Για την ελληνική λαϊκή παράδοση (κοσμική και θρησκευτική) η περίοδος του Πάσχα δεν είναι απλά μια τυπική θρησκευτική επέτειος αλλά μια ζωντανή επανάληψη του Θείου Δράματος, όπου με θεατρικό δραματικό τρόπο γίνεται η πλήρης αναπαράστασή του με τη συμμετοχή όλων των μελών της κοινότητας και προεξάρχουσες – δικαιωματικά – τις γυναίκες.


Η επίσημη ορθόδοξη Ακολουθία (η οποία εξάλλου οφείλει πολλά στην αρχαία παράδοση: από τη χωροθέτηση του ναού με πρότυπο το αρχαίο θέατρο ως τα δραματικά θεατρικά της στοιχεία) αποκτά ακόμη πιο παραστατικό χαρακτήρα: Η άφιξη του Νυμφίου, η έξοδος του ιερέα με τον σταυρό, η τελετή του Νιπτήρος (στην Πάτμο), η μίμηση του σεισμού (χτυπώντας το εκκλησίασμα τα στασίδια, στη Χίο), η Αποκαθήλωση, το στόλισμά του και η περιφορά του Επιταφίου, η θριαμβευτική είσοδος του αναστηθέντος Χριστού στην εκκλησία Του κατατροπώνοντας τον Διάβολο (τον οποίο υποδύεται ο νεωκόρος πίσω από την κλειστή πόρτα) στο «Αρατε πύλας» (θεατρικό δρώμενο που τόσο παραστατικά περιγράφει ο Αλ. Μωραϊτίδης στο ομώνυμο διήγημά του).


Παράλληλα όμως και τα κοσμικά και παρεκκλησιαστικά λαϊκά έθιμα διατηρούν το στοιχείο της προσωπικής συμμετοχής που οδηγεί από την αναπαράσταση στο βίωμα, με την πανάρχαιη μυστηριακή έννοια. Εδώ πλέον γεφυρώνεται η χριστιανική λατρεία με τις προχριστιανικές παγανιστικές συνήθειες και τελετουργίες που έχουν σχέση με το φυσικό περιεχόμενο της εποχής. Το χριστιανικό Πάσχα και το εβραϊκό Πεσάχ ξανασυναντούν την αρχαία αιγυπτιακή γιορτή Πισάχ, τη γιορτή της εαρινής ισημερίας, γιορτή της γονιμότητας, της άνοιξης, της ανάστασης της φύσης – όπως και τα Ανθεστήρια και οι τελετές του Αδώνιδος στην αρχαία Ελλάδα. Εξάλλου με βάση την εαρινή ισημερία ορίζουν το Πάσχα και οι εβραίοι (ανήμερα την Πανσέληνο) και οι ορθόδοξοι (την πρώτη Κυριακή μετά την Πανσέληνο). Ετσι, με βάση τα προαιώνια σύμβολα της μυστηριακής λατρείας (τον ήλιο, τη σελήνη, τη γη, το φως και τη φωτιά, το νερό, το κόκκινο χρώμα, το αβγό, το ψητό κρέας κ.ά.). Στο δογματικό περιεχόμενο της χριστιανικής γιορτής έρχονται να ενταχθούν λαϊκά έθιμα που, γι’ άλλη μία φορά, πιστοποιούν την αδιάσπαστη πολιτισμική ενότητα του Ελληνισμού μέσα στον χρόνο.


Το αποτρεπτικό κόκκινο χρώμα, πανταχού παρόν στη λαϊκή μας παράδοση, επανέρχεται στα πασχαλινά αβγά που, όπως σημειώνει ο Δ. Λουκάτος: «κατ’ εξοχήν ζωικά προϊόντα, γίνονται εξαίρετα σύμβολα του τάφου απ’ όπου ξαναπηδά η ζωή… Το τσούγκρισμά τους είναι μια συμβολική διευκόλυνση της νέας ζωής, αλλά και χαιρετισμός φιλικής πάλης, που βοηθάει τη φύση στις παραγωγικές της προσπάθειες». Σε πολλά μέρη μάλιστα οι γυναίκες κρεμούσαν τη Μεγάλη Πέμπτη στα παράθυρα και κόκκινα πανιά («μεγαλοπεφτιάτικα») για να προστατέψουν το σπίτι.


Τα «ευαγγελισμένα αβγά» (αφημένα επίτηδες στο ιερό την ώρα της ανάγνωσης των 12 Ευαγγελίων), το «ευαγγελισμένο νερό», τα λουλούδια και τα κεριά του Επιταφίου και της Ανάστασης αποκτούν για τον λαό μας μαγικές αποτρεπτικές διαστάσεις (ενάντια στις αρρώστιες, στο «μάτι», σε φυσικές καταστροφές κ.ά.). Οι δυνάμεις του κακού ξορκίζονται θεαματικά με το κρέμασμα ή το κάψιμο του Ιούδα, ενώ η κυκλική περιφορά του Επιταφίου ή της πασχαλινής λιτανείας στην ενορία ή στο χωριό έχει στόχο να το θωρακίσει με την πανάρχαιη ιδέα του προστατευτικού κύκλου.


Η ζωή εν τάφω


Η «εις Αδου κάθοδος» του Χριστού ελευθερώνει, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, τις ψυχές των νεκρών που ανεβαίνουν στον πάνω κόσμο ως την Ανάληψη ή την Πεντηκοστή, δίνοντας αφορμή για ένα πλήθος από έθιμα και τελετουργίες, όπου η νεοελληνική λαϊκή λατρεία αναβαπτίζεται στις αρχαιοελληνικές καταβολές της. Του «Ρουσαλιού το Σάββατο» (το Ψυχοσάββατο της Διακαινησίμου) αναβιώνει την αρχαία νεκρική γιορτή των Ροζαλίων και δεν είναι τυχαίο ότι τα κάλαντα του Πάσχα στα Μέγαρα της Αττικής τα ονομάζουν Ρουσάλια. Ενώ την Τρίτη του Πάσχα χορεύουν εδώ και πάλι μόνον οι γυναίκες τον παλαιότατο χορό της «Τράτας» (με το χαρακτηριστικό σταυρωτό κράτημα των χεριών που συναντάμε σε αρχαίες τοιχογραφίες ) στο εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη του Χορευταρά!…


Και βέβαια είναι πολύ συγκινητική η στιγμή όταν, σε πολλά χωριά, συνηθίζεται να περνάει ο Επιτάφιος και από το νεκροταφείο, συμβολική περιφορά της «Ζωής εν τάφω» ανάμεσα στα μνήματα. Τι σχέση άραγε μπορεί να έχει με την αίσθηση και τα λεπτά σύμβολα αυτής της μυστικής τελετουργίας ο ήχος της μπάντας του δήμου με τα δυτικά «πένθιμα εμβατήρια», που έχει επιβληθεί στο πλαίσιο της αστικής κακογουστιάς και σοβαροφάνειας;


Το πασχαλινό συμπόσιο


Απ’ όλα όμως τα πασχαλινά σύμβολα το πιο ιερό και διαχρονικό είναι το αναστάσιμο φως, που εξακολουθεί να ξεπηδά με μυστηριακό τρόπο από τον τάφο του Θεού, όπως γινόταν και την αρχαιότητα στους Δελφούς με το καθαρτήριο πυρ. Το ιερό φως που ακόμη και σήμερα – θρησκευόμενοι ή όχι – μεταφέρουν από συνήθεια και πρόληψη στο σπίτι για να το θωρακίσουν με τον καπνισμένο σταυρό που, όπως παλιά, «εφορεύει της εισόδου». Ενώ υπάρχουν ακόμη αγρότες που πλησιάζουν το αναστάσιμο φως στα δέντρα και τα ζώα, για να επικαλεστούν την καλή σοδειά και την πλούσια παραγωγή (όπως κάνουν και με τα τσόφλια από τα κόκκινα αβγά). Με ανάλογο τρόπο στην πασχαλινή λιτανεία ο παπάς «ύψωνε» τα οριακά δέντρα του χωριού, βάζοντας στον κορμό τους ένα κομμάτι από το αγιασμένο αντίδωρο της λειτουργίας της Λαμπρής.


Η τελετουργική προετοιμασία του πασχαλινού συμποσίου και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο γινόταν η εκτροφή του αρνιού που θα σφαζόταν («λαμπριάτης») έρχεται για άλλη μία φορά να θυμίσει ότι «το κατεξοχήν ελληνικό έθιμο των ψητών κρεάτων δεν έπαψε ποτέ, από την αυγή των ομηρικών χρόνων έως και σήμερα, να αποτελεί το κυριότερο εορταστικό και πανηγυρικό φαγητό του ελληνικού λαού» (Κ. Ρωμαίος). Το ίδιο και το «ιερό ψωμί» με την κουλούρα της Λαμπρής.


Στην ωμοπλάτη του αρνιού οι έμπειροι «οιωνοσκόποι» θα διαβάσουν το μέλλον, ενώ στην Κέρκυρα γινόταν το «καταβόλι», μοίρασμα του κρέατος από τον παπά σε όλο το εκκλησίασμα, συμβολική πράξη ενότητας και συμφιλίωσης όλων των μελών της κοινότητας.


Αυτό το νόημα έχει εξάλλου και η «Αγάπη» με το διεθνιστικό μήνυμά της, ενώ παλαιότερα σε αυτή την Ακολουθία γινόταν με τελετουργικό τρόπο και η ανακήρυξη των αδελφοποιτών, που ένωναν το αίμα και τη φιλία τους με όρκο ιερό.


Ο πανηγυρικός χορός


Και βέβαια όλη αυτή η τελετουργία δεν θα μπορούσε παρά να κλείσει με τον κοινό πανηγυρικό χορό όλης της κοινότητας στον αυλόγυρο της εκκλησίας και γύρω απ’ αυτήν, ζώνοντάς την και πάλι – ως σύμβολο του χωριού – με τη δύναμη του προστατευτικού κύκλου:


«Σήμερα Χριστός Ανέστη / και


στους ουρανούς ευρέθη,


σήμερα τα παλικάρια / στέκονται σαν τα


βλαστάρια…».


Οχι σπάνια τον χορό έπρεπε να τον σύρει ο ίδιος το παπάς (στην Κέρκυρα μάλιστα έχουμε και «χορό των παπάδων») με εξίσου ταιριαστά λόγια:


«Και στους ουρανούς απάνω γίνεται χορός μεγάλος,


γίνεται χορός και σκόλη και χορεύουν οι Αποστόλοι.


Ο Θωμάς παίζει τη λύρα. Γιάκωβος την ψαλιτήρα,


σούρν’ ο Πέτρος τον Ανδρέα, ο Μαθιός τον Ζαχαρία!…».


Ενώ στη Μυτιλήνη, πάντα χωρατατζήδες, παραφράζουν το εκκλησιαστικό τροπάριο ψάλλοντας:


«Ο άγγελος εβόα κι ο παπάς ευλόγα


τη γίδα την ψημένη και τη χαριτωμένη.


Ψήσου, γίδα μ’, ψήσου και ροδοκοκκινίσου


να σε ξεκοκαλίσου μ’ έναν κουβά κρασί…».


Και, για να κάνει για άλλη μία φορά την εμφάνισή της η αρχαιοελληνική παράδοση, αναπόσπαστο μέρος του πασχαλινού συμποσίου ήταν παιχνίδια, τα αγωνίσματα και πάνω απ’ όλα οι «κούνιες». Οπως και οι «αιώρες» στα αρχαία Ανθεστήρια, δεμένες συμβολικά σε χλωρό κλωνάρι δέντρου, κουνούσαν και πάλι αποκλειστικά τα νέα κορίτσια σε μια καθαρτήρια τελετή όπου κυριαρχούσε το τραγούδι-επίκληση για την άνοιξη και τη γονιμότητα:


«Κουνήστε τις έμορφες, κουνήστε τις άσπρες,


κουνήστε τις λεμονιές που ‘ναι ανθούς γεμάτες…».


Αυτές τις μέρες όλοι μας – λίγο ή πολύ, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά – παίρνουμε μέρος σε κάποια από αυτά τα έθιμα και τις τελετουργίες. Κι όσο «εξελιγμένοι» και «σύγχρονοι» κι αν δηλώνουμε, είναι σίγουρο ότι δεν ξεπερνάμε τις βαθύτερες εκείνες ανθρώπινες ανάγκες και αγωνίες που σχετίζονται με τη ζωή και τον θάνατο, την επίκληση του καλού και της γονιμότητας, την αποφυγή του κακού, την επικοινωνία και τη συμφιλίωση με τον διπλανό μας. Αυτό ακριβώς το μήνυμα έρχονται να φέρουν τα ανοιξιάτικα πασχαλινά έθιμα και τραγούδια στους εσωτερικούς μετανάστες των αστικών πολυκατοικιών και σε όλους εκείνους που έχουν χάσει πια την αίσθηση των εποχών, καθώς από τον χειμώνα περνάμε κατευθείαν στο καλοκαίρι.


Είναι οι τελετές της χαμένης άνοιξης, προσδοκώντας πάντα «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος!…».


Ο κ. Λάμπρος Λιάβας είναι καθηγητής Εθνομουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.