Εναν σημαντικό αρχαίο δήμο έφερε στο φως η ανασκαφή που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια στη Μερέντα Μαρκοπούλου, στα Μεσόγεια, εκεί όπου παραχωρήθηκε μια έκταση 2.500 στρεμμάτων για τη δημιουργία του νέου Ιπποδρόμου και του Ολυμπιακού Ιππικού Κέντρου. Πρόκειται για τον Δήμο Μυρρινούντος, έναν πλούσιο αγροτικό δήμο των κλασικών χρόνων, που οι αρχαιολόγοι γνώριζαν ότι έπρεπε να βρίσκεται κάπου στην περιοχή αλλά δεν είχαν κατορθώσει να εντοπίσουν. Σήμερα ένα μεγάλο τμήμα του αρχαίου δήμου έχει αποκαλυφθεί, έχουν έρθει στο φως δρόμοι, ιερά, ναοί, αγροικίες, δημόσια κτίρια και αρχαία νεκροταφεία και μαζί και ένα πλήθος ευρημάτων κεραμικής, μεταλλοτεχνίας, λιθοτεχνίας κτλ., που έχουν μεταφερθεί και εκτίθενται στο Μουσείο της γειτονικής Βραυρώνας. Τώρα πια η Μερέντα μπορεί να σημειώνεται στον χάρτη της Αττικής ως ένας ακόμη αρχαιολογικός τόπος.


Σχεδόν αθέατη από τον δημόσιο δρόμο και προστατευμένη από τα χαμηλά βουνά που την τριγυρίζουν, η Μερέντα διατήρησε ως τις μέρες μας μια πλούσια αττική βλάστηση και τον αγροτικό της χαρακτήρα. Σε αυτήν την πλούσια βλάστηση άλλωστε, όπου κυριαρχούσαν οι μυρτιές (μυρσίνες στα αρχαία), οφείλει και ο δήμος την ονομασία Μυρρινούς. H εύφορη όμως γη του Μυρρινούντος ή της Μερέντας, σύμφωνα με τη σύγχρονη παραφθορά του ονόματος, δεν βγάζει μόνο θάμνους. Στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ήταν γνωστό ότι κάθε τόσο με την άροση των χωραφιών έρχονταν στο φως αρχαία και ότι επίσης η όμορφη κοιλάδα μαστιζόταν από την αρχαιοκαπηλία. Εκτός αυτού όμως, από τα μέσα του περασμένου αιώνα είχαν αποκαλυφθεί γεωμετρικά νεκροταφεία σε έρευνες που έγιναν για σύντομα διαστήματα και διακόπηκαν επειδή υπήρξαν άλλες προτεραιότητες. Για αυτούς ακριβώς τους λόγους η επιλογή της θέσης για την κατασκευή των ολυμπιακών έργων και του νέου Ιππόδρομου είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, τόσο από τους αρχαιολόγους, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η περιοχή δεν έχει ερευνηθεί σε όλη της την έκταση και οι σύγχρονες κατασκευές θα καταστρέψουν τα αρχαία, όσο και από τους οικολόγους που ζητούσαν να μην αλλοιωθεί ένα από τα τελευταία φυσικά τοπία της Αττικής.


Για τον υπόλοιπο κόσμο η Μερέντα ήταν μια σχεδόν άγνωστη περιοχή που το όνομά της ακούστηκε όταν το 1972 βρέθηκαν εκεί τα δύο μεγάλα και σχεδόν ακέραια αρχαϊκά αγάλματα, της κόρης Φρασίκλειας και ενός κούρου, τα οποία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Μετά η Μερέντα σχεδόν ξεχάστηκε. Ωστόσο, από τα δύο αρχαϊκά γλυπτά, η Φρασίκλεια, η οποία όπως αναφέρεται στην επιγραφή της είναι έργο του πάριου γλύπτη Αριστίωνος και χρονολογείται από το 540 π.X., θεωρείται ένα έργο πολύ σημαντικό για τη μελέτη της εξέλιξης της αρχαϊκής γλυπτικής. Ετσι είχαν λίγο ή πολύ τα πράγματα όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αποφασίστηκε να δοθεί η περιοχή για τον νέο Ιππόδρομο και το Ολυμπιακό Ιππικό Κέντρο. Ορος της απόφασης ήταν να υπάρξει στενή συνεργασία των μελετητών του σύγχρονου έργου με τους αρχαιολόγους, οι οποίοι παράλληλα θα προχωρούσαν σε μια εκτεταμένη συστηματική ανασκαφή με χρηματοδότηση από τον Οργανισμό Διεξαγωγής Ιπποδρομιών Ελλάδος (ΟΔΙΕ).


Πώς άρχισε η ανασκαφή


H μεγάλη συστηματική ανασκαφή στη Μερέντα, που άρχισε από την B’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, ήταν στην πραγματικότητα ένας «αγώνας εναντίον του χρόνου» προκειμένου να ολοκληρωθεί η έρευνα τουλάχιστον στα σημεία όπου είχε αποφασιστεί να κτιστούν τα ολυμπιακά κτίρια. Χάρη στη λεπτομερέστατη επιφανειακή έρευνα που έγινε το 1999 από τον κ. Ευάγγελο Κακαβογιάννη, προτού αναλάβει τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού, ορίστηκε η θέση της ανασκαφής που οδήγησε στην αποκάλυψη του αρχαίου Δήμου του Μυρρινούντος. H ανασκαφή (συνολικά ερευνήθηκαν περί τα 80 στρέμματα) αποκάλυψε ένα μεγάλο μέρος της πόλης της κλασικής περιόδου κατά την οποία ο δήμος γνώρισε και τη μεγάλη του ακμή. Βρέθηκαν τα πώρινα θεμέλια ενός μεγάλου ναού που πιστεύεται ότι είναι ο ναός της Αρτέμιδος, η οποία σύμφωνα με την παράδοση ήταν προστάτις του δήμου, καθώς επίσης και ένα μικρό ιερό στο οποίο λατρευόταν ο Φράτριος Δίας, όπως αναφέρεται σε επιγραφή που βρέθηκε σε μια βάση αναθήματος σε εκείνο το σημείο. Ενας τρίτος ναός, ο ναός της Αθηνάς, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση πρέπει να υπήρχε στον Μυρρινούντα, εικάζεται ότι θα πρέπει να βρίσκεται κάτω από την παρακείμενη μικρή βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας της Μερέντας.


Εκτός από τους ναούς και τα ιερά, τους δρόμους, τα νεκροταφεία, τις αγροικίες και τα δημόσια κτίρια, η έρευνα που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια υπό την διεύθυνση της επιμελήτριας Αρχαιοτήτων κυρίας Ολγας Κακαβογιάννη δεν περιορίστηκε μόνο στην κλασική περίοδο. Οπως μάλιστα σημειώνει στη μικρή έκδοση για τις «Αρχαιολογικές έρευνες στη Μερέντα Μαρκοπούλου» ο προϊστάμενος της B’ ΕΦορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κ. Γ. Σταϊνχάουερ, «στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από την απόφαση για την εγκατάσταση στον χώρο αυτό του Ολυμπιακού Ιππικού Κέντρου, η αρχαιολογική σκαπάνη ξετύλιξε μια μια τις πτυχές της διαχρονικής ζωής της αττικής αυτής γωνιάς, από τις νεολιθικές αρχές της ως την κλασική ακμή του αττικού δήμου και την παρακμή του τέλους της αρχαιότητος».


Ο προϊστορικός οικισμός


Ετσι σήμερα πια γνωρίζουμε ότι η πεδιάδα της Μερέντας κατοικήθηκε μερικές χιλιετίες πριν από την κλασική περίοδο, όταν ο Μυρρινούς γνώρισε τη μεγάλη του ακμή. Κατά την ανασκαφή βρέθηκε ένας μικρός προϊστορικός οικισμός με υπόγειους θαλάμους που ήταν κατοικίες οι οποίες χρονολογήθηκαν στο τέλος της νεολιθικής και στις αρχές της πρωτοελλαδικής εποχής (περίπου 3500 π.X.). Κοντά βρέθηκαν και άλλες προϊστορικές μικρές εγκαταστάσεις. Από τα ευρήματα αυτά ο υπόγειος οικισμός θεωρείται μοναδικός για την Ελλάδα, χωρίς ωστόσο να μπορεί να εξηγηθεί για ποιο λόγο οι άνθρωποι είχαν σκάψει τα δωμάτια μέσα στο μαλακό αλλά συμπαγές έδαφος. Παρά τη σημασία του όμως, ο οικισμός δεν κατορθώθηκε να διατηρηθεί καθώς η θέση είχε ήδη χωροθετηθεί για να κτιστούν οι στάβλοι του νέου Ιπποδρόμου. Ετσι η θέση με τους υπόγειους θαλάμους παραδόθηκε στα σύγχρονα έργα και στην καταστροφή.


«Βέβαια πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι όταν λέμε καταστροφή εννοούμε ότι κάτι το χάνουμε για πάντα και μαζί χάνουμε και τα στοιχεία του» λέει η κυρία Ολγα Κακαβογιάννη. «Οταν όμως έχουμε μια συστηματική ανασκαφή δεν μιλάμε για καταστροφή πια. Τα προϊστορικά ευρήματα δεν ήταν καλά διατηρημένα. Ηταν θάλαμοι ανοιγμένοι ένα μέτρο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους που είχε καταπέσει. Βέβαια καλό θα ήταν να μην έχουμε χάσει το εύρημα. Εμείς όμως το αποτυπώσαμε, το φωτογραφίσαμε, το σχεδιάσαμε, το ερευνήσαμε εξονυχιστικά και δεν χάσαμε στοιχεία. Οι υπόγειοι θάλαμοι δεν ήταν εντυπωσιακό εύρημα, ήταν όμως ο πρώτος υπόγειος οικισμός που βρέθηκε στην Ελλάδα (ανάλογο εύρημα αυτής της περιόδου υπάρχει μόνο στην Κύπρο) και γι’ αυτό λέμε ότι καλό θα ήταν να είχε διατηρηθεί. Στο μέλλον πάντως καλό θα είναι να προηγείται η αρχαιολογική έρευνα της χωροθέτησης των σύγχρονων έργων στις θέσεις που υπάρχουν αρχαιότητες».


H τύχη των ευρημάτων


H ανασκαφή της Μερέντας, αν και δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, δείχνει ότι η περιοχή κατοικήθηκε σε όλες τις περιόδους της αρχαιότητας ως το τέλος της ρωμαιοκρατίας. Ενα άλλο ενδιαφέρον εύρημα είναι ένα ιερό της Αφροδίτης, το οποίο βρέθηκε δίπλα στον κύριο δημοτικό δρόμο του Μυρρινούντος που οδηγούσε στον γειτονικό αρχαίο δήμο που ήταν στη θέση του σημερινού Πόρτο Ράφτη. Αφροδίσια, όπως ονομάζονταν τα ιερά της Αφροδίτης, υπήρχαν κατά την αρχαιότητα κοντά σε λιμάνια ή σε δρόμους που οδηγούσαν σ’ αυτά για την περιποίηση των ναυτικών όταν γυρνούσαν από μακρινά ταξίδια. Διέθεταν λουτρό, χώρο για προσφορές στη θεά και δωμάτια όπου η ιέρεια δεχόταν τους επισκέπτες. Το Αφροδίσιο της Μερέντας, αν και όχι καλά διατηρημένο, θα μείνει ορατό καθώς αποτελεί ένα ολοκληρωμένο παράδειγμα ιερού αυτού του είδους.


Ολα όμως τα αρχαία που εντοπίστηκαν στη Μερέντα δεν είχαν την ίδια τύχη. Αλλα διατηρήθηκαν και θα παραμείνουν ως αρχαιολογικοί χώροι, άλλα αφού ερευνήθηκαν καταχώθηκαν για να διευκολυνθεί η σύγχρονη λειτουργία του χώρου, λίγα «καταστράφηκαν», όπως ο νεολιθικός υπόγειος οικισμός, και άλλα αφού εντοπίστηκαν ξανασκεπάστηκαν για να περιμένουν να ερευνηθούν από τους αρχαιολόγους του μέλλοντος. Οπωσδήποτε όμως από τα ως σήμερα αποτελέσματα της συστηματικής ανασκαφής όλοι παραδέχονται πως αποκαλύφθηκε ένα πολύ μεγάλο τμήμα του αρχαίου δήμου, έτσι ώστε η χωροταξία του να είναι τώρα κατανοητή, ενώ η μελέτη και η δημοσίευση των χιλιάδων κινητών ευρημάτων που θα ακολουθήσουν θα φωτίσουν το παρελθόν αυτής της όμορφης γωνιάς της αττικής γης.