zenakos@dolnet.gr


Το πρώτο – και μόνο – διετές Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μουσειολογίας στην Ελλάδα λειτουργεί από τον Οκτώβριο 2002 στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Την επιστημονική και διοικητική του ευθύνη έχουν τα τμήματα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης και Μηχανολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ, καθώς και το Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης Φλώρινας.


Πρόσφατα η διευθύντρια του προγράμματος και καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας Ματούλα Σκαλτσά καθώς και το μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του προγράμματος και καθηγητής Κτιριολογίας Πάνος Τζώνος επισκέφθηκαν την Αθήνα μαζί με τους φοιτητές τους. Αντικείμενο της επίσκεψης ήταν να διαπιστώσουν οι φοιτητές τα καλώς και τα κακώς κείμενα των αθηναϊκών μουσείων, όσον αφορά την υποδομή, την οργάνωση και τη λειτουργία τους.


Με την ευκαιρία αυτής της επίσκεψής τους λοιπόν και με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα των Μουσείων συναντηθήκαμε στο Μουσείο Νεότερης Κεραμικής της Αθήνας – κατά τους μουσειολόγους, «ένα εξαιρετικό μικρό μουσείο» – και κουβεντιάσαμε για τη νεαρή επιστήμη της μουσειολογίας.


Ο διεπιστημονικός χαρακτήρας


«Βασικό χαρακτηριστικό της μουσειολογίας» επεσήμανε η Ματούλα Σκαλτσά ξεκινώντας τη συζήτηση «είναι ο διεπιστημονικός της χαρακτήρας. Εχει να κάνει με το αντικείμενο εφαρμογής. Ενα μουσείο δεν μπορεί να δημιουργηθεί, ένας αρχαιολογικός χώρος δεν μπορεί να αναδειχθεί αν δεν συνεργαστούν πολλές ειδικότητες. Αυτές οι ειδικότητες περιλαμβάνουν τον ειδικό επιμελητή / μουσειολόγο, τον αρχιτέκτονα / μουσειολόγο, τον manager, τον επικοινωνιολόγο και τον μουσειοπαιδαγωγό. Το διεπιστημονικό χαρακτηριστικό της μουσειολογίας έγκειται ακριβώς στη συνεργασία όλων αυτών. Για παράδειγμα, για να χτίσει ένα μουσείο ο αρχιτέκτονας πρέπει να γνωρίζει πολύ καλά την εκθεσιακή λειτουργία που πρόκειται να ισχύσει».


«H ουσία ενός μουσείου» συμπλήρωσε ο Πάνος Τζώνος «είναι η επικοινωνία, η μεταδοτικότητα των πραγμάτων που δείχνουμε στο κοινό. H επικοινωνία αυτή έχει διάφορες παραμέτρους. Για να επιτευχθεί πρέπει κάποιος ιστορικός να σου πει τι είναι αυτό που βλέπεις. Πρέπει κάποιος να σου το δείξει και πρέπει αυτό που βλέπεις κάπως να στεγαστεί. Συνεπώς ένα είναι το αντικείμενο της μουσειολογίας: με ποιον τρόπο μεταδίδεις πράγματα σε ανθρώπους. Ασφαλώς το τι θα εκτεθεί και γιατί είναι αντικείμενο του ιστορικού, ενώ ο φυσικός τρόπος με τον οποίον θα εκτεθεί είναι αντικείμενο του αρχιτέκτονα. Ωστόσο είναι αδύνατον να διαχωρίσεις το τι δείχνεις από το πώς το δείχνεις. Δεν μπορεί λοιπόν να τελειώσει ο ένας τη δουλειά του και ύστερα να ξεκινήσει ο άλλος. Συνεργάζονται διαρκώς και επί της ουσίας. Στα μαθήματα του μεταπτυχιακού συχνά φέρνουμε το παράδειγμα μιας θεατρικής παράστασης. Ασφαλώς δεν είναι απολύτως το ίδιο, αντιλαμβάνεται όμως κανείς ότι η ηθοποιία, η σκηνογραφία και η σκηνοθεσία είναι μέρος ενός συνόλου που μεταδίδει το έργο στο κοινό».


Αντικείμενα και πλαίσιο


Ακούγοντας τους δύο μουσειολόγους να μιλούν σκέφτηκα ότι στην Ελλάδα προφανώς έχουμε αρκετά μουσεία και ακόμη περισσότερα πράγματα να στεγάσουμε ή να αναδείξουμε. Σε ποιον βαθμό άραγε, ρώτησα, συνειδητοποιούμε την πολυπλοκότητα της δημιουργίας ενός μουσείου; Πώς έχουμε δημιουργήσει τα τόσα μουσεία μας;


«Οπως ακριβώς και στο εξωτερικό τα τελευταία 150 χρόνια» απάντησε ο Πάνος Τζώνος. «H μουσειολογία είναι καινούργια υπόθεση».


«Ετσι είναι» συμφώνησε η Ματούλα Σκαλτσά. «Τα μεταπτυχιακά Μουσειολογίας εμφανίστηκαν στη Μεγάλη Βρετανία τη δεκαετία του 1970».


«Πρέπει να καταλάβετε» συνέχισε ο Πάνος Τζώνος «ότι οι διάφορες ειδικότητες που συνεργάζονται προέρχονται από διαφορετικούς χώρους. Θέλω να πω ότι ένας ιστορικός είναι επιστήμονας, έχει επιστημονική παιδεία. Δεν έχει την παιδεία του πώς στήνεις υλικά πράγματα στον χώρο. Αυτή είναι η παιδεία του αρχιτέκτονα. Ο αρχιτέκτονας πάλι έχει σχεδιαστική παιδεία. Εχει παιδεία «καλλιτεχνοτεχνικολειτουργική» θα λέγαμε αλλά όχι επιστημονική. Επομένως αυτές οι δύο προσεγγίσεις δημιουργούν από κοινού το μουσείο. Αυτή η αντίληψη δεν υπήρχε ούτε στην Ευρώπη ούτε φυσικά στην Ελλάδα ως τα τελευταία χρόνια, γι’ αυτό και τα μουσεία είναι όπως είναι».


Τι το καινούργιο λοιπόν, ρώτησα, μας φέρνει η μουσειολογία, όχι όσον αφορά την πρόθεση αλλά όσον αφορά το αποτέλεσμα;


«H μουσειολογία» απάντησε η Ματούλα Σκαλτσά «αντιδρά στην «παρατακτικότητα» της παλαιάς αντίληψης. Προσπαθεί να δημιουργήσει νοήματα και να ασχοληθεί με τις ιδέες πίσω από τα αντικείμενα. Την ενδιαφέρει και το ίδιο το αντικείμενο αλλά περισσότερο την ενδιαφέρει το πλαίσιο το οποίο θέτει το αντικείμενο. Βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης μουσειολογίας είναι το ότι δεν θεωρεί τον επισκέπτη ειδικό, ο οποίος γνωρίζει αρχαιολογία, φέρ’ ειπείν, και έρχεται και θαυμάζει ένα ερυθρόμορφο αγγείο. Αντίθετα, θέλει να μάθει στον επισκέπτη, για να μείνω στο παράδειγμα, τη διαδικασία παραγωγής ενός αγγείου ή ποιες εμπορικές συμβάσεις υπήρχαν πίσω από τη διαδικασία παραγωγής των αγγείων ή ακόμη τι είδους κοινωνία θέσπισε τις εμπορικές αυτές συμβάσεις. Ετσι ο μουσειολόγος φτιάχνει τις ιστορίες του και συνεννοείται με τον αρχιτέκτονα, ο οποίος με τη σειρά του πρέπει να βρει έναν τρόπο σχεδιαστικό να πει αυτή την ιστορία».


Το σενάριο των μουσείων


Κάτι που μου ήρθε στο μυαλό καθώς μιλούσε η Ματούλα Σκαλτσά ήταν ότι ο προβληματισμός που περιέγραψε μοιάζει κάπως με αυτόν του μεταφραστή των αρχαίων έργων. Κάποιου δηλαδή που νιώθει την ποίηση του πρωτοτύπου τόσο βαθιά ώστε αμφιβάλλει κατά πόσον οι λύσεις του δύνανται να τη μεταδώσουν στον αναγνώστη της μετάφρασης. Πώς λοιπόν, ρώτησα, μπορεί κανείς να μεταδώσει τη γοητεία που νιώθει ο ειδικός μπροστά στο αντικείμενο της μελέτης του, πώς μπορεί να το «ζωντανέψει» και για όλους τους άλλους;


«Αυτό είναι το επίκεντρο του αντικειμένου μας» απάντησε ο Πάνος Τζώνος. «Πώς μπορεί κάποιος τόσο με τη λογική όσο και με το συναίσθημα να καταλάβει όλα αυτά που έλεγε η Ματούλα προηγουμένως. Αυτή είναι η τέχνη της μουσειολογίας. Πώς γίνεται; Μα όπως γίνεται σε όλες τις συνθετικές τέχνες, στο θέατρο ή στον κινηματογράφο. Το κινηματογραφικό σενάριο δεν είναι δημιούργημα ενός ιστορικού. Δεν περιγράφει, φέρ’ ειπείν, τη μάχη του Βατερλό αλλά θέλει να μεταδώσει το νόημα της μάχης. Προσπαθεί λοιπόν με τη συγγραφή του σεναρίου να παράσχει αφορμές για οπτική επικοινωνία. Είναι επιλεκτικός. Αυτό κάνει και ο μουσειολόγος».


Πληροφορίες για το Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μουσειολογίας του ΑΠΘ στα τηλ. 2310 995487, 995543, 995547 ή στην ηλεκτρονική διεύθυνση soniam@arch.auth.gr.


Μουσείο Νεότερης Κεραμικής, Αγίων Ασωμάτων και Μελιδόνη, Αθήνα, τηλ. 210 3318.491-6.