Προστάτευαν την πόλη, τους ανθρώπους και τα αγαθά τους, τα ιερά και τους τάφους των πατέρων και των ηρώων τους στην αρχαιότητα. Σήμερα, στη γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Πανεπιστημίου, κάτω από το υπερυψωμένο πεζοδρόμιο, στον μικρό κήπο του ξενοδοχείου, τα αρχαία τείχη της Αθήνας – η πλέον απρόσμενη συνάντηση για τον περαστικό – δεν προστατεύουν κανέναν. Ούτε καν τα πολυτελή αυτοκίνητα που παρκάρουν δίπλα τους. Σε ένα άλλο ξενοδοχείο, στην οδό Παρθενώνος, τα τείχη, καθαρισμένα και καλοδιατηρημένα, αποτελούν ενδιαφέρον αρχαιολογικό έκθεμα για τους επισκέπτες που δεν χρειάζεται να απομακρυνθούν για να δουν την αρχαία Αθήνα· την έχουν κάτω από το δωμάτιό τους.


Πρόκειται για δύο από τις καλύτερες περιπτώσεις διάσωσης των αρχαίων τειχών της Αθήνας. Για το πλήθος των υπολοίπων, όμως, όπου η πορεία της αρχαίας οχύρωσης προσέκρουσε στις ανάγκες της σύγχρονης οικιστικής ανάπτυξης, δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί το ίδιο. Τα υπόγεια και οι ακάλυπτοι πολυκατοικιών στην περιοχή του ιστορικού κέντρου της πόλης αλλά και τα γκαράζ έχουν πολλά να μαρτυρήσουν και πολλά να κρύψουν για τα τείχη της Αθήνας.


«Το τείχος είναι αμετακίνητο. Πρόκειται για αρχή απαραβίαστη». Αυτό δηλώνει η προϊσταμένη της Γ ‘ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κυρία Λιάνα Παρλαμά, ο άνθρωπος που τα τελευταία χρόνια έχει την ευθύνη για όλες τις ανασκαφές που γίνονται στο κέντρο της Αθήνας. (Και έγιναν πολλές, όπως είναι γνωστό, και λόγω της κατασκευής του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου.)


Το αρχαίο τείχος λοιπόν πράγματι είναι αμετακίνητο. Πλην όμως έμεινε σε πολλές περιπτώσεις να φυλάει σκοτεινά υπόγεια πολυκατοικιών μαζί με τους καυστήρες και το μηχανοστάσιο. ‘Η έμεινε να συνυπάρχει με αυτοκίνητα και μηχανάκια στα γκαράζ του κέντρου της Αθήνας. Και μάλιστα χωρίς η Αρχαιολογική Υπηρεσία να έχει πάντοτε τη δυνατότητα ελέγχου – κάποτε χωρίς καν τη δυνατότητα επίσκεψης του μνημείου! Ο λόγος; Το υπουργείο Πολιτισμού δεν έχει πάντοτε την κυριότητα του χώρου. Παρ’ ότι, λοιπόν, σύμφωνα με τους νόμους του ελληνικού κράτους, όλες οι αρχαιότητες αποτελούν ιδιοκτησία του, εδώ επικρατεί ένα ιδιάζον καθεστώς. Πρόκειται για τις περιπτώσεις πολυκατοικιών κυρίως που ανεγέρθηκαν στη διάρκεια της δικτατορίας χωρίς οι αρχαιολογικοί χώροι που αποκαλύφθηκαν να περιέλθουν στη δικαιοδοσία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Το αποτέλεσμα;


Σήμερα θα πρέπει κανείς να χτυπήσει κουδούνια πολυκατοικιών και να παρακαλέσει για να του επιτρέψουν – αν τελικώς γίνει αυτό – να δει τα υπολείμματα της οχύρωσης της αρχαίας Αθήνας. Οπως συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις που «Το Βήμα», επιχειρώντας να εισέλθει στους χώρους και να φωτογραφίσει τις αρχαιότητες, συνάντησε την άμεση ή έστω έμμεση άρνηση. Αλλωστε εκεί όπου βρίσκονται θαμμένα τα τείχη δεν είναι προς επίδειξη.


«Οταν βρεθεί τμήμα του τείχους, αναζητείται τρόπος διατήρησης και όχι διάλυσης» επισημαίνει η κυρία Παρλαμά. Μια δεύτερη αρχή για την τήρηση της οποίας έγιναν πραγματικοί αγώνες και δόθηκαν μάχες στο παρελθόν, ασχέτως του αποτελέσματος.


Η Γ ‘ Εφορεία Αρχαιοτήτων έχει παρ’ όλα αυτά να επιδείξει στην Αθήνα 97 σημεία όπου η αρχαιολογική έρευνα εντόπισε το αρχαίο τείχος κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών. Και αν δεν ήταν, λόγω κακής διατήρησης των λειψάνων, όλες οι περιπτώσεις άξιες να διατηρηθούν, εν τούτοις προέκυψαν σημαντικά στοιχεία τα οποία έχουν οδηγήσει με ασφάλεια σήμερα στη χάραξη της πορείας που ακολουθούσε το τείχος κατά την αρχαιότητα.


Οταν πριν από λίγο καιρό η Εθνική Τράπεζα εγκαινίαζε το νέο κτίριο της διοίκησής της στη γωνία των οδών Αιόλου και Σοφοκλέους ανήγγειλε με υπερηφάνεια τα γερά θεμέλια επάνω στα οποία χτίζει. Και παρέθετε την εύγλωττη φωτογραφία του σύγχρονου κτιρίου που έχει στη ρίζα του ένα τμήμα του Θεμιστόκλειου Τείχους και μαζί την Αχαρνική Πύλη, μία από τις κυριότερες της αρχαίας Αθήνας που οδηγούσαν έξω από την πόλη. Ο συνειρμός προφανής, αν και σε αυτή την περίπτωση τα τείχη είναι σήμερα μάρτυρες μόνο της Ιστορίας και όχι εν ενεργεία υπερασπιστές της πόλης, πόσο μάλλον ενός σύγχρονου φορέα. Παρ’ όλα αυτά πρόκειται για μία από τις καλύτερες, αν όχι η καλύτερη σήμερα περίπτωση ανάδειξης του αρχαίου τείχους.


Μία από τις χειρότερες περιπτώσεις αντιστοίχως αποτελεί το υπόγειο γκαράζ της πλατείας Κλαυθμώνος, όπου τα αρχαία συμπιέζονται από τα αυτοκίνητα, ενώ καταφανή παράβαση κάθε επιστημονικής αλλά και ιστορικής αρχής αποτελεί η απόσπαση ενός τμήματος του τείχους και η επανατοποθέτησή του στον υπαίθριο χώρο της πλατείας. Η συνέχεια του τείχους εξάλλου βρίσκεται στην πίσω πλευρά της πλατείας, σε οικόπεδο που έχει μετατραπεί σε σκουπιδότοπο.


Η κυρία Λιάνα Παρλαμά τα γνωρίζει όλα αυτά, βρίσκεται όμως σε αδυναμία να αντιδράσει. «Δεν είναι ο χώρος αρμόζων πάντοτε προς το φυλασσόμενο» παραδέχεται. Για την ίδια η λύση είναι μία: «Αναζητώ μια συγκεκριμένη πρόταση την οποία θα διατυπώσει η Εφορεία ώστε όλοι οι χώροι στους οποίους έχει αποκαλυφθεί το τείχος να περιέλθουν στη δικαιοδοσία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας» λέει. Η διαμόρφωση των χώρων ώστε να είναι ευπρεπείς και εύκολα προσβάσιμοι, στους επιστήμονες τουλάχιστον, είναι το ζητούμενο. Το αρχαίο τείχος, αυτό που οικοδόμησε πρώτος ο Θεμιστοκλής, για να συνεχίσουν να το ανακατασκευάζουν και άλλοι αθηναίοι ηγεμόνες και ρωμαίοι αργότερα, ακόμη και τούρκοι ηγεμόνες, υπάρχει. Είναι άγνωστο όμως ποιες και πόσες διαδικασίες πρέπει να γίνουν προκειμένου να αντιμετωπισθεί η «ομηρεία» του σήμερα.


Οι υπόγειες διαδρομές


Το τείχος που θα χτίσει ο Θεμιστοκλής για να προστατεύσει την Αθήνα το 479 π.Χ., αμέσως μετά την καταστροφή της πόλης από τους Πέρσες, είναι αυτό που αποκαλύπτεται σήμερα από τις ανασκαφές. Μαζί βεβαίως με τις ανακατασκευές που ακολούθησαν τους μετέπειτα αιώνες και την επέκταση του Αδριανού τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Νοτίως της Ακρόπολης το τείχος διέρχεται μεταξύ άλλων από τις οδούς Ερεχθείου, Παρθενώνος και Βεΐκου, διασχίζει τη λεωφόρο Συγγρού και προχωρώντας προς ανατολάς εισέρχεται στο Ολυμπιείο, όπου και συναντάται με την αδριάνεια επέκταση της οχύρωσης. Από εκεί το Θεμιστόκλειο Τείχος οδεύει προς Βορράν διά της λεωφόρου Βασιλίσσης Αμαλίας, διασχίζει την Πλάκα (Πέτα, Κυδαθηναίων, Νικοδήμου, Σκούφου, Απόλλωνος, Μητροπόλεως, Ερμού, Καραγεώργη Σερβίας) και διά της οδού Βουλής φθάνει στην πλατεία Κολοκοτρώνη. Εκεί βρίσκεται το δεύτερο σημείο συνάντησης με την επέκταση του Αδριανού που ακολουθώντας ευρύτερη προς ανατολάς διαδρομή διέρχεται από το Ζάππειο, την Ηρώδου Αττικού και τον Εθνικό Κήπο για να εξέλθει από αυτόν στη Βασιλίσσης Σοφίας, όπου κάνοντας πλέον στροφή οδηγείται διά της οδού Βουκουρεστίου στη Σταδίου και στην πλατεία Κολοκοτρώνη.


Το κλασικό τείχος συνέχιζε ωστόσο την πορεία του διασχίζοντας τις οδούς Ανθίμου Γαζή και Χρήστου Λαδά, την πλατεία Κλαυθμώνος και την οδό Δραγατσανίου και από εκεί διά της Αριστείδου, της Αιόλου και της Σοφοκλέους με κατεύθυνση πλέον προς δυσμάς και διά της Ευριπίδου, της Διπύλου και της Αγίων Ασωμάτων εισέρχεται στον Κεραμεικό. Η έξοδος γίνεται στην οδό Ερμού, εν συνεχεία το τείχος διασχίζει τις οδούς Πουλοπούλου, Ηρακλειδών και Νηλέως και οδεύει προς τους λόφους της Πνύκας και του Φιλοπάππου. Αντιστοίχως ένας αριθμός από πύλες, που αγγίζουν τις 20, έχουν τοποθετηθεί ή και αποκαλυφθεί από τις ανασκαφές σε διάφορα σημεία του τείχους, στις μεγάλες δηλαδή οδικές αρτηρίες οι οποίες συνέδεαν την Αθήνα με τους δήμους της Αττικής και την υπόλοιπη Ελλάδα, πολλές από τις οποίες παραμένουν οι ίδιες και σήμερα.


Η Αχαρνική Πύλη επί της οδού προς τις Αχαρνές, το Δίπυλο προς τον Κεραμεικό, η Ιερά Πύλη στην Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, η Πειραϊκή Πύλη και αι Δήμιαι Πύλαι στον λόφο των Νυμφών είναι μερικές από αυτές που έχουν αποκαλυφθεί.


Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η αρχαία οχύρωση ήταν ορατή κατά ένα μεγάλο μέρος της ως τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Η ανάπτυξη της πόλης όμως στη συνέχεια αλλά και η έλλειψη της χρησιμότητάς της την εξαφάνισαν ή την έθαψαν. Τώρα είναι τα τείχη πλέον που χρειάζονται την ανάγκη του ανθρώπου τον οποίον επί αιώνες προστάτευσαν.