Κάθε χώρα, όταν διοργανώνει Ολυμπιακούς Αγώνες, θέτει και το δικό της εθνικό στόχο. Ανατρέχοντας στην πρόσφατη ιστορία διαπιστώνει κανείς ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες στη Σεούλ είχαν π.χ. στόχο να αναδείξουν τα τεχνολογικά επιτεύγματα της χώρας, στη Βαρκελώνη να χρίσουν την πόλη ως το διαμετακομιστικό κέντρο μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής, στην Ατλάντα να προβάλουν την οικονομική δύναμη και τέλος στο Σίδνεϋ να αποδείξουν την αναπτυξιακή δομή και την ξεχωριστή θέση της Αυστραλίας. Η Αθήνα το 2004 δεν μπορεί να έχει άλλο στόχο από το να αναδείξει τον πολιτισμό ως βασική συνιστώσα των σύγχρονων αγώνων. Σε αυτή την προσπάθεια οφείλει να κινητοποιήσει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει ο τόπος. Η αξιοποίηση της υπάρχουσας πολιτιστικής υποδομής αλλά και η διεκδίκηση έργων και παρεμβάσεων που θα συμβάλλουν στην πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης αποτελούν μείζον θέμα. Τι γίνεται όμως στην πράξη; Τα παρακάτω παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά της σημερινής θλιβερής πραγματικότητας:


Ναυτικό Μουσείο


Η Ελλάδα μπορεί να υπερηφανεύεται για τη μακρά ναυτική της παράδοση. Από τους πρώτους ταξιδευτές και τα καράβια των αρχαίων Ελλήνων, την Κλασική εποχή, το Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία, τους Παγκόσμιους πολέμους μέχρι και σήμερα οι Ελληνες έχουν να επιδείξουν μια λαμπρή πορεία 10.000 χρόνων. Οι ναυτικές δραστηριότητες και επιδόσεις αιώνων δημιούργησαν την Ελληνική Ναυτική Παράδοση, την οποία σέβεται και εκτιμά η παγκόσμια κοινότητα.


Σήμερα, η Εμπορική Ναυτιλία των Ελλήνων αποτελεί εθνικό κεφάλαιο και τροφοδότη της ελληνικής οικονομίας. Με ένα στόλο που σε ποσοστό ισούται με το 16% της παγκόσμιας ναυτιλίας και το 43% του εμπορικού στόλου της ΕΕ, ο ελληνικός ναυτικός στόλος κατατάσσει τη χώρα μας στην πέμπτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης.


Αυτή ακριβώς την παράδοση και συνέχεια έχουμε την υποχρέωση να διαφυλάξουμε και να προβάλλουμε όπως αρμόζει, τόσο για λόγους διατηρήσεως του εθνικού ναυτικού πνεύματος και αγάπης των επερχόμενων γενεών προς τη θάλασσα, όσο και για λόγους προβολής της χώρας μας και συνεισφοράς της ελληνικής ναυτικής παράδοσης στο παγκόσμιο στερέωμα.


Δυστυχώς μέχρι σήμερα, αντίθετα με αυτό που επιβάλλεται και παρά τις αξιέπαινες ιδιωτικές προσπάθειες που έχουν γίνει για τη δημιουργία Ναυτικών Μουσείων ανά την χώρα, η Ελλάδα δεν διαθέτει ούτε τον κατάλληλο χώρο ούτε τις απαιτούμενες εγκαταστάσεις και τα μέσα για να αναδείξει όπως αρμόζει τη ναυτική της παράδοση. Το μεγαλύτερο από τα μουσεία ναυτικού περιεχομένου είναι το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, άγνωστο στο ευρύ κοινό, που ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται στο κτίριο της Μαρίνας Ζέας, στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Στις 10 υπόγειες αίθουσές του και σε έναν περιορισμένο χώρο επιφάνειας 1.800 τ.μ. γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί η δημιουργία, η ιστορία και η εξέλιξη του Ναυτικού των Ελλήνων από την προϊστορική εποχή ως τις ημέρες μας. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες όμως το Μουσείο αυτό δεν έχει τη δυνατότητα να προβάλλει μια ιστορία 10.000 χρόνων.


Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, το Πολεμικό Ναυτικό με την προτροπή και του Ναυτικού Μουσείου, οραματίστηκε την κάλυψη του κενού αυτού με τη δημιουργία ενός Πολιτιστικού Αλσους της Ελληνικής Ναυτικής Παράδοσης. Η κεντρική ιδέα περιελάμβανε τη δημιουργία ενός σύνθετου συγκροτήματος που θα αποτελείται από κτίριο Ναυτικού Μουσείου, υπαίθριο χώρο πρασίνου και λιμάνι, κατάλληλα εντεταγμένο στη χωροταξική διαμόρφωση της περιοχής, στην οποία θα δημιουργηθεί και θα αποτελέσει όχι απλώς εκθεσιακό χώρο αλλά κέντρο ενδιαφέροντος για πολιτιστικές δραστηριότητες σχετικές με τη ναυτική μας παράδοση και ιστορία.


Το 1989 ο τότε πρωθυπουργός Τζ. Τζαννετάκης υιοθέτησε την ιδέα και για το σκοπό αυτό παραχωρήθηκε έκταση 22 στρεμμάτων στην περιοχή του Φλοίσβου.


Πρώτη ενέργεια ήταν να ελλιμενισθεί στην προβλήτα που κατασκευάστηκε το Θωρηκτό Αβέρωφ, οι εσωτερικοί χώροι του οποίου αποκαταστάθηκαν πλήρως, ενώ κατά καιρούς έχουν ελλιμενισθεί ορισμένα κλασικά πλοία, κυρίως ιστιοφόρα (Θαλής ο Μιλήσιος, Ευγένιος Ευγενίδης, Ευαγγελίστρια, η Τριήρης Ολυμπιάς). Ακολούθως με πιστώσεις που διατέθηκαν από το ΓΕΝ διενεργήθηκε αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για το κτίριο του Ναυτικού Μουσείου και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου.


Οι ενέργειες πάγωσαν το 1994. Σχεδόν 10 χρόνια από τότε όλες οι προσπάθειες του τότε προέδρου του Ιδρύματος Ναυάρχου Ευάγ. Λαγάρα όσο και των δύο διαδόχων του δε φάνηκε να συγκινούν κανένα. Η ευκαιρία ανάπλασης της περιοχής εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων φαίνεται να χάνεται οριστικά, ενώ με την παρούσα πορεία των πραγμάτων η έκταση των 22 στρεμμάτων φοβάμαι ότι θα διατεθεί για άλλους σκοπούς…


Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης


Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), που αποτελεί το μοναδικό κρατικό μουσείο στην Αθήνα (ενώ η Θεσσαλονίκη, εκλογική περιφέρεια του κ. Βενιζέλου, διαθέτει 2 ή κατ’ άλλους 3 αντίστοιχα μουσεία) με αντικείμενο τη σύγχρονη εικαστική δημιουργία, ξεκίνησε τη δραστηριότητά του μόλις το 2000! Στεγάζεται σε έναν προσωρινά διαμορφωμένο χώρο 1.800 τ.μ., στο ισόγειο του πρώην εργοστασίου ζυθοποιίας Φιξ στη Λεωφόρο Συγγρού. Τώρα πώς και γιατί το κτίριο αυτό κρίθηκε διατηρητέο είναι άλλη ιστορία. Απλώς σημειώνω ότι το «αριστούργημα» κουτσουρεύτηκε, αφού το μισό κτίσμα γκρεμίστηκε σε μία νύχτα από την εταιρεία «Αττικό Μετρό».


Η εξωτερική εμφάνιση του Μουσείου είναι απογοητευτική. Τεράστια κακόγουστα διαφημιστικά πανό καλύπτουν τις δύο πλευρές του ενώ η τρίτη σκεπάζεται με λινάτσες, προφανώς για να μη φαίνονται τα χαλάσματα τα οποία ανέκυψαν μετά την κατεδάφιση του μισού κτίσματος. Ο στόχος που τέθηκε στο Πρόγραμμα Ολυμπιακής Προετοιμασίας του Υπουργείου Πολιτισμού είναι η ολοκλήρωση του έργου μέχρι τον Ιούνιο του 2004, ώστε το Μουσείο να είναι έτοιμο να φιλοξενήσει στο πρόγραμμά του εκδηλώσεις στα πλαίσια της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας.


Ο χρόνος έως τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων που απομένει είναι ελάχιστος και δυστυχώς τα πράγματα για την ουσιαστική δημιουργία του Μουσείου δεν φαίνονται ευοίωνα. Ενώ λοιπόν ο στόχος έχει τεθεί και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλει η διευθύντρια του ΕΜΣΤ κυρία Καφέτση, η ολιγωρία, η έλλειψη συντονισμού και η καθυστέρηση υλοποίησης από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού είναι εμφανείς. Συγκεκριμένα:


* Σε ό,τι αφορά το ίδιο το κτίριο, δεν έχει προκηρυχθεί ακόμη διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την ανάπλασή του.


* Σχετικά με τα εκθέματα, τα 160 έργα που μέχρι στιγμής διαθέτει και που καλύπτουν κυρίως τον ιστορικό και σύγχρονο άξονα της μεταπολεμικής εικαστικής δημιουργίας δεν επαρκούν και ο εμπλουτισμός του με μόνιμες συλλογές με ελληνικό και διεθνή χαρακτήρα που θα παρουσιάζουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα των βασικών εννοιολογικών κατευθύνσεων της σύγχρονης τέχνης είναι επιβεβλημένος.


Είναι λοιπόν ένα άλλο έργο που θα έπρεπε να είναι έτοιμο το 2004 και με ευθύνη του Υπουργού Πολιτισμού θα μείνει στα χρονοντούλαπα του γραφείου του.


Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης


Το 1992, η Ελίζα Γουλανδρή (που έχει δημιουργήσει ένα θαυμάσιο Μουσείο στην Άνδρο) εξήγγειλε την ανέγερση Μουσείου στην Αθήνα, όπου φιλοδοξούσε να στεγάσει έργα σύγχρονης τέχνης από την ιδιωτική της συλλογή. Για αυτό το σκοπό, η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη παραχώρησε κατά κυριότητα στο Ιδρυμα Βασ. και Ελίζας Γουλανδρή το γνωστό οικόπεδο της οδού Ρηγίλλης και διαμόρφωσε διά νόμου ειδικούς όρους δόμησης.


Ακολούθησαν προσφυγές κατοίκων της περιοχής στο Συμβούλιο της Επικρατείας που τελικά όλες απορρίφθηκαν. Και όταν το 1997 άρχισαν οι εκσκαφές βρέθηκαν εκεί υπολείμματα από το «Λύκειο» του Αριστοτέλους. Βέβαια κανείς δεν εκτίμησε τη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) ότι είναι δυνατή η συνύπαρξη των ευρημάτων με το Μουσείο και ότι προτιμότερο είναι να διατηρηθούν τα ευρήματα αυτά σε υπόγειο χώρο παρά στο ύπαιθρο όπου και θα καταστραφούν. Αλλωστε αυτή είναι η πρακτική που παγίως ακολουθείται. Πρόσφατα στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας (Αιόλου και Σοφοκλέους) σε υπόγειο χώρο έχει παραμείνει καλά προφυλαγμένη μία από τις πύλες του τείχους των Αθηνών και κανείς δε διαμαρτυρήθηκε.


Ετσι το 1999 πλέον παραχωρήθηκε οικόπεδο στην οδό Ριζάρη. Και χρειάστηκε και νέα νομοθετική παρέμβαση (Ν. 3057, άρθρο 80) τον Οκτώβριο του 2002 για να λυθούν τα στο μεταξύ προκύψαντα προβλήματα.


Η ανέγερση του Μουσείου θα κοστίσει 20 δισεκατ. δραχμές περίπου. Ολόκληρη η δαπάνη θα καταβληθεί από το Ιδρυμα Γουλανδρή, το Δημόσιο δεν θα καταβάλει ούτε μία δραχμή.


Τα σχέδια έχουν εκπονηθεί από έναν από τους πιο επιφανείς αρχιτέκτονες της εποχής μας, τον Ι. Μ. Πέι, που είναι ο δημιουργός πολλών παγκοσμίως γνωστών κατασκευών, όπως π.χ. η πυραμίδα του Λούβρου, που συγκεντρώνει ανεξάρτητα από το Μουσείο δύο εκατομμύρια περίπου επισκέπτες το χρόνο. Το συνολικό του εμβαδόν αγγίζει τα 25.000 τ.μ. σε ισόγειο και όροφο (εκτός των δύο υπογείων). Στην είσοδο μόνο του Μουσείου υπάρχει ο τρούλος που φτάνει τα 25 μέτρα. Το υπόλοιπο είναι ένα χαμηλό οικοδόμημα που δένει αρμονικά με το τοπίο.


Το Μουσείο θα στεγάσει την πλουσιότατη συλλογή πινάκων ζωγραφικής της αλησμόνητης Ελίζας Γουλανδρή. Η συλλογή είναι αμυθήτου αξίας (περίπου όσο και ο ετήσιος προϋπολογισμός του ελληνικού κράτους) και περιλαμβάνει έργα μεγάλων ζωγράφων (Ελ Γκρέκο, Σεζάν, Γκογκέν, Βαν Γκογκ, Καντίνσκι, Τουλούζ Λωτρέκ, Μονέ, Μοντιλιάνι κ.ά.) καθώς και πολλών άλλων εκπροσώπων της σύγχρονης τέχνης.


Το ερώτημα είναι αν το μεγαλόπνοο αυτό σχέδιο θα καταφέρει να απεγκλωβιστεί από τα γρανάζια της γραφειοκρατίας και των συνεχών εμποδίων που ορθώνονται.


Λύση δεν φαίνεται στον ορίζοντα, ωστόσο ο χρόνος για άλλο ένα Μουσείο, εν όψει μάλιστα των Ολυμπιακών Αγώνων, πιέζει ασφυκτικά. Ο θάνατος της Ελίζας Γουλανδρή, που οραματίστηκε τη δημιουργία του, θα έπρεπε να εντατικοποιήσει τους ρυθμούς ανέγερσης και λειτουργίας του. Αντ’ αυτού φαίνεται ακόμη ένα όραμα να παραμένει απραγματοποίητο. Τα παθήματα του παρελθόντος (Συλλογή Κριστιάν Ζερβού, του ανθρώπου που ανακάλυψε τον Πικάσο, το ’70, αλλά και του Αλέξανδρου Ιόλα το ’80, που χάθηκαν ανεκμετάλλευτες) φαίνεται ότι δεν έγιναν παράδειγμα για το μέλλον στη συνείδηση των νεοελλήνων ατομικά και των Αρχών συνολικά.


Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής».