Μια δελεαστική πρόσκληση στους αθηναίους φιλόμουσους να ζήσουν μια βραδιά σαν… Παριζιάνοι απευθύνει η Εθνική Λυρική Σκηνή. Δεν πρόκειται ωστόσο για ένα κάλεσμα στο σύγχρονο Παρίσι, όπου το δέλεαρ δεν θα ήταν ίσως τόσο σημαντικό αφού ορισμένοι εξ υμών θα το έχετε ήδη επισκεφθεί και δη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. H πρόταση της Λυρικής αφορά ένα ταξίδι στον χώρο αλλά και στον χρόνο: συγκεκριμένα στη γαλλική πρωτεύουσα της περιόδου του Ναπολέοντος Γ’ έτσι όπως αυτή αναβιώνει μέσω της γοητευτικής οπερέτας του Οφενμπαχ «Παριζιάνικη ζωή», που παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρεμιέρα την προσεχή Παρασκευή στη σκηνή του θεάτρου Ολύμπια.


Βασισμένη σε λιμπρέτο των Μεγιάκ και Αλεβί – των ιδίων, δηλαδή, που υπέγραψαν και το λιμπρέτο της δημοφιλέστατης «Κάρμεν» του Μπιζέ -, η «Παριζιάνικη ζωή» είναι η 66η κατά σειρά οπερέτα ενός συνθέτη ο οποίος διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο στα γαλλικά μουσικά πράγματα της ως άνω περιόδου, αντλώντας μάλιστα σταθερή έμπνευση από αυτή τη διαρκώς μετασχηματιζόμενη και γεμάτη αντιθέσεις κοινωνία. Το εν λόγω έργο γράφτηκε στα μισά περίπου της δημιουργικής διαδρομής του Οφενμπαχ, 11 χρόνια μετά την πρώτη εντυπωσιακή εμφάνισή του στο Παρίσι και στο Theatre de Bouffes-Parisiens, που ίδρυσε ο ίδιος το 1855 στην περιοχή των Ηλυσίων Πεδίων προκειμένου να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητες που προσέφερε η πρώτη Παγκόσμια Εκθεση στη γαλλική πρωτεύουσα, και μία δεκαπενταετία πριν από το κύκνειο άσμα του, τα «Παραμύθια του Χόφμαν».


Αλλη μια παγκόσμια έκθεση, αυτή του 1867, στάθηκε η αφορμή της παραγγελίας της «Παριζιάνικης ζωής» στον συνθέτη από τους διευθυντές του θεάτρου Palais Royal, οι οποίοι ήθελαν να εντυπωσιάσουν τόσο το σταθερό τους κοινό όσο και τους τουρίστες που ανεμένετο να συρρεύσουν στη γαλλική πρωτεύουσα επ’ ευκαιρία του σημαντικού αυτού γεγονότος. H συγκεκριμένη σκηνή ωστόσο – γνωστή στον συνθέτη από παλαιότερες συνεργασίες του – δεν ήταν θέατρο οπερέτας και αυτό οπωσδήποτε επηρέασε τη μουσική δημιουργία. Ο παράγοντας αυτός πάντως δεν έμοιαζε να απασχολεί ιδιαίτερα τον Οφενμπαχ, ο οποίος δήλωνε χαρακτηριστικά για τους ερμηνευτές: «Δεν χρειάζεται να ξέρουν να τραγουδούν. Δεν είμαστε Opera Comique! Εμένα μου αρκεί να είναι κωμικοί». H αλήθεια είναι πάντως ότι οι άξονες επάνω στους οποίους κινήθηκε μουσικά ο συνθέτης μαρτυρούν πως έλαβε υπόψη του τόσο τις φωνητικές δυνατότητες του έμψυχου υλικού που είχε στη διάθεσή του – ηθοποιούς και όχι τραγουδιστές – όσο και το κοινό στο οποίο απευθυνόταν.


Συνθέτης ιδιαιτέρως παραγωγικός και ταυτόχρονα ένας από τους σημαντικότερους μελωδιστές στην ιστορία, ο Οφενμπαχ αγαπούσε ιδιαίτερα τη σκηνή του θεάτρου. Χαρακτηριστικό είναι πως, παρά το ότι με μεγάλη δυσκολία έγινε δεκτός στο Ωδείο του Παρισιού το 1833 – και αυτό γιατί υπήρχε διάταξη η οποία απαγόρευε την εισαγωγή στους ξένους -, πολύ γρήγορα το εγκατέλειψε προκειμένου να αρχίσει την «πραγματική» καριέρα του: δεν ήθελε μαθήματα αρμονίας, λαχταρούσε το θέατρο. Περίπου 20 χρόνια αργότερα – το 1855, όπως προαναφέρθηκε- θα αποκτούσε το δικό του. Οι πρώτες σάτιρες που παρουσίασε εκεί γνώρισαν μεγάλη επιτυχία διαμορφώνοντας ένα νέο μουσικό είδος. Σταδιακά ο συνθέτης προωθήθηκε στο κέντρο της παρισινής μουσικής ζωής αντλώντας σταθερά την έμπνευσή του από το ανάλαφρο πνεύμα, την τάση επίδειξης και τον ευδαιμονισμό που κυριαρχούσε την εποχή του Ναπολέοντος Γ´, πράγμα για το οποίο γνώρισε τη δόξα αλλά και επικρίθηκε. Ανάμεσα στους σημαντικότερους επικριτές του ο Εμίλ Ζολά, ο οποίος κατηγορούσε τον Οφενμπαχ ότι χρησιμοποιούσε «τη μουσική του ιδιοφυΐα προκειμένου να κολακεύσει το κοινό και να ωραιοποιήσει τη σκληρή πραγματικότητα της 2ης Αυτοκρατορίας: δυστυχία για τους φτωχούς, προκλητική σπατάλη για τους πλουσίους».


H «Παριζιάνικη ζωή» ωστόσο παρουσιάζει μια σημαντική διαφορά από τις προηγηθείσες οπερέτες του συνθέτη: εδώ ο Οφενμπαχ εγκαταλείπει τους υπαινιγμούς και αναφέρεται ξεκάθαρα σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, μη εξαιρώντας από τη σάτιρα ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό! Στο πλαίσιο της υπόθεσης ένα ζευγάρι σουηδών ευγενών φθάνει στο Παρίσι προκειμένου να δοκιμάσει όλα όσα θεωρεί ότι έχει να προσφέρει η παρισινή πρωτεύουσα: ψυχαγωγία, πλούσιο φαγητό, θεάματα, έρωτα. Οι περιπέτειές του αρχίζουν όταν την ξενάγησή του αναλαμβάνει αυτόκλητα ένας παριζιάνος δανδής, γοητευμένος από τη σουηδή βαρόνη. Στο τέλος, η αίσια έκβαση προκύπτει μέσα από μια σειρά διασκεδαστικές και άκρως αποκαλυπτικές ανατροπές.


H πρεμιέρα – θριαμβευτική, όπως αποδείχθηκε, παρά τις δυσκολίες που ανέκυψαν στη διάρκεια των προβών και τους φόβους των διευθυντών του θεάτρου – δόθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1866. Παρά την επιτυχία, ωστόσο, συγγραφείς και συνθέτης αποφάσισαν ότι η τέταρτη – από τις πέντε αρχικά πράξεις – ήταν ουσιαστικά περιττή, με αποτέλεσμα να την αφαιρέσουν, εισάγοντας τα δύο βασικά μουσικά μέρη της στην τελευταία πράξη. Στη νέα αυτή μορφή παρουσιάστηκε το 1867 στις Βρυξέλλες, ενώ ύστερα από κάποιες ακόμη προσαρμογές το 1873 παίχτηκε εκ νέου στο Παρίσι, για να διαγράψει έκτοτε και σε αυτήν πλέον την εκδοχή μια επιτυχημένη διαδρομή σε όλον τον κόσμο.


H «Παριζιάνικη ζωή» κάνει πρεμιέρα στις 19/12 στο θέατρο Ολύμπια (Ακαδημίας 59, τηλ. 210 3612.461). Μουσική διεύθυνση: Ανδρέας Πυλαρινός – Λίζα Ξανθοπούλου. Σκηνοθεσία: Γ. Ιορδανίδης. Σκηνικά – κοστούμια: Γ. Πάτσας. Ερμηνεύουν: Δ. Κασιούμης, Μαρία Μητσοπούλου, K. Παλιατσάρας κ.ά. Παραστάσεις και στις 20, 21, 27, 31/12, 9, 10.1.2004 και 3, 5, 6, 7.3.2004. Ωρα έναρξης: 19.00. H οπερέτα παρουσιάζεται στα ελληνικά.