Μια τέχνη αρχέγονη και μοντέρνα


Διατηρώ στη μνήμη μου σαν πολύτιμο κειμήλιο τη μορφή και το έργο της Βάσως Κατράκη. Τη γνώρισα την επαύριον του θριάμβου της στην Biennale της Βενετίας όπου τιμήθηκε με το Βραβείο Λιθογραφίας το 1966 και είχα την τύχη να παρουσιάσω το έργο της στον «Ζυγό» με την ευκαιρία της διάκρισης (τεύχος Ιουνίου 1966). Ηταν το πρώτο μου τεχνοϊστορικό άρθρο. Το έγραψα ύστερα από ατέλειωτες συναντήσεις και συζητήσεις με τη χαράκτρια που με μύησε με γενναιοδωρία στον κόσμο της και στις πρωτότυπες τεχνικές της. Ηταν μια στιγμή αιθρίας ανάμεσα σε διώξεις και εξορίες. Παρουσίασα και πάλι την έκθεσή της στην «Ωρα» τον Οκτώβριο του 1972, μετά την επάνοδό της από την εξορία στη Γυάρο όπου την είχε στείλει η χούντα των συνταγματαρχών. Το έργο της ήταν μια κραυγή διαμαρτυρίας. Η Βάσω Κατράκη είναι μια επιβλητική μορφή της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Σπάνια ήθος ανθρώπου και καλλιτεχνικό ύφος ομονόησαν τόσο παραδειγματικά. Η μοίρα του δημιουργού γίνεται γλώσσα του έργου και η γλώσσα του έργου, με τον αρχέτυπο χαρακτήρα της, ανάγεται σε σύμβολο των παθών ενός ολόκληρου λαού.


Η Βάσω Κατράκη κατάγεται από το Αιτωλικό. Η νοσταλγία της λιμνοθάλασσας και των απλών ανθρώπων του μόχθου σφράγισε τις πρώιμες φάσεις της δημιουργίας της. Η καταγωγή της Βάσως δεν πλούτισε μονάχα την τέχνη της με μνήμες και εικόνες. Προίκισε κυρίως την ίδια με ένα γνήσιο λαϊκό ήθος, με έναν χαρακτήρα στέρεο και ευθύ, όπου θα βρει πρόσφορο χώμα να ριζώσει ένας ενεργητικός ανθρωπισμός. Αυτό είναι το στημόνι στην τέχνη της Βάσως. Το υφάδι, το μελανό υφάδι, θα της το προσφέρουν άφθονο οι περιστάσεις. Στα βάσανα της φτωχολογιάς θα προστεθούν τα δεινά του Ελληνισμού: η Κατοχή, ο Εμφύλιος και αργότερα η δικτατορία. Η Βάσω θα βιώσει τις περιπέτειες του έθνους όχι απλά ως αυτόπτης, αλλά και σαν ήρωας. Γι’ αυτό η μαρτυρία της διαθέτει μια ακαταμάχητη πειθώ, την πειθώ του αυθεντικού.


Τη μητρική λαλιά της τέχνης της η Βάσω την ανακαλύπτει σκαλίζοντας ένα ανεξερεύνητο υλικό, τον ψαμμίτη. Η τραχιά γλώσσα της επιφάνειάς του θα της διδάξει «τα μεγάλα σχήματα, την πλατιά και ελεύθερη χειρονομία», όπως η ίδια ομολογεί. Μέσα από αυτό το αδρό υλικό, και με μια τεχνική που μπορεί να διεκδικήσουν ισότιμα η γλυπτική και η χαρακτική, θα αναδυθεί η μνημειακή και αρχέτυπη ανθρωπότητα της Βάσως.


Τον μνημειακό της χαρακτήρα η τέχνη της Βάσως τον αντλεί από το μέγεθος, την επιβλητικότητα, την αρχαϊκή μετωπικότητα των μορφών της. Αρχέτυπη πάλι η ανθρωπότητά της είναι γιατί εκφράζεται με λίγες συμβολικές μορφές: τον άνδρα, τη γυναίκα, το παιδί, το ανδρόγυνο, τη μάνα, τον καβαλάρη, το άλογο και λίγα λακωνικά συντάγματα με δύο-τρεις μορφές που τις συνέχει βαθιά αλληλεγγύη. Στο έργο της Βάσως δεν υπάρχει δράση ή αφήγηση. Υπάρχουν μόνο καταστάσεις που υποβάλλουν αισθήματα και συγκινήσεις.


Σε όλες τις σειρές των έργων της Βάσως (Καταστάσεις, Πλατυτέρες, Παναγίες, μανάδες με παιδιά, κορμοί, άλογα κτλ.) μπορεί κανείς να ξεχωρίσει δύο διακεκριμένα στάδια. Στο πρώτο η συγκινησιακή πηγή εμπνεύσεως περιγράφεται με σαφήνεια. Οι ακρωτηριασμένοι κορμοί είναι αιχμάλωτοι μέσα στα δεσμά τους, τα πρόσωπα, τα γνώριμα φεγγαρίσια πρόσωπα της Βάσως με τα ηλιακά μάτια, κερματισμένα τώρα, χαρακώνονται από δάκρυα. Σε ένα δεύτερο στάδιο, όπου η χαράκτρια ξεμακραίνει από τα θεματογραφικά της κεντρίσματα, αντιμετωπίζει τις ίδιες πυρογενείς φόρμες σαν αυτόνομα αισθητικά και μορφολογικά προβλήματα. Τα έργα που προκύπτουν από αυτή τη νέα διεργασία προτείνουν αρχέτυπες μορφές αξεπέραστης ποιοτικής στάθμης.


Ο άνθρωπος πότε διατηρεί την πλαστική ανατομία που από παλιά έχει προτείνει η τέχνη της Βάσως Κατράκη, όπου κάθε μέλος, κάθε κίνηση, κάθε χειρονομία γίνεται σήμα ευανάγνωστο και γλώσσα «κοινή», πότε υψώνει τη νέα τοτεμική και γλυπτική μορφή του μέσα στην εύγλωττη σιωπή του λευκού, που μοιάζει να βεβαιώνει την οντολογική του μοναξιά και την πλαστική του αυτοτέλεια. Οι ακρωτηριασμένοι, σταυρικοί κορμοί με τα πυκνά περιγράμματα, τις δυναμικές καμπύλες, τις λιτές τραγικές χειρονομίες γίνονται σύμβολα και υψώνουν τη διαμαρτυρία των χειμασμένων συνειδήσεων ενάντια στην καταπίεση εκείνων των χρόνων.


Παρ’ όλα αυτά, το έργο της Βάσως παραμένει αισιόδοξο. Οι όρθιοι κορμοί της γίνονται δάσος αλοτόμητο, ακατάλυτο. Η γλυπτική πυκνότητά τους μαρτυρεί την αντοχή και τη διάρκεια του ανθρώπου απέναντι σε κάθε απειλή και η Ποίηση, πανταχού παρούσα, έρχεται να μας βεβαιώσει καθησυχαστικά πως η Ψυχή δεν οστρακώθηκε ακόμη.


Αν είναι αλήθεια πως κάθε γνήσιος καλλιτέχνης ανανεώνει ριζικά την εικόνα του κόσμου και του ανθρώπου, αυτό ισχύει απόλυτα για τη Βάσω. Οι μορφές της, συμπαγείς, ραδινές, με μια βλαστόμορφη ευλυγισία καταλήγουν σε ένα σχηματοποιημένο κεφάλι, που καταυγάζεται από απέραντα, εκφραστικά, απορημένα και άγρυπνα μάτια. Κάποιοι κριτικοί αναγνώρισαν σε αυτό το βλέμμα μνήμες από βυζαντινές Παναγίες. Η αλήθεια είναι πως στην τέχνη της Βάσως συνεκβάλλουν πολλές μνήμες και παραδόσεις. Η βλαστόμορφη ανάπτυξη των κορμών της θυμίζει άλλοτε γεωμετρικά ειδώλια και άλλοτε μορφές από πρωτοαττικούς αμφορείς. Αλλά και στα κυκλαδικά ειδώλια παραπέμπει η τέχνη της χαράκτριας. Θυμηθείτε τα σχηματοποιημένα κεφάλια στις μορφές της, τους μακριούς λαιμούς, τις γλαφυρές καμπύλες, τη δραστική αφαίρεση. Τα συμπλέγματά της, με τα ζυγισμένα κενά και τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο μαύρο – άσπρο, μαρτυρούν προσεκτική μελέτη της αρχαίας αγγειογραφίας.


Μήπως όμως η τέχνη της παρέμεινε απαθής στα μηνύματα της σύγχρονης τέχνης; Ισα ίσα, αν η χαράκτρια μπόρεσε να εκτιμήσει το διαχρονικό μάθημα της ελληνικής παράδοσης, αυτό το οφείλει σε μια ευαισθησία γυμνασμένη στη σύγχρονη τέχνη. Η αφομοίωση του «μοντερνισμού» της αρχαιότητας και του Βυζαντίου έγινε χάρη στις δημιουργίες καλλιτεχνών όπως ο Μπρανκούζι, ο Τζιακομέτι, ο Χένρι Μουρ. Γι’ αυτόν τον λόγο η τέχνη της Βάσως είναι ελληνική, οικουμενική, αρχέγονη και μοντέρνα.


Η έκθεση χαρακτικής με τίτλο «Ο κόσμος της Βάσως Κατράκη» φιλοξενείται στη Δημοτική Πινακοθήκη Καλλιθέας «Σοφία Λασκαρίδου» (οδός Λασκαρίδου 120, τηλ. 010 9537.314). Συνδιοργανωτές η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου και ο πολιτιστικός Οργανισμός του Δήμου Καλλιθέας. Η έκθεση θα διαρκέσει ως τις 31 Μαρτίου.


Η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στην ΑΣΚΤ και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης.