Οταν αποφάσισα να ασχοληθώ με τα εθνικά κληροδοτήματα ήξερα ότι επρόκειτο για θέμα με τεράστια ηθική και οικονομική σημασία για τον τόπο. Η ανάλυση που ακολουθεί αποτυπώνει τη θλιβερή κατάσταση που επικρατεί σήμερα με τα εθνικά κληροδοτήματα, την πλήρη αδιαφορία της κυβέρνησης καθώς και την «αναπηρία» των μηχανισμών των αρμοδίων υπουργείων Οικονομικών κυρίως και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων δευτερευόντως, που είναι υπεύθυνα για την εποπτεία τους.


Η ιστορία των κληροδοτημάτων ξεκινά από τις αρχές του 19ου αιώνα κυρίως από την Ηπειρο, από όπου και κατάγονται οι περισσότεροι ευεργέτες. Η οικονομική ευημερία των Ηπειρωτών κατά τον 18ο αλλά και 19ο αιώνα είχε αντίκτυπο όχι μόνο στην Ηπειρο αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι ηπειρώτες ευεργέτες θέλοντας να βοηθήσουν την πατρίδα τους, αλλά μη μπορώντας εξαιτίας της τουρκοκρατίας να δώσουν απευθείας χρήματα σε θεσμούς της ελληνικής πολιτείας, έφτιαξαν διαθήκες και δωρεές και όρισαν τόσο τους διαχειριστές αυτών των περιουσιών όσο και τους σκοπούς που θα έπρεπε οι πόροι των κληροδοτημάτων να υπηρετήσουν (π.χ. παιδεία, νεολαία, αναξιοπαθούντες κ.ά.).


Ο νόμος 2039/39


Μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες όπως οι: Αβέρωφ, Αρσάκης, Γεννάδιος, Στουρνάρας, Τοσίτσας, Χατζηκώνστας και αδελφοί Ζάππα, Ζωσιμάδες, Ριζάρη, Σίνα κ.ά. άφησαν μια τεράστια πολιτιστική κληρονομιά που ακόμη και σήμερα είναι αισθητά φανερή. Ετσι τα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, Γεννάδιος Βιβλιοθήκη, Αστεροσκοπείο Αθηνών, Ακαδημία Αθηνών, Αρσάκειο Παρθεναγωγείο, Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή, Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, Ζάππειο Μέγαρο, Μητρόπολη Αθηνών, Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο κ.ά., είναι έργα των μεγάλων ευεργετών και έπαιξαν ρόλο στην προσπάθεια του τότε νεοσύστατου ελληνικού κράτους να ορθοποδήσει.


Η ελληνική πολιτεία και το Σύνταγμα κατοχύρωσαν το πλαίσιο της διαχείρισης των κληροδοτημάτων το 1939 με τον νόμο 2039/39. Σύμφωνα με αυτόν ορίζεται ότι «η πιστή και επακριβής εκτέλεση της βουλήσεως των διαθετών και δωρητών, διά της οποίας διατίθενται περιουσιακά στοιχεία διά κληρονομιάς, κληροδοσίας, δωρεάς υπέρ του κράτους ή χάριν κοινωφελών σκοπών, αποτελεί υποχρέωση του κράτους». Επιπρόσθετα, ορίζεται ξεκάθαρα ότι, πέραν της υποχρέωσης του κράτους για την ευθύνη και εποπτεία των κληροδοτημάτων, το τελευταίο πρέπει να τηρεί μητρώο των κληροδοτημάτων και να έχει, ανά πάσα στιγμή, γνώση της οικονομικής κατάστασης και των δραστηριοτήτων τους.


Η κατάσταση σήμερα


Σήμερα, 65 περίπου χρόνια μετά την πρώτη νομοθετική ρύθμιση για τη λειτουργία και διαχείριση των εθνικών κληροδοτημάτων, η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. Συγκεκριμένα:


* Ουδείς από τους αρμόδιους φορείς γνωρίζει πόσα και ποια είναι τα κληροδοτήματα και τα ιδρύματα! Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός τους ανέρχεται σε 9.300, εκ των οποίων τα 7.100 βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της εκκαθάρισης. Θα απαιτηθούν δε 70 και πλέον έτη για την εκκαθάρισή τους σύμφωνα με την άποψη των αρμοδίων υπηρεσιακών παραγόντων! Σε αυτά πρέπει να προστεθούν 3.200 σχολικές κληρονομιές, εκ των οποίων οι 1.300 βρίσκονται στο στάδιο της έρευνας.


* Ουδείς από τους αρμόδιους φορείς γνωρίζει για την οικονομική κατάσταση των κληροδοτημάτων! Π.χ., το 1998, επί συνόλου 2.000 απολογισμών ελέγχθησαν μόνον οι 11!


* Ουδείς από τους αρμοδίους έχει γνώση για το ποια είναι τα περιουσιακά στοιχεία των κληροδοτημάτων και σε πόσα τρισεκατομμύρια δραχμές φτάνει το συνολικό ύψος της περιουσίας τους. Μόλις το 1998 ο γενικός διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών απέστειλε εγκύκλιο στις διοικήσεις των κληροδοτημάτων προκειμένου να γνωρίσουν στο υπουργείο την περιουσία τους.


Αξίζει να σημειωθεί ότι η αρμόδια Διεύθυνση Κληροδοτημάτων του υπουργείου Οικονομικών τελείως πρόσφατα απέκτησε μηχανογράφηση και ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα. Η στελέχωσή της όμως εξακολουθεί να είναι ελλιπέστατη: την αποτελούν μόλις 26 υπάλληλοι και τρεις προϊστάμενοι, όσοι δηλαδή μία ΔΟΥ β’ τάξεως σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της χώρας (στοιχεία του 1999).


Πρωτοφανής δήλωση


Η ατελέσφορη διαχείριση των εθνικών κληροδοτημάτων είναι τέτοια που ακόμη και οι ίδιοι οι υπηρεσιακοί παράγοντες της αρμόδιας Διεύθυνσης Εθνικών Κληροδοτημάτων παραδέχονται ότι αδυνατούν να παρακολουθήσουν τόσο τη νόμιμη συγκρότηση, σύνθεση και λειτουργία των οργάνων διοίκησης των κοινωφελών ιδρυμάτων (με αποτέλεσμα πολλές φορές να διοικούνται τα ιδρύματα από ακατάλληλα άτομα), όσο και τη διαφανή και σύννομη διαχείριση των κληροδοτημάτων. Αλλά και πέραν των υπηρεσιακών παραγόντων, ακόμη και ο ίδιος ο υφυπουργός Οικονομικών παραδέχθηκε ότι «η όλη κατάσταση της Διεύθυνσης (των εθνικών κληροδοτημάτων) δεν ήταν η καλύτερη δυνατή… η διεύθυνση αυτή δεν είναι στελεχωμένη με επαρκές προσωπικό… και έχει ένα πρωτόγονο τρόπο πρόσβασης στα θέματα της διοίκησης, της διαχείρισης και της ανάπτυξης της περιουσίας των κληροδοτημάτων…», πρόκειται για ένα «σημαντικότατο κοινωνικό πλούτο, που αξίζει και η Βουλή και η κυβέρνηση να ασχοληθούν περισσότερο με το θέμα αυτό για την αξιοποίησή του…». Η δήλωση αυτή είναι πρωτοφανής. Εγινε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής στις 5.11.1998 από τον αρμόδιο τότε υφυπουργό κ. Δρυ, όπου και αναγνώρισε τον σημαντικότατο κοινωνικό πλούτο για τον οποίο κατά τη δήλωσή του η κυβέρνηση (δηλ. ο ίδιος) όφειλε να έχει ασχοληθεί περισσότερο!


Εκμισθώνονται αντί πινακίου φακής


Αυτή η πλήρης αδυναμία ελέγχου έχει οδηγήσει δυστυχώς σε «ξεπούλημα» της περιουσίας των κληροδοτημάτων, τα οποία εκμισθώνονται σε ορισμένους επιτήδειους έναντι πινακίου φακής. Η αλήθεια των αριθμών είναι αφοπλιστική.


Σύμφωνα με στοιχεία της τελευταίας διετίας μισθωμένα ακίνητα κληροδοτημάτων σε ιδιώτες παρουσιάζουν την εξής εικόνα: γραφείο ορόφου 48 τ.μ. στην κεντρικότατη Πατριάρχου Ιωακείμ ενοικιάζεται έναντι 10.000 δρχ. /μήνα, διαμέρισμα 58 τ.μ. στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου – μία από τις ακριβότερες περιοχές στην Ελλάδα – μισθώνεται έναντι 95.000 δρχ. /μήνα, ισόγειο κατάστημα 118 τ.μ. στην πολυσύχναστη οδό Κοδριγκτώνος 19α ενοικιάζεται αντί του «εξευτελιστικού» ποσού των 330.000 δρχ. μηνιαίως. Ακόμη ισόγειο κατάστημα 50 τ.μ. στο Θησείο «χαρίζεται» – θα ήταν καλύτερα να πούμε – έναντι 75.000 δρχ. τον μήνα.


Τέτοια παραδείγματα δυστυχώς αποτελούν τον κανόνα. Αμφιβάλλω αν υπάρχουν περιπτώσεις που το καταβαλλόμενο ενοίκιο στο ίδρυμα είναι ανάλογο με αυτό που πληρώνει η «πιάτσα».


Αντίθετα, το ίδιο το κράτος δαπανά υπέρογκα ποσά σε ακίνητα που μισθώνει για τη στέγαση των υπηρεσιών του. Σύμφωνα με στοιχεία που αφορούν και πάλι το χρονικό διάστημα των δύο τελευταίων ετών, το κράτος πληρώνει: 8.000.000 δρχ. /μήνα για έναν χώρο 1.212 τ.μ. προκειμένου να στεγαστεί το Αστυνομικό Τμήμα Συντάγματος, 20.000.000 δρχ. / μήνα για χώρο 1.366 τ.μ. για να στεγάσει υπηρεσίες του ΥΠΕΞ, 80.000.000 δρχ. /μήνα για χώρο 7.279 τ.μ. για τις ανάγκες του υπουργείου Ανάπτυξης και τέλος 13.500.000 δρχ. /μήνα για χώρο 950 τ.μ. για τη στέγαση των γραφείων της Γ.Γ. Εξωτερικών Υποθέσεων του ΥΠΕΞ.


Το θέμα είναι τεράστιο και θα συνεχίσουμε την επόμενη Κυριακή με τα κληροδοτήματα του Πανεπιστημίου Αθηνών και τις προτάσεις μας.


Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής».