Ασπρόμαυρες μνήμες





Η Ελλάδα σε άσπρο – μαύρο είναι η Ελλάδα που ξέρουμε; Η Ελλάδα του γκρίζου ουρανού, της μελανής θάλασσας και των σκοτεινιασμένων προσώπων είναι αυτή που ζήσαμε και ζούμε; Αλλά μήπως οι έγχρωμες καρτ ποστάλ, που αποτυπώνουν την ωραιοποιημένη εικόνα της χώρας και την ισοπεδωμένη όψη των ανθρώπων της, είναι η Ελλάδα; Ο Κώστας Μπαλάφας δεν είχε ποτέ αυτό το δίλημμα. Οχι μόνο τότε που το έγχρωμο φιλμ ήταν γι’ αυτόν άγνωστο, όχι μόνο γιατί το πρώτο που έπεσε στα χέρια του ήταν το ασπρόμαυρο φιλμ της «Φεράνια Καπέλι», λάφυρο από ιταλικό βομβαρδιστικό που τα ελληνικά αντιαεροπορικά κατέρριψαν στα περίχωρα των Ιωαννίνων το 1940, αλλά από πεποίθηση. Και από την άποψη ότι ο κόσμος, ο δικός του κόσμος των ανθρώπων του μόχθου και της πάλης για επιβίωση, όπως και ο ίδιος την έζησε, δεν έχει ανάγκη από τα στολίδια που θα ελαφρύνουν τα βάρη και θα απαλύνουν τον πόνο για να χαϊδέψουν τελικώς τα μάτια των θεατών. Η Ελλάδα αυτών των ανθρώπων και η Ελλάδα των δύσκολων χρόνων του πολέμου, της Αντίστασης αλλά και των τριών δεκαετιών που ακολούθησαν είναι αυτή που αποτελεί τον κύριο όγκο του έργου του. Με τη δύναμη του ασπρόμαυρου φιλμ καταλυτική και με πρωταγωνιστή πάντοτε τον άνθρωπο να διατρέχει όλη την γκάμα του γκρίζου, ένα μέρος των φωτογραφιών αυτών παρουσιάζονται στις 4 Φεβρουαρίου στο Μουσείο Μπενάκη. Σε μια αναδρομική έκθεση, την επιμέλεια της οποίας έχει ο ίδιος ο καλλιτέχνης.


Η δωρεά από τον Κώστα Μπαλάφα προς το Μουσείο περίπου 80 φωτογραφιών, οι οποίες είναι τυπωμένες από τον ίδιο – δωρεά η οποία ενισχύθηκε τελευταία και με 400 διαφάνειες με θέμα από την Αντίσταση -, υπήρξε η αφορμή για την έκθεση, που περιλαμβάνει αυτό ακριβώς το σώμα. Πρόκειται για μια επιλογή από φωτογραφίες αντιπροσωπευτικές όλων των εποχών, ώστε να δίνουν πραγματικά την εικόνα της μακράς διαδρομής του Μπαλάφα από τον γενέθλιο τόπο του, την Ηπειρο, στα βουνά μαζί με τους αντάρτες, στα χωριά της Θεσσαλίας, στα Μετέωρα, στη Θράκη, στην Πάτμο, στη Σκύρο, στις αλυκές της Λευκάδας, στα λιγνιτωρυχεία του Αλιβερίου, στα έργα εκτροπής του Αχελώου, στα σιδηρουργεία της Αθήνας. Φωτογραφίες που είναι όλες τους ανθρωποκεντρικές, αποτυπώνοντας με συνέπεια τη φιλοσοφία του δημιουργού τους, τη στάση του και την άποψή του για τον κόσμο, παράλληλα όμως και για τη φωτογραφία.


«Η ζωή και το έργο του Κώστα Μπαλάφα σφραγίζονται λίγο-πολύ από κοινά θεμελιακά δεδομένα και αρχές: το αυτοδίδακτο (τόσο της τέχνης όσο και της επιβίωσης), η καθαρότητα του σκοπού, η αντισυμβατική στάση, η γνησιότητα της έκφρασης» γράφει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου στον κατάλογο της έκθεσης.


Το κύριο προσόν της φωτογραφίας του Μπαλάφα λοιπόν είναι η αμεσότητα της επαφής. Και αν αδιαφόρησε για τους αισθητικούς πειραματισμούς και για τις φωτογραφικές τεχνικές που άλλοι συνάδελφοί του έχουν καλλιεργήσει με επιμέλεια είναι γιατί ο ίδιος αναζήτησε την προσωπική προσέγγιση των θεμάτων του. «Στράφηκε στην καθαρή φωτογραφία, αναζητώντας με απλότητα και αναγκαιότητα την ουσία του θέματος μέσα από τα όρια του κάδρου και της φωτογραφικής πράξης. Ως εκ τούτου και οι συνθέσεις του είναι απέριττες και χωρίς επιτήδευση. Η τομή που δημιουργούν είναι βαθιά και καθαρή, με την ακρίβεια του νυστεριού» επισημαίνει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου.


Γεννημένος το 1920 σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, την Κυψέλη της Αρτας, από γονείς αγρότες, ο Κώστας Μπαλάφας βρέθηκε από μικρός στην Αθήνα, βιοπαλαιστής ετών δέκα, στη δουλειά την ημέρα και στο σχολείο το βράδυ. Ως το 1936, όταν γύρισε στα Γιάννενα για σπουδές στη Γαλακτομική Σχολή, στην οποία και προσελήφθη στη συνέχεια. Εκεί τον βρήκε ο πόλεμος. Εχοντας ήδη αποκτήσει την αγάπη για τη φωτογραφία και κρατώντας στα χέρια του μια «Ρομπότ» φωτογράφισε τα εγκλήματα των Γερμανών στα Ιωάννινα και εν συνεχεία, περνώντας στις τάξεις του ΕΛΑΣ, τον αγώνα των ανταρτών. Από τις λίγες περιπτώσεις ανθρώπων που η ζωή και το έργο τους συμβαδίζουν, συνθέτοντας μια αδιάσπαστη ενότητα.


Οι φωτογραφίες του Μπαλάφα από την Αντίσταση πέρασαν αναμφίβολα στην Ιστορία ως αψευδής μαρτυρία μιας κορυφαίας πράξης του ελληνικού λαού. Η αγριότητα του πολέμου, οι κακουχίες, το πάθος για τον αγώνα, όλα βρίσκονται εκεί, καταγραμμένα από τον φακό του με την κατάθεση της ψυχής του.


Αν όμως οι φωτογραφίες της Αντίστασης, όταν δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά, προκάλεσαν δικαιολογημένα τεράστια συγκίνηση για τις μνήμες που διέσωσαν, η συνέχεια δεν υπήρξε λιγότερο ενδιαφέρουσα. Για τον Κώστα Μπαλάφα η φωτογραφία θα έμενε πάντοτε, πέραν των άλλων, ένα εργαλείο για κοινωνικό προβληματισμό. Και από αυτή τη θέση εκκινώντας και περπατώντας όλη την Ελλάδα, στάθηκε για να αποτυπώσει τον νέο αγώνα του Ελληνα στα χρόνια που ακολούθησαν.


Γιατί αν η Ελλάδα της δίνης του πολέμου και της Αντίστασης είναι δικαιολογημένα αυτή που καταγράφεται στις φωτογραφίες της εποχής, η εικόνα της δύο και τρεις δεκαετίες αργότερα ξαφνιάζει. Η Αθήνα, έχοντας απομακρυνθεί από την εποχή των δεινών, μπορεί να ζούσε ήδη τις μεγάλες αλλαγές σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο· τα νέα ρεύματα που έρχονταν από το εξωτερικό μπορεί να έβρισκαν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν· η «επαρχιακή», όπως χαρακτηριζόταν από τους ξένους επισκέπτες, πρωτεύουσα να άρχιζε να αποκτά λούστρο ευρωπαϊκό, ενώ από την άλλη μεριά η ζωή να είχε κατεβεί στους δρόμους, απαιτώντας την επαναξιολόγησή της με τον πήχη βαλμένο πιο ψηλά, στην ύπαιθρο όμως τίποτε δεν είχε αλλάξει.


Ο κόσμος φαίνεται στενός για τους άνδρες που αγωνίζονται τώρα ενάντια στη φτώχεια, για τις γυναίκες που κουβαλούν παντού μαζί τους τα μωρά στον ώμο, για τον βοσκό που τα πρόβατα είναι ολόκληρη η ζωή του, για τον εργάτη που γι’ αυτόν η εξέλιξη δεν έχει ακόμη φθάσει.


Σε αυτές τις φωτογραφίες ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει σε ένα άχρονο τοπίο και βεβαίως να δικαιολογεί στο έπακρο τη μετανάστευση προς το κέντρο αλλά και προς το εξωτερικό ως μοναδική ελπίδα διεξόδου από την ανέχεια. Η καταγραφή έτσι της μεταπολεμικής κοινωνίας της άλλης Ελλάδας, αυτής που βρίσκεται μακριά από την Αθήνα και αγκομαχά κάτω από το βάρος της οικονομικής δυσπραγίας, των περιορισμένων μέσων για την επιβίωση και των ανύπαρκτων δυνατοτήτων για εξέλιξη, συνιστά μία ακόμη συμβολή του Κώστα Μπαλάφα στη διαφύλαξη μιας όχι και τόσο μακρινής εικόνας μας.


Και αυτή την εικόνα, πολύτιμη για όσους γνωρίζουν ότι η Ιστορία είναι μέρος του μέλλοντός μας, παρουσιάζει το υλικό που θα εκτεθεί στο Μουσείο Μπενάκη.


Η έκθεση φωτογραφιών του Κώστα Μπαλάφα θα πραγματοποιηθεί στο Μουσείο Μπενάκη από τις 4 Φεβρουαρίου ως τις 2 Μαρτίου.