Στις αρχές Απριλίου ο υπουργός Πολιτισμού κάλεσε το από αυτόν διορισμένο διοικητικό συμβούλιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) για να ανακοινώσει ότι επιτέλους(!!!) έχει δρομολογηθεί η ανέγερση Μεγάρου Οπερας στην Αθήνα.


Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση προβαίνει σε τέτοιου είδους ανακοινώσεις. Και στο παρελθόν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός είχε κάνει ανάλογες δηλώσεις και είχε δώσει ανάλογες διαβεβαιώσεις. Μάλιστα, για την κρισιμότητα και τη σημασία της άμεσης ανέγερσης νέου κτιρίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής είχε κάνει λόγο τότε, το μακρινό 2000(!), ο κ. Σημίτης εντάσσοντάς το στο πλαίσιο του προεκλογικού του προγράμματος. Δεν έγινε όμως απολύτως τίποτα. Ιδια γεύση πήραμε και από τον κ. υπουργό Πολιτισμού καθώς με δημόσιες εξαγγελίες του και ρητές δεσμεύσεις διαβεβαίωνε και καθησύχαζε όλους μας τόσο για την άμεση έναρξη των εργασιών του νέου κτιρίου όσο και για την ένταξη του έργου στο Γ´ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Ετσι και οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Πολιτισμού μόνον ειρωνικά σχόλια προκαλούν. Διότι ο κ. Βενιζέλος δεν είπε λέξη ότι στο Γ´ ΚΠΣ δεν έχει εγγραφεί ούτε ένα ευρώ για το κτίριο της Λυρικής Σκηνής και ακόμη πως το υπουργείο του οποίου προΐσταται αρνείται πεισματικά να λάβει θέση για τον χώρο όπου θα ανεγερθεί το μέγαρο της Λυρικής Σκηνής.


H ελληνική πρωτιά


H Ελλάδα κατέχει δυστυχώς άλλη μία – όπως συνηθίζουμε να λέμε – θλιβερή πρωτιά στον τομέα του πολιτισμού: είναι η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που δεν διαθέτει κτίριο λυρικού θεάτρου. Είμαι σίγουρος ότι αυτή τη στιγμή κάποιοι θα αναρωτιούνται για το αν ευσταθεί ο τίτλος του άρθρου μου. Βλέπετε, η δύναμη της συνήθειας είναι μεγάλη καθώς μιλώντας για το κτίριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής έρχεται αυτόματα, συνειρμικά και αβίαστα το γνωστό σε όλους μας κτίριο της οδού Ακαδημίας, που όμως δεν είναι άλλο από το θέατρο «Ολύμπια», που από το 1958 μισθώνεται για τις απαιτήσεις του λυρικού θεάτρου.


Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Αραγε πόσοι είναι αυτοί που γνωρίζουν πως η ιστορία του ελληνικού μελοδράματος αρχίζει από τη δεκαετία του 1880; Το ελληνικό μελόδραμα, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, επέζησε πολλά χρόνια προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στην πολιτιστική ζωή του τόπου αλλά και στις εστίες του απόδημου Ελληνισμού. Λίγο πριν από το ξέσπασμα του B´ Παγκοσμίου Πολέμου, και συγκεκριμένα το 1939, ιδρύεται η Εθνική Λυρική Σκηνή (ως τμήμα του τότε Βασιλικού Θεάτρου) και διευθυντής της ορίζεται ο Κωστής Μπαστιάς, μια σπουδαία προσωπικότητα που στάθηκε καταλύτης για τη μετέπειτα πορεία και εξέλιξη του λυρικού θεάτρου. Από δε το 1944 αρχίζει να λειτουργεί ως αυτόνομος οργανισμός.


H άχαρη πολυκατοικία


H ΕΛΣ πρωτοστεγάστηκε σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρισκόταν μέσα σε ένα τεράστιο πλακοστρωμένο προαύλιο στην οδό Ακαδημίας, στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου και σήμερα στεγάζεται. Το ωραίο αυτό νεοκλασικό κτίριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του ανεγέρθηκε η υπάρχουσα πολυώροφη οικοδομή. Στο ισόγειό της σε μια αίθουσα που άνετα θα μπορούσε να χρησιμεύει ως κινηματογράφος λειτουργεί η Εθνική(!!!) Λυρική Σκηνή.


Αξίζει να σημειωθεί ότι το νεοκλασικό κτίριο το οποίο κατεδαφίστηκε για να δώσει τη θέση του σ’ αυτή την άχαρη πολυκατοικία ανήκει στο Ταμείο Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε διπλανό ακριβώς δρόμο, στην οδό Φειδίου, ένα άλλο νεοκλασικό κτίριο, έργο του Τσίλλερ, που έχει κριθεί διατηρητέο, έχει αφεθεί στην τύχη του, για να καταρρεύσει, παρά τις προτάσεις που στο παρελθόν είχαν γίνει για την αγορά του από τη Γερμανική Αρχαιολογική Εταιρεία για επέκταση των δικών της γραφείων. Ολες όμως οι προτάσεις για πώληση απορρίφθηκαν γιατί ο ιδιοκτήτης του, που δεν είναι άλλος από το Ταμείο Υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας, το αφήνει να καταρρεύσει ώστε η κήρυξή του ως διατηρητέου από μόνη της και αυτή να «καταρρεύσει»!!! Εύλογα λοιπόν διερωτάται κανείς γιατί σε αυτά τα δύο Ταμεία, τα οποία ουσιαστικά συντηρούνται έμμεσα από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν επιβάλλεται σεβασμός στη διατήρηση και διαφύλαξη των ιστορικών κτιρίων της πρωτεύουσας.


Σε αυτή λοιπόν την αίθουσα της οδού Ακαδημίας στεγάζεται για περίπου 50 χρόνια το μοναδικό λυρικό θέατρο της Ελλάδας. Στη διάρκεια λειτουργίας του παρουσιάστηκαν σπουδαίες όπερες κλασικού ρεπερτορίου, δημιουργίες σύγχρονων συνθετών και φιλοξενήθηκαν μεγάλα ονόματα, με σημαντικότερη μορφή την αξεπέραστη Μαρία Κάλλας.


Τι κάνει η κυβέρνηση


Ποιος άραγε θα μπορούσε να φανταστεί ότι η πρωτεύουσα της χώρας αυτής που γέννησε τη Μαρία Κάλλας σήμερα, το 2003, έναν χρόνο μόλις πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων – που η ίδια φιλοξενεί – και με πακέτα εκατομμυρίων ευρώ που προορίζονται στο υπουργείο Πολιτισμού για προγράμματα στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, αδυνατεί να στεγάσει τούτη την τέχνη; Και όμως αυτή είναι η πραγματικότητα.


Τα μόνα συναισθήματα που μπορεί να διακατέχουν όποιον πραγματικά γνωρίζει και ενδιαφέρεται είναι αυτά της θλίψης και της ντροπής τόσο για την κατάσταση που επικρατεί στους χώρους που φιλοξενούν το λυρικό θέατρο σήμερα όσο και για την αναλγησία της κυβερνητικής μηχανής, τις ψεύτικες υποσχέσεις του Πρωθυπουργού και τις ανεκπλήρωτες δεσμεύσεις του υπουργού Πολιτισμού.


Ξεκινώντας κανείς με το ζήτημα της ακαταλληλότητας του υπάρχοντος κτιρίου αντιλαμβάνεται εύκολα ότι η τέχνη του λυρικού θεάτρου είναι μια τέχνη απαιτητική που προϋποθέτει καμαρίνια, αίθουσες για πρόβες, βεστιάρια κτλ., με λίγα λόγια απαιτεί χώρους σύγχρονους, μοντέρνους, αξιοπρεπείς, αντάξιους του βεληνεκούς της ίδιας της τέχνης. Το θέατρο «Ολύμπια» που φιλοξενεί εδώ και 50 χρόνια την Εθνική Λυρική Σκηνή, παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες που κατά καιρούς γίνονται από τους εκάστοτε διευθυντές, θεωρείται πλέον ακατάλληλο.


Ιδέες και προτάσεις για το νέο κτίριο της ΕΛΣ αλλά και για τον χώρο ανέγερσής του υπήρξαν πολλές. H δε μελέτη που πραγματοποιήθηκε για το εν λόγω έργο υπέδειξε πως καταλληλότερος χώρος για την ανέγερσή του είναι η περιοχή του Κεραμεικού. Και πράγματι αυτή η εγκαταλελειμμένη γειτονιά στο κέντρο της πρωτεύουσας πρέπει να αποτελέσει σπουδαίο πόλο έλξης στο υποβαθμισμένο μέχρι πρότινος δυτικό Λεκανοπέδιο. Το χρονοδιάγραμμα – πέντε ως έξι χρόνια – και το κόστος (60 δισ. δρχ.) προσδιορίστηκαν. Τι συνέβη όμως και γιατί οι δεσμεύσεις εκατέρωθεν από τους κκ. Σημίτη και Βενιζέλο έμειναν στα χαρτιά αυτό είναι κάτι για το οποίο οφείλουν να λογοδοτήσουν οι ίδιοι απέναντι στον ελληνικό λαό.


Ο χρόνος περνάει


Αλλη μία φορά το κράτος εμφανίζεται ανίκανο να τηρήσει τα προγράμματα που εξαγγέλλει. H πολιτική και πολιτιστική βούληση της κυβέρνησης σε αυτή την περίπτωση δείχνει ανύπαρκτη και τον ρόλο του κράτους παίρνει η ιδιωτική πρωτοβουλία και ευαισθητοποίηση ατόμων και προσωπικοτήτων που αγωνιούν να βλέπουν οπερατικές παραστάσεις να περιφέρονται ή και να φιλοξενούνται σε ακατάλληλους χώρους, όπως είναι αυτός του θεάτρου «Ολύμπια». Για άλλη μία φορά κυβέρνηση και αρμόδιο υπουργείο δείχνουν να χάνουν μέσα από τα χέρια τους τη μεγάλη αυτή ευκαιρία για τον Πολιτισμό, ενώ η ιδιωτική πρωτοβουλία αφιλοκερδώς – με μοναδικό γνώμονα και κινητήριο δύναμη την αγάπη και τον σεβασμό γι’ αυτή τη σπουδαία τέχνη – εμφανίζεται μαχητική, με όραμα, πρόγραμμα και συγκεκριμένες προτάσεις.


Πόσα άλλα «καμπανάκια» χρειάζεται να χτυπήσουν για να αφυπνίσουν το υπουργείο Πολιτισμού; Πόσα άλλα ταλέντα θα χάνονται εξαιτίας της έλλειψης υποδομών; Πόσες ερωτήσεις βουλευτών για την τύχη του νέου κτιρίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής θα τυγχάνουν τυπικών απαντήσεων;


Εν τω μεταξύ οι φήμες, τις οποίες προσωπικά δεν πιστεύω, περί στέγασης του λυρικού θεάτρου σε χώρο τού κατά τα άλλα πολύ αξιόλογου Μεγάρου Μουσικής Αθηνών οργιάζουν, ο χρόνος όμως κυλά σε βάρος του πολύτιμου θησαυρού (από ιστορικής και πολιτισμικής κυρίως άποψης, ιστορικά κοστούμια, αρχεία, έγγραφα, βιβλία κ.ά.) της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Τέλος, όλοι εμείς που αγωνιούμε για το μέλλον αυτού του τόπου ευχόμαστε τα αρμόδια όργανα να κατανοήσουν ότι η αναβάθμιση των μουσικών σπουδών στην Ελλάδα – που τόσο έχει αργήσει – είναι εξίσου απαραίτητη όσο και τα υπόλοιπα πολιτισμικά και μη δρώμενα. Διότι το νέο κτίριο δεν είναι αρκετό να στεγάσει απλώς τη Λυρική μας Σκηνή. Πρέπει στους χώρους του να δημιουργηθεί μουσική Ακαδημία «Μαρία Κάλλας» αφενός παρέχοντας με αυτόν τον τρόπο ευκαιρίες και ερεθίσματα σε δεκάδες ανθρώπους με μουσικό ταλέντο και φιλοδοξίες και αφετέρου τιμώντας έτσι τη μεγάλη ελληνίδα υψίφωνο.


Ο κ. Ιωάννης M. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής».