Μελωδικά παιχνίδια εξουσίας







«Η τραγωδία αυτή είναι μία από τις εκπληκτικότερες δημιουργίες του ανθρώπινου πνεύματος. Αν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι εξαιρετικό, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον για κάτι ασυνήθιστο. Εχω ολοζώντανο στο μυαλό μου τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα σαν να ήταν το λιμπρέτο κιόλας έτοιμο…».


Ηταν φθινόπωρο του 1846 όταν με τις παραπάνω φράσεις που απηύθυνε στον λιμπρετίστα και στενό συνεργάτη του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε ο Βέρντι εξέφραζε τόσο τον θαυμασμό του για τον σαιξπηρικό «Μάκβεθ» όσο και την αγωνία του για την ομότιτλη όπερα που ετοίμαζε εκείνο τον καιρό ο ίδιος.


Η πρεμιέρα


Και, πραγματικά, το νεανικό αριστούργημα του διασημότερου συνθέτη του ιταλικού ρομαντισμού, που παρουσιάζει από το Σάββατο και για εννέα συνολικά παραστάσεις η Εθνική Λυρική Σκηνή σε συμπαραγωγή με την Οπερα της Βέρνης, έμελλε να αποβεί ένα από τα πιο αγαπημένα του έργα. Οσο πλησίαζε μάλιστα η ημερομηνία της πρεμιέρας, η συμπεριφορά του Βέρντι υπήρξε χαρακτηριστική της έξαψης και της ανησυχίας του για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα: συνεχείς παραινέσεις στον Πιάβε με στόχο ένα λιμπρέτο που θα ανταποκρινόταν σε ό,τι ακριβώς είχε ο ίδιος στο μυαλό του, πρόσκληση στον προσωπικό του φίλο Αντρέα Μαφέι προκειμένου να συμβάλει σε συγκεκριμένα σημεία του κειμένου, επισταμένη παρακολούθηση των πολύωρων προβών αλλά και ακούραστη προσωπική διδασκαλία των πρωταγωνιστών, του περίφημου βαρύτονου της εποχής Φελίτσε Βαρέζι που είχε επιλέξει ως Μάκβεθ και της υψιφώνου Μαριάννας Μπαρμπιέρι-Νίνι που ερμήνευε τον ρόλο της συζύγου του.


Η πρεμιέρα δόθηκε στις 14 Μαρτίου του 1847 – τη χρονιά δηλαδή που μεσολάβησε ανάμεσα στις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις του πάπα Πίου Θ’ το 1846 και στις επαναστάσεις του 1848 – στο Teatro della Pergola της Φλωρεντίας σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Γρήγορα η όπερα άρχισε να παίζεται σε ολόκληρη την Ιταλία.


Πολιτικές αιχμές


Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε τέσσερις πράξεις και τοποθετείται στη Σκωτία του 1040. Ο Μάκβεθ, στρατηγός του βασιλιά Ντάνκαν, συναντά μαζί με τον φίλο του στρατηγό Μπάνκο τις μάγισσες που προβλέπουν ότι ο πρώτος θα κερδίσει τον θρόνο της χώρας. Πληροφορούμενη τις προφητείες αυτές, η Λαίδη Μάκβεθ πείθει τον άντρα της να δολοφονήσει τον βασιλιά που φιλοξενείται στο σπίτι τους. Ο Μάκβεθ πράγματι αναρριχάται στον θρόνο αλλά προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία κυριολεκτικά πνίγει στο αίμα τη Σκωτία φθάνοντας στο σημείο να σκοτώσει ακόμη και τον Μπάνκο. Κάποια στιγμή ωστόσο το τέλος φτάνει: η Λαίδη Μάκβεθ τρελαίνεται και πεθαίνει ενώ ο Μάκβεθ σκοτώνεται από τους επαναστατημένους ευγενείς που έχουν επικεφαλής τον Μάλκολμ, γιο του χαμένου βασιλιά.


Με δεδομένη την ιδεολογική στράτευση του Βέρντι αλλά και το κλίμα της εποχής που είχε μετατρέψει το θέατρο σε πραγματικό πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων, οι αναγνωρίσιμες επαναστατικές αιχμές του έργου θεωρήθηκε ότι εξυπηρετούν την υπόθεση των ιταλικών εθνικών επιδιώξεων, καθώς η χώρα βρισκόταν ακόμη τότε υπό τον ζυγό των Αυστριακών. Η αλήθεια είναι πάντως ότι ο ίδιος ο Βέρντι έδινε μεγάλη σημασία στις πολλές λεπτομέρειες της όπερας, γι’ αυτό και συμβούλευε τους συντελεστές της κάθε παραγωγής να τις προσέχουν ιδιαιτέρως.


Ανεπιτυχές εγχείρημα


Στις 21 Απριλίου του 1865 – 18 χρόνια δηλαδή μετά την πρώτη του παρουσίαση – ο «Μάκβεθ» παρουσιάστηκε σε αναθεωρημένη εκδοχή στο Theatre Lyrique του Παρισιού. Τη φορά αυτή ωστόσο το εγχείρημα υπήρξε ανεπιτυχές, γεγονός που πίκρανε τον συνθέτη. Δεν έλειψαν μάλιστα οι φωνές που πέρα από όλα τα άλλα κατηγόρησαν τον Βέρντι για πλήρη άγνοια του έργου του Σαίξπηρ. Ο ίδιος υπερασπίστηκε με πάθος τον εαυτό του αλλά και την αγάπη του για τον μεγάλο ελισαβετιανό ποιητή γράφοντας χαρακτηριστικά: «Μπορεί να μην απέδωσα καλά τον Μάκβεθ αλλά το ότι δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνω και δεν αισθάνομαι τον Σαίξπηρ είναι κάτι που δεν αποδέχομαι σε καμία περίπτωση. Είναι ο αγαπημένος μου ποιητής, με «συνοδεύει» από τα νιάτα μου και ποτέ δεν έπαψα να τον μελετώ».


Η νέα παραγωγή


Πέρα από τον ομώνυμο ήρωα που σαφώς δεσπόζει σε όλο το έργο, κυρίαρχος ρόλος είναι αναμφίβολα και αυτός της Λαίδης Μάκβεθ, τον οποίο ο Βέρντι σκιαγράφησε με τρόπο συγκλονιστικό. Ο ίδιος μάλιστα επιθυμούσε μια φωνή ειδική: όχι απαραιτήτως ωραία, σκληρή αλλά ταυτοχρόνως γοητευτική, υπερήφανη και διαβολική. Ηθελε δηλαδή μια πραγματική ερμηνεύτρια και όχι απλώς μια λυρική τραγουδίστρια.


Η ιταλική πρεμιέρα της γαλλικής εκδοχής του «Μάκβεθ» δόθηκε το 1874 στη Σκάλα του Μιλάνου. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, παραστάσεις αναφέρονται ήδη από το 1856 στην Αθήνα και το 1858 στο θέατρο του Αγίου Ιακώβου στην Κέρκυρα. Η Εθνική Λυρική Σκηνή προγραμμάτισε για πρώτη φορά την όπερα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών το καλοκαίρι του 1969, με πρωταγωνιστή τον βαρύτονο Κώστα Πασχάλη, έναν από τους πλέον εξέχοντες ερμηνευτές του ρόλου αυτού σε διεθνές επίπεδο. Στη νέα παραγωγή, που κάνει πρεμιέρα την προσεχή εβδομάδα στο θέατρο Ολύμπια, τον «Μάκβεθ» ερμηνεύουν διαδοχικά οι Ρόμπερτ Χάιμαν και Κύρος Πατσαλίδης και τη Λαίδη οι Τατιάνα Σεργιάν, Τζούλια Σουγλάκου και Γιούλη Καραγκούνη. Η σκηνοθεσία είναι του Αϊκε Γκραμς ενώ την ορχήστρα της ΕΛΣ διευθύνει ο Χρύσανθος Αλισάφης.


Ο «Μάκβεθ» του Βέρντι κάνει πρεμιέρα στις 15/3 στο θέατρο Ολύμπια (Ακαδημίας 59, τηλ. 210 3612.461). Παραστάσεις θα δοθούν επίσης στις 16, 18, 19, 21, 22, 23, 26 και 28 Μαρτίου. Ωρα έναρξης: 19.00.