Μεγάλος» βέβαια είναι τρόπος του λέγειν, δεν είναι μεγαλύτερος από μένα. Και από τους νέους ο Γιώργος Λάππας είναι πολύ καλός. Και ο Γιώργος Γυπαράκης επίσης. Είναι πολύ νέος, έχει δρόμο μπροστά του αλλά είναι καλός. Ετσι κι αλλιώς, αυτή η δουλειά θέλει πολύ χρόνο. Ξέρετε, η καλλιέργεια του ματιού είναι πολύ μακρά διαδικασία. Και δύσκολη. Θυμάμαι όταν άρχισα να καταλαβαίνω κάποια πράγματα. Ηταν όταν είχα δει την «Γκερνίκα» του Πικάσο, στο ισπανικό περίπτερο, το 1937. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω. Ετσι είναι. Πρέπει να μπεις σε αυτόν τον κόσμο. Είτε δεν σε ενδιαφέρει και έτσι δεν μπαίνεις καθόλου είτε σιγά σιγά καταλαβαίνεις τι γίνεται. Δεν πρόκειται για το αν κάνει κάποιος ρεαλισμό ή αφαίρεση ή ό,τι κάνει τέλος πάντων. Και δεν έχει σχέση η ηλικία. Ο Γιάννης Παππάς, ας πούμε, πήγε κάπου πολύ διαφορετικά με τη δουλειά του σε μεγάλη ηλικία». Και ο Ζογγολόπουλος το ίδιο, είπα. «Ναι» μου απάντησε. «Το ίδιο».


Εκείνη τη στιγμή, όπως καθόταν ο Γιώργος Ζογγολόπουλος με την πλάτη στην μπαλκονόπορτα, είδα μια τεράστια χελώνα να διασχίζει το γρασίδι της αυλής. Πρέπει να ακούστηκε τουλάχιστον παιδικό όταν αναφώνησα: «Μια τεράστια χελώνα!». «A, βέβαια» είπε ο Ζογγολόπουλος. «Εχουμε δύο στον κήπο. Πηδιούνται όλη την ώρα!».


Ετσι, με γέλια, σηκωθήκαμε να φύγουμε, σκεπτόμενοι ότι πιθανώς τον είχαμε κουράσει. Εύκολο ίσως να το πει κανείς μετά τη θλιβερή είδηση του θανάτου του αλλά είχα πολύ συχνά στον νου μου τη συζήτησή μας. Τελευταία φορά που τον είδα ήταν έναν-δυο μήνες αργότερα, στα εγκαίνια μιας έκθεσης φίλου του. Του φέραμε μια καρέκλα – δίχως να τη ζητήσει ο ίδιος -, κάθησε και παρακολουθούσε. Δίπλα του στεκόταν ο ζωγράφος Δημοσθένης Κοκκινίδης. Εγώ είχα πάει στα εγκαίνια με μια παιδική μου φίλη, κοπέλα ψηλή και όμορφη. Πλησίασα να τον χαιρετήσω και να του συστήσω τη φίλη μου. Εκανε να σηκωθεί. «Βλέπεις, δάσκαλε;» του είπε ο Κοκκινίδης νεύοντας προς την κοπέλα. «Βλέπεις;». «Ασε» απάντησε ο Ζογγολόπουλος. «Οι μόνες απολαύσεις που μας έχουν μείνει είναι οπτικές!..».