Πριν από τρεις μήνες ήταν η Ευρώπη των «15» και σήμερα η διευρυμένη Ευρώπη των «25». Ενα νέο όραμα για τη Γηραιά Ηπειρο έχει ανατείλει. Οταν ο Ανρί Καρτιέ – Μπρεσόν όμως περιηγείτο την Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του ’50, αποτυπώνοντας σε μια σειρά από φωτογραφίες τους τόπους και τους ανθρώπους, τα σημάδια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ακόμη νωπά, τα παλαιά τραυματισμένα κράτη επαναπροσδιόριζαν τη δύναμή τους κλεισμένα στα σύνορά τους, η διάσταση Δύσης – Ανατολής, που θα άνοιγε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, ήταν ένα γεγονός και ο άνθρωπος, μια μοναχική φιγούρα στην αγωνιώδη προσπάθεια επιβίωσης και ανάκαμψης. H κοινή πορεία που πρεσβεύει η ενωμένη Ευρώπη ήταν πολύ μακριά. «Οι Ευρωπαίοι» του Καρτιέ – Μπρεσόν μπορεί να πρωτοδημοσιεύθηκαν το 1955 σε λεύκωμα του έλληνα εκδότη, τεχνοκριτικού και συλλέκτη Τεριάντ, σήμερα ωστόσο καθώς επανακάμπτουν μέσω μιας έκθεσης, που με αφετηρία το Παρίσι κάνει σταθμούς σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, είναι περισσότεροι από ποτέ επίκαιροι. Μέσα από τις 110 ασπρόμαυρες φωτογραφίες του δημιουργού τους αυτοί «Οι Ευρωπαίοι», που παρουσιάζονται αύριο στο Μουσείο Μπενάκη, μας αποκαλύπτουν το πολύπτυχο πρόσωπο της Ευρώπης. Ταυτοχρόνως όμως ο φωτογράφος, ως προάγγελος μιας ιστορικής εξέλιξης που θα ερχόταν ύστερα από πενήντα χρόνια, δουλεύοντας πριν από τους οικονομολόγους και τους πολιτικούς συνενώνει τα κομμάτια αυτού του παζλ, το οποίο αποτελούν οι χώρες της Ευρώπης, κάτω από ένα κοινό σήμα: αυτό του ευρωπαίου κατοίκου που μοιράζεται μια κοινή ιστορία, με τις θετικές ή αρνητικές στιγμές της και οι καταβολές του πολιτισμού του αντλούν από την ίδια πηγή. «Τίποτε δεν ξεφεύγει από τη ματιά του» γράφει ο διευθυντής του Μουσείου Πικάσο στο Παρίσι κ. Ζαν Κλερ. «Ούτε η παραμικρή ανωμαλία του εδάφους ούτε τα σκάμματα, τα φράγματα, οι προσχώσεις από χέρι ανθρώπινο, σημάδια που μαρτυρούν τη χιλιόχρονη κατοχή μιας χώρας με κοινά χαρακτηριστικά: της Ευρώπης».


«H φωτογραφία είναι για εμένα η αυθόρμητη παρόρμηση μιας αέναης οπτικής εγρήγορσης που συλλαμβάνει τη στιγμή και την αιωνιότητά της» έχει πει ο ίδιος. Θα αφιερωθεί λοιπόν στη χαρτογράφηση αυτής της ηπείρου ως άλλος γεωγράφος, που όμως δεν δίνει σημασία στις γραμμές των συνόρων και στους χρωματισμούς των εθνών αλλά στις απαλές καμπύλες των πεδιάδων που εκτείνονται στην Κεντρική Ευρώπη, στους αμμόλοφους που οδηγούν στη θάλασσα, στα ποτάμια που χαράσσουν δρόμους και στα βουνά που βάζουν δυναμικά και απροσπέλαστα όρια. Από τα υγρά τοπία της Ιρλανδίας ως τους ηλιόλουστους, λευκούς όγκους των σπιτιών της Σίφνου, χωρίς ενδιάμεσους τελωνειακούς σταθμούς, ο Καρτιέ – Μπρεσόν, ταξιδεύοντας συνεχώς κατά τη διάρκεια μισού αιώνα, θα συντάξει το κτηματολόγιο μιας ηπείρου που από τη Σύνοδο του Μάαστριχ ως εκείνη του παρελθόντος Απριλίου στην Αθήνα θα έχει γίνει μια χώρα.


Ο δρόμος που έχει διανυθεί είναι μεγάλος. Ιδιαιτέρως από το 1937 ως τη μεταπολεμική εποχή, ο Καρτιέ – Μπρεσόν θα αποτυπώσει μια Ευρώπη ανήσυχη, αβέβαιη, ασταθή, νευρική. Πολύ μακριά από τη σημερινή κοινωνία της αφθονίας, τη γεμάτη σιγουριά αλλά και έπαρση. Εκείνος κατέγραψε μια Ευρώπη αγροτική, παράξενα σιωπηλή, όπου η μηχανή ήταν ακόμη άγνωστη και όλα γίνονταν με τη δύναμη του ζώου ή με το χέρι. Και η σημερινή πραγματικότητα μόλις μισό αιώνα μετά διακηρύττει την υπεροχή της μηχανής και την επικράτηση της τεχνολογίας σε έναν κόσμο θορυβώδη με ανθρώπους βιαστικούς και πολυάσχολους αλλά όχι περισσότερο πνευματικούς.


H ανθρώπινη φιγούρα πάντως ξεχωρίζει μέσα από τα τοπία του. Αλλοτε μοναχική, πολύ συχνά σε ζευγάρια και άλλοτε σε πλήθη που κατακλύζουν τις πλατείες, τα πάρκα, τις προκυμαίες. Είναι άνθρωποι αεικίνητοι, γελαστοί και υπερήφανοι, παρά την αθλιότητα, που και αυτή κάποτε δεν λείπει, αποτυπωμένη σε πρόσωπα εξαθλιωμένα: ζητιάνους, αχθοφόρους, μετανάστες, παραδουλεύτρες.


«Αυτοί οι καθημερινοί άνθρωποι, τα βλέμματα που ανταλλάσσουν, οι τρυφερές χειρονομίες, το ελαφρύ βάδισμα, η στάση τους, ένα στιγμιαίο κοίταγμα στον ουρανό, ένα κρυφό χαλάρωμα ή αναπάντεχο ίσιωμα του κορμιού, μια φιγούρα ακίνητη στην αναλαμπή του ήλιου, η λάμψη μιας ματιάς προτού να σκοτεινιάσει η νύχτα, προτού πέσει η αυλαία, όλα αυτά υπήρξαν. Λίγο να σκύψετε, θα ανακαλύψετε τα ίχνη τους» γράφει ο κ. Ζαν Κλερ για τα ανώνυμα πρόσωπα του Καρτιέ – Μπρεσόν.


«Ενα είδος συγγένειας σκιαγραφείται ανάμεσα σε όλα τα πορτρέτα του ιδίου φωτογράφου, διότι η σύλληψη των ανθρώπων συνδέεται με την ψυχολογική ταυτότητα του ιδίου» λέει ο ίδιος.


Σήμερα είναι 95 ετών. Εχει ζήσει δύο πολέμους – στον Δεύτερο συνελήφθη και αιχμάλωτος – έχει γνωρίσει την ανεμελιά του Μεσοπολέμου και τον αγώνα για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μέσα από τα συντρίμμια της, είδε τη νέα εποχή να ανατέλλει και παρακολούθησε όλες τις εξελίξεις και τα μεγάλα γεγονότα, χωρίς όμως ποτέ να ξεχάσει τον άνθρωπο.


Δικαίως πλέον θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους φωτογράφους του κόσμου αλλά και ο πατέρας του φωτογραφικού ρεπορτάζ ή ρεπορτάζ του δρόμου. Οι φωτογραφίες του, πάντοτε ασπρόμαυρες, διαθέτουν χιούμορ, ζωντάνια, τρυφερότητα, αλλά πάνω απ’ όλα κυνηγούν τον χρόνο.


«Από όλα τα εκφραστικά μέσα η φωτογραφία είναι το μόνο που παγιώνει μία συγκεκριμένη στιγμή» λέει. Και κυνηγάει αυτή τη φευγαλέα στιγμή, αποτυπώνοντας με τον φακό τη γρήγορη κίνηση που σχεδόν δεν προλαβαίνει να δει το ανθρώπινο μάτι, διαιωνίζοντάς την στον χρόνο. Γιατί, «ο χρόνος είναι η πεμπτουσία της ζωής» όπως πιστεύει. Δεν φωτογραφίζει όμως πια. Για την ακρίβεια έχει σταματήσει από το 1978, προτιμώντας να αφιερώνει τον χρόνο του στη ζωγραφική που ανέκαθεν υπήρξε μεγάλη του αγάπη: «Πάντοτε είχα πάθος με τη ζωγραφική. Οταν ήμουν παιδί τής αφιέρωνα την Πέμπτη και την Κυριακή. Τις υπόλοιπες ημέρες την ονειρευόμουν».


Στο Μουσείο Μπενάκη, όπου η έκθεση οργανώθηκε από το Φωτογραφικό Αρχείο του σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο και το πρακτορείο Apeiron, οι φωτογραφίες του Ανρί Καρτιέ – Μπρεσόν, παρουσιασμένες για πρώτη φορά στην Ελλάδα, αποδεικνύουν τον μύθο που συνοδεύει τον δημιουργό τους. «Ο Καρτιέ – Μπρεσόν ήξερε να μεταμορφώνει την καθημερινότητα σε αιωνιότητα, χαρίζοντας στο τυχαίο και στο ευτελές αξία διαχρονική» λέει εύστοχα ο κ. Ζαν Κλερ. Και ο ίδιος ο κύριος Καρτιέ – Μπρεσόν, που υποδέχεται μέσα από τη δική του πλέον φωτογραφία το κοινό, φαίνεται να συμφωνεί.


Σημειώσεις του για τη φωτογραφία


Το ρεπορτάζ


«Το ρεπορτάζ είναι μια προοδευτική διαδικασία του εγκεφάλου, του ματιού και της καρδιάς, με σκοπό να εκφράσει ένα πρόβλημα, να παγιώσει ένα γεγονός ή κάποιες εντυπώσεις. H πραγματικότητα μας προσφέρεται με τόση αφθονία ώστε χρειάζεται να αφαιρούμε επί τόπου, να απλοποιούμε. Αφαιρεί όμως κανείς πάντα αυτό που πρέπει;


Στο φωτογραφικό ρεπορτάζ καλούμαστε να μετρήσουμε τα κτυπήματα σχεδόν σαν διαιτητές και μοιραίως καταφθάνουμε σαν παρείσακτοι. Πρέπει λοιπόν να πλησιάζουμε το θέμα σαν τη γάτα, ακόμα και αν πρόκειται για νεκρή φύση. Με πέλμα βελούδινο και μάτι ακονισμένο. Δίχως βιασύνη. Δεν μαστιγώνει το νερό κανείς πριν να ψαρέψει».


Το θέμα


«Πώς να αρνηθεί κανείς το θέμα; Επιβάλλεται από μόνο του. Και επειδή τα θέματα υπάρχουν σε ό,τι γίνεται, είτε στον κόσμο είτε στο ιδιαίτερό μας περιβάλλον, αρκεί να στεκόμαστε νηφάλιοι απέναντι στο γεγονός και να είμαστε έντιμοι με τα συναισθήματά μας.


Από την επιτήδευση ορισμένων πορτρέτων προτιμώ πολύ περισσότερο εκείνες τις μικρές φωτογραφίες ταυτότητας, που στριμώχνονται η μία πλάι στην άλλη στις βιτρίνες φωτογράφων διαβατηρίων.


Σε αυτά τα πρόσωπα μπορεί κανείς να απευθύνει μια ερώτηση και να ανακαλύψει μια αξία ντοκουμέντου ελλείψει της επιθυμητής ποιητικής ταύτισης».


H σύνθεση


«H φωτογραφία είναι για μένα η αναγνώριση, μέσα στην ίδια την πραγματικότητα, ενός ρυθμού επιφανειών, γραμμών ή αξιών. Το μάτι αποσπά το θέμα και η μηχανή δεν έχει παρά να κάνει τη δουλειά της, να αποτυπώσει στο φιλμ την απόφαση του ματιού. Μια φωτογραφία βλέπεται στο σύνολό της, με μια ματιά, σαν πίνακας. H σύνθεση είναι μια συγχρονισμένη συμμαχία, ο οργανικός συντονισμός κάποιων ορατών στοιχείων. Στη φωτογραφία υπάρχει μια καινούργια πλαστική, έργο των στιγμιαίων γραμμών, δουλεύουμε με την κίνηση, μ’ ένα είδος προαισθήματος της ζωής και η φωτογραφία οφείλει να αγγίζει μέσω της κίνησης την εκφραστική ισορροπία.


Ακούμε συχνά να μιλούν για «γωνίες λήψεως», αλλά οι μόνες γωνίες που υπάρχουν είναι της γεωμετρίας και της σύνθεσης».


H τεχνική


«Διασκεδάζω πάντοτε με την αντίληψη που έχουν ορισμένοι για τον ρόλο της τεχνικής στη φωτογραφία, κάτι που μεταφράζεται σε ανεξέλεγκτο κυνήγι της καθαρότητας της εικόνας: πρόκειται για το πάθος της λεπτομέρειας, το πάθος της λεπτοδουλειάς ή ελπίζουν να αγγίξουν βαθύτερα την πραγματικότητα μέσω αυτής της οφθαλμαπάτης;»


Οι πελάτες


«Εμείς που κάνουμε φωτογραφικό ρεπορτάζ διοχετεύουμε πληροφορίες σ’ έναν κόσμο βιαστικό, εξουθενωμένο από τις ενασχολήσεις του, έρμαιο της κακοφωνίας, έναν κόσμο που κατοικείται ολόκληρος από πλάσματα διψασμένα για τη συντροφιά της εικόνας. H σύντμηση της σκέψης που χαρακτηρίζει τη φωτογραφική γλώσσα διαθέτει μεγάλη δύναμη, ασκούμε όμως μια κρίση σε ό,τι βλέπουμε και αυτό αποτελεί μεγάλη ευθύνη. Μια φωτογραφία είναι για εμένα η ταυτόχρονη, εντός κλάσματος δευτερολέπτου, αναγνώριση της σημασίας ενός γεγονότος και της αυστηρής οργάνωσης των οπτικά αντιληπτών μορφών που το εκφράζουν».


Ζωή πίσω από τον φακό


Μια «Λάικα» που έπιασε στα χέρια του σε ηλικία 22 ετών υπήρξε για τον Ανρί Καρτιέ – Μπρεσόν το γεγονός που θα άλλαζε τη ζωή του, οδηγώντας την σε νέους δρόμους. «Εγινε η προέκταση του ματιού μου και έκτοτε δεν με εγκατέλειψε ποτέ» δηλώνει. Γεννημένος το 1908 στο Chanteloup Seine-et-Marne της Γαλλίας, έκανε αρχικά σπουδές ζωγραφικής για να στραφεί όμως γρήγορα στη φωτογραφία. Ο Γκρίφιθ, ο Αϊζενστάιν, ο Ντράγιερ του έμαθαν πώς να βλέπει τα θέματά του και το πάθος του, από την αρχή κιόλας, ήταν να συλλάβει «φωτογραφίες επ’ αυτοφώρω». Παράλληλα οι στενές του σχέσεις με τους σουρεαλιστές ζωγράφους προσέδωσαν στις εικόνες του μια ιδιαίτερη αισθητική ματιά.


Στην περίοδο του Μεσοπολέμου αρχίζει να ταξιδεύει στην Ευρώπη και γρήγορα τα ταξίδια θα επεκταθούν από την Ινδία και την Κίνα ως το Μεξικό. Το 1933 παρουσιάζει την πρώτη του έκθεση στη Νέα Υόρκη, από το 1936 ως το 1939 θα συνεργαστεί στον κινηματογράφο με τον σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ αλλά στον πόλεμο που θα έρθει ο Ανρί Καρτιέ – Μπρεσόν θα συλληφθεί από τους Γερμανούς και θα παραμείνει αιχμάλωτος από το 1940 ως το 1943. Στην απελευθέρωση όμως θα είναι εκεί, παρακολουθώντας την με τον συμμαχικό στρατό και καταγράφοντας τις εικόνες με κινηματογραφική μηχανή.


«Το 1947 με άλλους πέντε ανεξάρτητους φωτογράφους ιδρύσαμε την κοινοπραξία μας, το Magnum Photos, που διοχετεύει τα φωτογραφικά μας ρεπορτάζ στα γαλλικά και ξένα περιοδικά» έγραψε ο ίδιος για τη δημιουργία τού διάσημου πρακτορείου από το οποίο θα αποχωρήσει το 1966. Τη δεκαετία του ’50 κυκλοφόρησαν τα πρώτα του λευκώματα (Images ΄a la sauvette και Les Europeens) ενώ το 1955 και το 1970 διοργανώθηκαν μεγάλες ατομικές εκθέσεις του στο Παρίσι. Ο ίδιος εξακολούθησε να ταξιδεύει, καταγράφοντας σημαντικά ιστορικά γεγονότα και συλλέγοντας εικόνες από δυσπρόσιτες τότε περιοχές, όπως η Σοβιετική Ενωση, η Κίνα και η Κούβα.


H πρώτη του έκθεση ζωγραφικής οργανώθηκε το 1975 στη Νέα Υόρκη ενώ το 1987 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης φιλοξένησε μεγάλη έκθεση φωτογραφίας του. Παράλληλα ήρθαν και δύο σημαντικά βραβεία: το Εθνικό Βραβείο Φωτογραφίας από το υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας και το βραβείο «Νοβετσέντο» από τη χήρα του Χόρχε Λούις Μπόρχες. Εφέτος μάλιστα εγκαινιάστηκε στο Παρίσι το κοινωφελές ίδρυμα που φέρει το όνομά του και αποτελεί τον θεματοφύλακα του έργου του.


(Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο «Henri Cartier-Bresson – H αποφασιστική στιγμή» των εκδόσεων Αγρα.