Τον περασμένο μήνα συνοδεύοντας γερμανούς ελληνολάτρες φίλους μου, ύστερα από επίμονη παράκλησή τους, επισκεφθήκαμε τον Τύμβο του Μαραθώνα και τις Θερμοπύλες. Παρακολουθούσα τα έκπληκτα μάτια τους και στο τέλος των δύο επισκέψεων όλοι τους με μία φωνή είπαν: «Ντρεπόμαστε για λογαριασμό σας». Και για επιβεβαίωση του βαρύτατου αυτού χαρακτηρισμού, μου έστειλαν πληθώρα φωτογραφιών που δυστυχώς αποτύπωναν σε εικόνα όχι απλώς αυτά που με χίλιες λέξεις δεν μπορούν να ειπωθούν – όπως συνηθίζουμε συχνά να λέμε – αλλά αυτά που και με ολόκληρες σελίδες κειμένων δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.


Μαραθώνας – Θερμοπύλες – Σαλαμίνα. Τόποι ηρωικοί, πεδία μαχών της ένδοξης παλαιάς που έχουν όμως σημαδέψει τη σύγχρονη ιστορία. Σήμερα, πίσω από τα τοπωνύμια και τα εγκαταλελειμμένα μνημεία που προσπαθούν να διασώσουν μέρος από την προσφορά όλων εκείνων που έγιναν μάρτυρες σε αγώνες υπέρ της ανθρωπότητας και του πολιτισμού κρύβεται η θλιβερή πραγματικότητα: η άγνοια και η αδιαφορία των νεοελλήνων για την ιστορία τους.


Πρόκειται για τόπους ιερούς που αντιπροσωπεύουν την ιδέα της ελευθερίας και της δημοκρατίας και περικλείουν το βαθύτερο νόημα του ελληνικού πνεύματος, το οποίο συχνά πολιτεία και πολίτες επικαλούνται αλλά ελάχιστα προασπίζουν στην πράξη. Οι μάχες στον Μαραθώνα και στις Θερμοπύλες και η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελούν ορόσημα για τη μετέπειτα ανάπτυξη και ακμή σπουδαίων πολιτισμών, από την κλασική ελληνική αρχαιότητα μέχρι τον Διαφωτισμό και το σύγχρονο σύστημα αξιών της Δύσης. Πρόκειται για πεδία όπου συγκρούστηκαν οι εισβολείς από την Ασία στην Ευρώπη. Πρόκειται για σελίδες της ιστορίας άρρηκτα συνδεδεμένες με την έννοια της ενεργής συμμετοχής πολιτών στους αγώνες εναντίον της επεκτατικής κυριαρχίας των Περσών, μέχρι σημείου αυτοθυσίας, σε εποχές μάλιστα όπου έννοιες όπως «έθνος-κράτος» ή ακόμη περισσότερο «ενιαίο ελληνικό κράτος» δεν υπήρχαν. Το μόνο που σίγουρα κυριαρχούσε στη συνείδηση των τότε αγωνιστών ήταν το χρέος για αγώνα «υπέρ βωμών και εστιών».


Θλιβερή όμως διαπίστωση αποτελεί στις μέρες μας το γεγονός ότι η ιστορική μνήμη των νεοελλήνων και η απόδοση φόρου τιμής στην πολιτιστική κληρονομιά τείνουν να ξεφτίσουν είτε πρόκειται για την αρχαία είτε για τη νεότερη ιστορία τους. Απόδειξη η εγκατάλειψη των ιστορικών μνημείων. Τόποι και ημερομηνίες ορόσημα, με έντονο συμβολικό χαρακτήρα τόσο για τον ελληνικό όσο για τον παγκόσμιο χώρο, δεν τυγχάνουν του ανάλογου σεβασμού που αποδίδεται σε άλλους σημαντικούς για την ιστορική μνήμη χώρους στο εξωτερικό.


Ο Τύμβος και το Μουσείο


Το παράδειγμα του Μαραθώνα είναι ενδεικτικό της αδιαφορίας που επιδεικνύει η ελληνική πολιτεία. Ο Μαραθώνας αποτελεί έναν από τους ιστορικότερους τόπους της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης. Η μάχη του 490 π.Χ. με τη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων έναντι των Περσών υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη του ελληνικού και συνακόλουθα ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού. Συνεπώς, η προστασία και η ανάδειξη του ιστορικού και αρχαιολογικού αυτού τόπου με την ιδιαίτερη βαρύτητα και συμβολισμό αποτελεί επιτακτικό καθήκον της ελληνικής πολιτείας.


Ο Τύμβος του Μαραθώνα συνδέει στη συνείδηση ολόκληρης της παγκόσμιας κοινότητας τα ιδανικά του χθες με το σήμερα, την κληρονομιά που μας παραδόθηκε στη σύγχρονη κοινωνία. Και ενώ θα περίμενε κανείς να δει έναν χώρο αντάξιο της ιστορικής σημασίας που συμβολίζει, εν τούτοις το θέαμα που αντικρίζει ο επισκέπτης είναι απογοητευτικό. Η ενόχληση του επισκέπτη ξεκινά προτού καν φθάσει στο μνημείο, καθώς η ελλιπής σήμανση και οι μικρές πινακίδες δυσκολεύουν τον εντοπισμό του. Η μεν οριοθέτηση του χώρου είναι ευπρεπής, καθώς η περίφραξη είναι αρκετά προσεγμένη, η έκταση όμως του οικοπέδου που περικλείει το μνημείο είναι αρκετά περιορισμένη, αφού η αυθαίρετη και άναρχη δόμηση και η ρίψη μπάζων πήραν τη σκυτάλη. Σήμερα η «βεβήλωση» της περιοχής ολοκληρώνεται με την κατασκευή του κωπηλατοδρομίου.


Σε ό,τι έχει να κάνει με το εσωτερικό του οικοπέδου μπορεί κανείς να πει πως η εικόνα κάθε άλλο παρά ενθαρρυντική είναι: απεριποίητα δέντρα, αγριόχορτα, σπασμένα παγκάκια, απουσία λουλουδιών, περιορισμένη καθαριότητα. Ιδια η εικόνα και στον προαύλιο χώρο: έλλειψη ηλεκτροφωτισμού, σκουριασμένα κοντάρια σημαιών δίχως σκοινιά και σπασμένες κολόνες ηλεκτροδότησης. Απέναντι ακριβώς από τον Τύμβο βρίσκονται ο χώρος στάθμευσης, που αν και στερείται οργάνωσης, συντήρησης και καθαριότητας διευκολύνει την προσέγγιση του μνημείου, και ένα εντελώς εγκαταλελειμμένο κτίριο με σπασμένα τζάμια και καρέκλες, μισογκρεμισμένα μάρμαρα, με τους εξωτερικούς τοίχους γραμμένους με σπρέι και πρόχειρα περιφραγμένο με συρματόπλεγμα. Ο επισκέπτης υποθέτει ότι προφανώς αποτελεί ή καλύτερα αποτελούσε κάποτε τμήμα του χώρου: αναψυκτήριο, εκθεσιακό χώρο, αίθουσα διαλέξεων;


Το καρτοτηλέφωνο και ένα μικρό κτίσμα στην είσοδο του οικοπέδου, από όπου ο επισκέπτης προμηθεύεται το εισιτήριό του, αποτελούν τη μόνη ίσως σύγχρονη υποδομή στον χώρο. Μέρες και ώρες λειτουργίας δεν αναγράφονται πουθενά, ενώ ο επισκέπτης πληροφορείται την ύπαρξη του Μουσείου Μαραθώνα από το τοιχοκολλημένο χαρτί στο τζάμι του μικρού αυτού κτίσματος, το οποίο πληροφορεί ότι με το ίδιο εισιτήριο μπορεί κανείς να επισκεφθεί και το Μουσείο.


Μακέτα για το πού βρίσκεται το Μουσείο δεν υπάρχει. Και ο επισκέπτης που θα θελήσει να πάει θα πρέπει αφενός να προσανατολιστεί μόνος του (ρωτώντας τους κατοίκους της περιοχής), αφετέρου να διανύσει μιαν απόσταση άνω των 5 χλμ. Εκεί η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Το ότι το κτίριο του Μουσείου είναι βαμμένο αποτελεί το μοναδικό θετικό στοιχείο. Από ‘κεί και πέρα ο δρόμος για να φθάσει κανείς δεν είναι ασφαλτοστρωμένος, η περίφραξη άθλια, ο προαύλιος χώρος απεριποίητος, ο φωτισμός ελλιπής, ενώ δεν υπάρχει κανένα καρτοτηλέφωνο εκεί κοντά και σαν να μην έφταναν όλα αυτά σε επαφή σχεδόν με το κτίριο του Μουσείου έχει χτιστεί μια τενεκεδένια παράγκα που ενισχύει το ήδη απογοητευτικό θέαμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα λιγοστά εκθέματα του Μουσείου είναι ρωμαϊκής εποχής και δεν έχουν σχέση με τη μάχη.


Ο έκπτωτος Λεωνίδας


Ενδεικτικό της αδιαφορίας της ελληνικής κοινωνίας είναι και το παράδειγμα των Θερμοπυλών. Στο Στενό το 480 π.Χ. έγινε η συγκλονιστική μάχη μεταξύ Ελλήνων και Περσών υπό την αρχηγία του Ξέρξη. Στη μάχη εκείνη πολέμησε ο Λεωνίδας με τους 300 Σπαρτιάτες και τους 700 Θεσπιείς.


Οι γεωλογικές αλλαγές που συντελέστηκαν με το πέρασμα του χρόνου αλλοίωσαν τη μορφολογία του τοπίου και έτσι σήμερα Στενό δεν υπάρχει. Λόγω των προσχώσεων του Σπερχειού η παραλία απομακρύνθηκε μερικά χιλιόμετρα. Μαζί όμως με την αλλοίωση του φυσικού τοπίου φαίνεται πως επήλθε και η αλλοίωση μνήμης, ευαισθησίας και συνείδησης από τις αρμόδιες αρχές. Το Μνημείο που αναπαριστά πάνοπλο τον Λεωνίδα, έργο του γλύπτη Φαληρέα, ανεγέρθηκε σε ανάμνηση της μάχης των Θερμοπυλών στην κεντρική πύλη του περάσματος όπου διεξήχθη η τελική φάση της μάχης. Το τραγικό στην περίπτωση αυτή δεν είναι η χρονολογία ανέγερσής του, μόλις το 1955, αλλά το ότι δημιουργήθηκε έπειτα από ιδιωτική πρωτοβουλία. Επίσης από ιδιωτική πρωτοβουλία ανεγέρθηκε αργότερα και το μνημείο για τους 700 θεσπιείς μαχητές, πλάι σε αυτό του Λεωνίδα και των Σπαρτιατών. Βέβαια τα δύο μνημεία δεν έχουν καμία εικαστική συγγένεια. Είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, πράγμα που αισθητικά ενοχλεί.


Οσο όμως και αν οι κινήσεις ευαίσθητων πολιτών είναι υπαρκτές, δεν αποτελούν λύση. Στην περίπτωση των Θερμοπυλών, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να δώσουν εξηγήσεις για τη σημερινή κατάσταση του χώρου. Κατ’ αρχάς ο χώρος μπροστά στα δύο μνημεία δεν έχει πλακοστρωθεί. Εχει παραμείνει με χώμα, με αποτέλεσμα η σκόνη να «στολίζει» τα παπούτσια του επισκέπτη. Χώρος στάθμευσης οχημάτων δεν υπάρχει. Απλώς σταθμεύουν στην εξωτερική λωρίδα του εθνικού δρόμου Αθηνών – Θεσσαλονίκης. Το πίσω μέρος του μνημείου έχει μεταβληθεί σε έναν απέραντο σκουπιδότοπο, ενώ από μπροστά το πλαισιώνουν δύο τεράστιοι κάδοι απορριμμάτων. Βέβαια για λουλούδια και πράσινο ουδείς λόγος. Οι πυλώνες υψηλής τάσεως της ΔΕΗ και μία τάφρος γεμάτη σκουπίδια ακριβώς δίπλα από τα μνημεία συμπληρώνουν την εικόνα της εγκατάλειψης.


Με δεδομένες τις παραπάνω βασικές ελλείψεις η ύπαρξη ενός χώρου όπου ο επισκέπτης θα μπορούσε να ενημερωθεί από ξεναγό, να ξεκουραστεί από το ταξίδι του (απέχει περί τα 250 χλμ. από την Αθήνα), να αγοράσει χάρτες της περιοχής και να προμηθευτεί αντίστοιχα ενημερωτικά φυλλάδια σχετικά με την ιστορία και τα γεγονότα του τόπου, φαντάζει πολυτέλεια.


Αναζητώντας τον θρόνο


Αφορμή γι’ αυτό το άρθρο στάθηκε όπως εξήγησα παραπάνω η περιήγηση που έκανα στους καλεσμένους μου. Μετά το «σοκ» του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών ακολούθησε αυτό της Σαλαμίνας. Οντας ενημερωμένοι, ζήτησαν καθώς επιστρέφαμε στην Αθήνα να επισκεφθούν το όρος Αιγάλεω από όπου ο Ξέρξης παρακολουθούσε τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τελικά η επίσκεψη δεν κατέστη δυνατή. Η αιτία δεν ήταν ούτε οι ώρες λειτουργίας του μνημείου ούτε η κακή κατάστασή του ούτε καν οι άσχημες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνες τις ημέρες στην Αττική αλλά η απουσία ύπαρξής του!


Μια από τις καθοριστικές συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών έγινε στις 28 ή 29 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. στα στενά μεταξύ της Σαλαμίνας και των ακτών της Αττικής. Η σημασία της ναυμαχίας υπήρξε μέγιστη καθώς προκάλεσε την κατάρρευση του ηθικού της περσικής ηγεσίας σε τέτοιο βαθμό ώστε να εγκαταλείψει ουσιαστικά τον αγώνα. Με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας αρχίζει να πέφτει η αυλαία της επέλασης των Περσών προς τη Δύση, σώζοντας έτσι Ελλάδα και Ευρώπη από τον ασιατικό βαρβαρισμό.


Τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, το σημαντικότερο κατά πολλούς ναυτικό γεγονός της αρχαιότητας που πραγματοποιήθηκε στο στενό μεταξύ Περάματος και Ψυττάλειας, παρακολούθησε ο ίδιος ο πέρσης βασιλιάς καθισμένος σε έναν θρόνο στο όρος Αιγάλεω. Η «Κορυφή του Ξέρξη» μέχρι σήμερα μένει ανεκμετάλλευτη και δεν έχει γίνει το παραμικρό έργο για την ανάδειξή της. Η κατασκευή μονοπατιού και η διαμόρφωση καθιστικού στην κορυφή με μακέτα της ναυμαχίας θεωρούνται σημαντικά μεν στοιχεία για την ανάδειξη της τοποθεσίας, εξαγγελίες και προγράμματα μόνο στα χαρτιά δε. Μήπως όμως υπάρχει κάτι στη Σαλαμίνα; Ούτε ένα μνημείο που να υπενθυμίζει την ιστορική ναυμαχία.


Προσπάθησα να περιγράψω την εικόνα που σήμερα παρουσιάζουν οι τρεις αυτοί σημαντικοί για την ελληνική και παγκόσμια ιστορία χώροι. Μένω με την αίσθηση ότι δεν τα κατάφερα. Γιατί είναι αδύνατο να αποτυπωθεί σε κείμενο το μέγεθος της θλιβερής πραγματικότητας.


Διερωτώμαι όμως: Είναι τόσο δύσκολο οι χώροι αυτοί να είναι καθαροί, χωρίς σκουπίδια και μπάζα, φυτεμένοι με λουλούδια, φωτισμένοι, με τοπογραφικό σχεδιάγραμμα της μάχης και με ένα κατατοπιστικό έντυπο με όλες τις ιστορικές λεπτομέρειες;


Διερωτώμαι: Είναι τόσο δύσκολο να υπάρχει μια ειδική υπηρεσία – ανάλογη με εκείνες που υπάρχουν στην Ευρώπη και στην Αμερική – που να μεριμνά για τη συντήρηση των μεγάλων μαχών του Ελληνισμού όπως συμβαίνει στο Βερντέν και στο Βατερλώ αλλά και στα κομβικά σημεία του πολέμου Βορείων και Νοτίων στις ΗΠΑ;


Διερωτώμαι: Γιατί δεν χρησιμοποιούνται η σύγχρονη τεχνολογία και τα πολυμέσα για την εικονική αναπαράσταση των γεγονότων;


Χρήματα ασφαλώς υπάρχουν (θυμηθείτε: ο υπουργός Πολιτισμού πέταξε από το παράθυρο περίπου 2 δισ. δρχ. για την αλλαγή της πορείας του τραμ). Καλή θέληση, φαντασία και πόνος για τον τόπο υπάρχουν; Φοβάμαι όχι.


Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής».