Εθνικ και world μουσική, δύο όροι που χρησιμοποιούνται από τους συνθέτες, τα συγκροτήματα, το κοινό, ακόμη και τον Τύπο για να περιγράψουν, αβασάνιστα τις περισσότερες φορές, τη σύζευξη της παράδοσης με τη σύγχρονη δημιουργία. Η ελληνική δισκογραφική αγορά έχει να παρουσιάσει την τελευταία δεκαετία πλείστες εκδόσεις που αναφέρονται στην έθνικ ή world μουσική, αλλά οι καλλιτέχνες που τις υπογράφουν συνιστούν την «εθνική μας έθνικ» ή πρόκειται για αποσπασματικές προσπάθειες;


Ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας χρησιμοποιεί χημικούς όρους για να περιγράψει την έθνικ μουσική: «Οπως συνδυάζουμε τρία ή τέσσερα υλικά σε μια χημική αντίδραση με στόχο το νέο υλικό που θα προκύψει να έχει διαφορετικές ιδιότητες από τα χρησιμοποιηθέντα, το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με την έθνικ. Το ζητούμενο είναι οι μουσικές του μείγματος να έρθουν σε ουσιαστικό διάλογο μεταξύ τους και όχι να μπουν στο μπλέντερ μόνο και μόνο για λόγους εντυπωσιασμού. Δυστυχώς όμως στις περισσότερες των περιπτώσεων το μείγμα δεν παράγει κάτι το καινούργιο και αυτό επειδή η παράδοση χρησιμοποιείται σαν σανίδα σωτηρίας, σαν άλλοθι».


Πολιτισμικές συνυπάρξεις


Αν ο Λάμπρος Λιάβας κάνει λόγο για άλλοθι και για «δήθεν πολιτισμικές συνυπάρξεις», ο Γιάννης Παπαδάκης από τους Αβατον, οι συνθέτες Γιώργος Καζαντζής, Μιχάλης Νικολούδης, Αλέξης Μπουλγουρτζής, ο Θοδωρής Ρέλλος από τους Mode Plagal και ο Αλέξης Καρσιώτης, ιδρυτής της εταιρείας Saraswati, διατυπώνουν την άποψη ότι υφίσταται έθνικ στην Ελλάδα. Μόνο που ο καθένας την αντιμετωπίζει με τον δικό του τρόπο. Ο Γιάννης Παπαδάκης, περισσότερο κριτικός, σημειώνει ότι η έθνικ στην Ελλάδα δεν έχει αυθόρμητο χαρακτήρα: «Δεν υπάρχει έθνικ όπως στο εξωτερικό. Μπορεί να υπάρχει μεγάλος αριθμός ανάλογων εκδόσεων αλλά οι περισσότερες από αυτές δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Κυκλοφορεί πολύ… τίποτα. Φοβάμαι ότι πολλές φορές έχουμε να κάνουμε με μια… σαλάτα όπου τα κομμάτια που την αποτελούν ξεχωρίζουν ενώ δεν θα έπρεπε». Ο Γιώργος Καζαντζής αναφέρει: «Η έθνικ απασχολεί μουσικούς και κοινό με αποτέλεσμα οι δισκογραφικές εταιρείες να μην αδιαφορούν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι τελευταίες δημιουργούν αιχμές. Απλώς ακολουθούν το ρεύμα και καρπώνονται την όποια επιτυχία». Στη γοητεία των διαφορετικών μουσικών ειδών αλλά και των λαών που τα εκφράζουν αναφέρεται ο Μιχάλης Νικολούδης. Ο τελευταίος θεωρεί ότι η έθνικ μουσική αρχίζει να εμφανίζεται δειλά δειλά από τη δεκαετία του ’80 για να «ενισχυθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια». «Σήμερα πιστεύω ότι στην έθνικ συνυπάρχουν η μόδα και η ουσία. Παρ’ όλο που δεν μπορούμε να μιλάμε για πωλήσεις πρώτης γραμμής, εν τούτοις η έθνικ περικλείει δύναμη. Και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι στο εξωτερικό οι ελληνικοί δίσκοι δεν περνούν απαρατήρητοι. Ισως επειδή το κοινό εκεί είναι καλύτερα εκπαιδευμένο» λέει.


Το «πείραγμα» της κληρονομιάς


Ο Λάμπρος Λιάβας θεωρεί ότι η έθνικ αποτελεί προϊόν (πολιτισμικό) της παγκοσμιοποίησης με κύριο χαρακτηριστικό του τη μετάπλαση του παραδοσιακού μουσικού υλικού μέσα από τους κανόνες και τις τεχνικές ενός πολυεθνικού μάρκετινγκ. «Γι’ αυτό» συνεχίζει «και χωρίς να θέλω να αναφερθώ σε συγκεκριμένα ονόματα υπάρχουν περιπτώσεις συνεργασίας ελλήνων και ξένων μουσικών όπου, αν τους απομονώσεις, ο καθένας διατηρεί τον χαρακτήρα του. Η έθνικ όμως απαιτεί «πείραγμα» και όχι μια σταχυολόγηση της παράδοσης. Επίσης απαιτεί γνώσεις, ύφος, ήθος και κανόνες που πολύ φοβάμαι ότι δεν συναντώνται στους περισσότερους δημιουργούς».


Ο Αλέξης Καρσιώτης, ιδρυτής της εταιρείας Saraswati, η οποία έχει ως αντικείμενο τη συνεργασία ελλήνων κα ξένων μουσικών, πιστεύει ότι τέτοιου είδους εργασίες επανακαθορίζουν τη δημοτική μουσική. «Στόχος μας, εκτός από τη διεθνοποίηση της μουσικής, είναι και ο εκσυγχρονισμός του πανηγυριού». Ο Θοδωρής Ρέλλος από τους Mode Plagal πιστεύει ότι η έθνικ μουσική έχει μέλλον στον βαθμό που δεν παραθέτει στοιχεία της μουσικής παράδοσης αλλά τα καλλιεργεί και τα εξελίσσει. «Πιστεύω ότι η παρακμή της μοντέρνας μουσικής γέννησε κατά κάποιον τρόπο το έθνικ. Παράλληλα με την πίστη πολλών ότι καθετί παλιό έχει και αξίες, η έθνικ παρουσιάστηκε και ως σύμβολο ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Μόνο που οι δισκογραφικές εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν αυτή τη δυναμική δημιουργώντας εν πολλοίς εκδόσεις εύπεπτες, άρα εύκολα καταναλώσιμες». Στο τελευταίο συμφωνεί και ο Αλέξης Μπουλγουρτζής διατυπώνοντας παράλληλα την άποψη ότι είναι στο χέρι των μουσικών και μόνο να κρατήσουν αυτό το ρεύμα ζωντανό στην Ελλάδα.