Πράξη πρώτη: Μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, με ξανθά κατά προτίμηση μαλλιά, μια σειρά πέρλες γύρω από τον λαιμό, κορσέ, μπράτσα γυμνά, θαμμένη στη γη από τη μέση και κάτω. Εκτυφλωτικό φως πάνω στο πρόσωπό της, τα χέρια της σε διαρκή κίνηση, μονολογεί ακατάπαυστα. Μοναδικός ακροατής της επί σκηνής ένας άνδρας: λέει ελάχιστα και δεν την κοιτάζει σχεδόν ποτέ.


Πράξη δεύτερη: H ίδια γυναίκα, μόνο που τώρα βρίσκεται βαθύτερα μέσα στο χώμα και μόνο το κεφάλι της προεξέχει. H ίδια φλυαρία.


«Κάποτε ίδρωνα πολύ. Τώρα σχεδόν καθόλου. H ζέστη είναι πολύ μεγαλύτερη. Ο ιδρώτας πολύ λιγότερος. Αυτό είναι που βρίσκω τόσο υπέροχο. Τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος προσαρμόζεται. Στις συνθήκες που αλλάζουν». H δραματική ειρωνεία είναι απόλυτη, αγγίζει τα όρια της τελειότητας: βυθισμένη στο χώμα, ακινητοποιημένη κάτω από τον ήλιο, με μοναδική συντροφιά έναν άνδρα που διαβάζει εφημερίδα, η Γουίνι βρίσκει παρ’ όλα αυτά «υπέροχο» τον τρόπο με τον οποίο προσαρμοζόμαστε «στις συνθήκες που αλλάζουν».


Δεν είναι πως δεν έχει συναίσθηση της κατάστασής της: δεν δείχνει να τη θεωρεί τόσο παράξενη όμως, ούτε μοιάζει να οδηγείται σε απόγνωση εξαιτίας της. Αντιθέτως, συνεχίζει τις δραστηριότητές της κανονικά: πλένει τα δόντια της, ψαχουλεύει την τσάντα της, βγάζει το καθρεφτάκι, βάζει κραγιόν, φτιάχνει τα μαλλιά της, αναπολεί τα παλιά, εξυμνεί τους κλασικούς, ονειρεύεται, σχολιάζει, ενθουσιάζεται, ελπίζει.


Τι είναι αυτό που τη βοηθάει να αρχίζει αδιαμαρτύρητα κάθε φορά τη μέρα της με το χτύπημα του κουδουνιού; Τι είναι αυτό που τη βοηθάει να συνεχίζει χαρωπή να μονολογεί, ενώ το στόμα της λίγο λίγο γεμίζει άμμο; Στο περίφημο δοκίμιό του για τον Προυστ, ο Μπέκετ παραπέμπει στο σχόλιο του γάλλου συγγραφέα σύμφωνα με το οποίο «η συνήθεια είναι η δεύτερη φύση μας», αυτή που μας κάνει να «αγνοούμε την πρώτη» και καθιστά την ύπαρξή μας «ελεύθερη από τη σκληρότητα και τη μαγεία της». H συνήθεια απαλύνει τον φόβο, απομακρύνει τον κίνδυνο. Χαρίζει ασφάλεια, ομοιομορφία, ηρεμία. «Ούτε καλύτερα ούτε χειρότερα, καμία αλλαγή. Κανένας πόνος» λέει η Γουίνι, η οποία έχει ούτως ή άλλως εξασφαλίσει ιδανικό σύμμαχο κατά της ανίας: «Υπάρχει βέβαια η τσάντα. H τσάντα. Θα μπορούσα να απαριθμήσω τα περιεχόμενά της; Οχι. Τα βάθη της ποιος ξέρει τι θησαυρούς κρύβουν. Τι παρηγοριές. Ναι, υπάρχει η τσάντα».


Οπως όλοι σχεδόν οι μπεκετικοί ήρωες, η Γουίνι είναι και αυτή θύμα του χρόνου. Του χρόνου που «δεν περνά, δεν περνά δίπλα σου αλλά στοιβάζεται γύρω σου, λεπτό πάνω στο λεπτό, απ’ όλες τις πλευρές, ολοένα και πιο βαθιά», όπως γράφει αλλού ο Μπέκετ. Συνηθίζουμε να σκεφτόμαστε τον χρόνο ως κάτι που κινείται προς τα μπροστά – που «κυλάει», που «περνά» -, για τη Γουίνι όμως ο χρόνος μένει στάσιμος, μια αυξανόμενη μάζα που την αιχμαλωτίζει, την πνίγει. H Γουίνι, αν κάτι πρέπει να σημαίνει η κατάσταση του σώματός της, είναι ότι δεν προχωράει, δεν πάει μπροστά ούτε πίσω, μένει εδώ, στο παρόν. Δεν υπάρχει γι’ αυτήν παρελθόν ή μέλλον. Τίποτε δεν κάνει το χθες να ξεχωρίζει από το σήμερα και το αύριο, τίποτε δεν αλλάζει, ποτέ, ως την τελευταία λέξη, την τελευταία πνοή.


Μια γυναίκα θαμμένη στη γη να μονομαχεί με τον χρόνο που καταβροχθίζει το σώμα, το μυαλό, τον λόγο της: δύσκολα θα βρούμε σε όλη τη δραματουργία εικόνα που να συμπυκνώνει την ύπαρξή μας με τέτοια καθαρότητα, τέτοια ακρίβεια, τέτοια δύναμη.


Ενδιαφέρουσα Γουίνι αποδεικνύεται η Αννα Κοκκίνου. Ξανθές τούφες κολλημένες στο πουδραρισμένο πρόσωπο, ελαφρά ιδρώτινη γυαλάδα και η λεπτή σαν τσιγαρόχαρτο φωνή της να κυματίζει κάτω από το φως του προβολέα – τα ιδιαίτερα στοιχεία της σκηνικής παρουσίας της. Αλαφροΐσκιωτη bag-lady, πεισματάρικο κοριτσάκι, γκρινιάρα σύζυγος, χαριτωμένη νοσταλγός των «παλιών τρόπων», η Κοκκίνου χτίζει με εύθραυστα υλικά τον ρόλο της και ελίσσεται με προσοχή καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης πράξης.


Τα πράγματα όμως παίρνουν επικίνδυνη στροφή στη δεύτερη πράξη. H σκηνοθεσία επιδιώκει εδώ να δώσει το «βύθισμα» της ηρωίδας, την κόπωση της φωνής που τώρα είναι σχεδόν ψιθυριστή, την αίσθηση της επερχόμενης, τελικής, ήττας. Το αποτέλεσμα είναι αρκετά μονότονο, κουραστικό, οριακά αδιάφορο. H γοητεία του κειμένου πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τη δραματική ειρωνεία, από αυτή την αποστασιοποίηση της ηρωίδας από την κατάστασή της, το ανάλαφρο στυλ της φλυαρίας της. Τα στοιχεία αυτά είναι που καθιστούν τη σύγκρουση μεταξύ αλήθειας και ψευδαίσθησης, μεταξύ φυσιολογικού και γκροτέσκου τόσο έντονη, τόσο οδυνηρή, σχεδόν αβάσταχτη για τον θεατή. H παράσταση δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην έλξη του «σοβαρού», της «εμβάθυνσης», παραμερίζοντας ένα από τα ζωτικά στοιχεία του κειμένου, το κωμικό. Χωρίς αυτό, χάνεται η ευαίσθητη ισορροπία των αντιθέσεων και το εγχείρημα μένει, όπως η ηρωίδα, εγκλωβισμένο στο έδαφος.