Ενα αφιέρωμα στην Ιωάννα Τσάτσου που διοργανώνει το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης φέρνει ξανά κοντά μας μια σημαντική γυναικεία μορφή του 20ού αιώνα. Αύριο, Δευτέρα, 4 Φεβρουαρίου, στις 7 μ.μ., το Μουσείο διοργανώνει εκδήλωση στην οποία θα μιλήσουν για την προσωπικότητα και το έργο της Ιωάννας Τσάτσου οι κκ. Κ. Δεσποτόπουλος, Κ. Τσιρόπουλος, Δ. Μαγκλιβέρας και η κυρία Ελένη Αρβελέρ, ενώ η κυρία Ελένη Χατζηαργύρη θα διαβάσει ποιήματα και κείμενά της. Παράλληλα ως τις 11 Φεβρουαρίου θα λειτουργεί έκθεση με φωτογραφίες και έργα ζωγραφικής στα οποία απεικονίζεται η Ιωάννα Τσάτσου ή μέλη της οικογενείας της, καθώς και έργα που απετέλεσαν προμετωπίδες των βιβλίων της.


«Αγρύπνησε η καρδιά του και άρχισε το τραγούδι. Τώρα πάλι μιλούσαμε με στίχους» γράφει η Ιωάννα Τσάτσου κάτω από λίγους στίχους που της είχε στείλει ο Σεφέρης σε ένα γράμμα του από το Παρίσι και δημοσίευσε σε κάποια σελίδα της βιογραφίας του «Ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης». Πολύ σύντομα αφήνει εδώ να διαφανεί όχι μόνο ο στενός δεσμός της με τον ποιητή αλλά και η έμφυτη οίησή της για την ποίηση και για την τέχνη του λόγου γενικότερα, πράγμα που επιβεβαιώνεται και σε άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου: «Θυμάμαι καλά το πάθος μου για την ποίηση. Την πίστη μου στον Γιώργο. Μου ήταν αδιανόητα τα γεγονότα που θα τον εμπόδιζαν να γράψει. Ολόκληρη ήμουν μια σκέψη, μια θέληση να τον βοηθήσω». Το βιβλίο πήρε το Κρατικό Βραβείο Βιογραφίας το 1974. Στις διάφορες ποιητικές συλλογές της καθώς και στο ευρύτερο συγγραφικό έργο της που άρχισαν να εκδίδονται από το 1968 και μετά φαίνεται η προσωπικότητα αυτής της γυναίκας που είχε έμφυτη την καλλιέργεια του λόγου, χωρίς ωστόσο να περιορίζεται μόνο σε αυτό.


Η συγγραφή και η ποίηση ανήκουν σε μία μόνο όψη της πολύπλευρης προσωπικότητας της Ιωάννας Τσάτσου, η οποία υπήρξε από τις πρώτες Ελληνίδες που σπούδασαν Νομικά, χωρίς ωστόσο να εξασκήσει ποτέ το επάγγελμα. Μάλιστα και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στο κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας του που αφιερώνει στη γυναίκα του σημειώνει: «Είναι κρίμα που δαπάνησε τόσο χρόνο για κάτι που της ήταν τελείως ξένο. Ενώ αν σπούδαζε φιλολογία ή ιστορία ή αρχαιολογία, θα είχε διακριθεί. Διότι διαθέτει και κριτική σκέψη και στοχαστική δύναμη. Αλλά τους συμβατικούς νομικούς τύπους δεν τους αφομοίωσε ποτέ». Ωστόσο η Ιωάννα Τσάτσου όχι μόνο σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά ήταν και η πρώτη γυναίκα που υπέβαλε διδακτορική διατριβή. Θέμα της, «Η επίδραση της εθνικότητος επί του κύρους του γάμου». Παρά την πρωτιά της, όμως, η Ιωάννα Τσάτσου δεν πέρασε στην ιστορία του τόπου μας ως νομικός. Υπήρξε κάτι άλλο.


Η Ιωάννα Τσάτσου είχε μια έντονη προσωπικότητα, με εξίσου έντονη πνευματική, κοινωνική και πολιτική δράση όταν χρειαζόταν αλλά και διακριτικότητα όταν… επίσης χρειαζόταν. Ηταν κόρη του καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου και συνεργάτη και νομικού συμβούλου του Ελευθερίου Βενιζέλου Στέλιου Σεφεριάδη, αδελφή του Γιώργου Σεφέρη και σύζυγος του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου. Πάνω απ’ όλα όμως υπήρξε η ίδια μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, σίγουρα με τα ελαττώματα και με τα προτερήματά της, οπωσδήποτε όμως μια εξέχουσα φυσιογνωμία της εποχής της. Ανήκε σε αυτή τη γενιά των Ελλήνων που είχαν βαθιά ριζωμένη μέσα τους την αίσθηση του χρέους: του χρέους για τον τόπο τους και τους συνανθρώπους τους, για μια ιδέα, είτε αυτή ήταν η πατρίδα είτε η φυλή είτε η θρησκεία είτε η επιστήμη τους ή η ποίηση.


Γεννήθηκε στη Σμύρνη τον δεύτερο ή τρίτο, ίσως και τέταρτο χρόνο του περασμένου αιώνα αλλά εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα από το 1914. Οπως και στον Γιώργο Σεφέρη, η Ιωνία έμεινε βαθιά χαραγμένη μέσα της. Από νέα έζησε σε έναν κύκλο λογίων που συγκεντρώνονταν αρχικά στο πατρικό της στην Κηφισιά και στη συνέχεια στην οδό Κυδαθηναίων, όπου έζησε με τον σύζυγό της και τα παιδιά της. Ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Μυριβήλης και ο Θεοτοκάς σύχναζαν στο σπίτι της. Εκείνη έτρεφε άκρατο θαυμασμό για τον αδελφό της Γιώργο Σεφέρη, μεγάλη τρυφερότητα για τον βενιαμίν της οικογενείας, τον Αγγελο Σεφεριάδη, και παρά τα προσωπικά της ενδιαφέροντα εργάστηκε πάντα διακριτικά στηρίζοντας την πολιτική διαδρομή του συζύγου της Κωνσταντίνου Τσάτσου. Οταν χρειαζόταν ήξερε να μένει στη σκιά αλλά όταν πάλι χρειάστηκε ήξερε να κρατήσει άψογα τα καθήκοντα της πρώτης κυρίας της χώρας στο διεθνές προσκήνιο.


Οι μνήμες της Ιωνίας και το βιβλίο των εκτελεσθέντων


Η Ιωάννα Τσάτσου έζησε ολόκληρο τον 20ό αιώνα από την αρχή ως το τέλος και γεύθηκε όλες τις χαρές και τις λύπες του. Τα πρώτα χρόνια στη Σμύρνη φαίνεται ότι χάραξαν ανεξίτηλα ίχνη στις προσωπικότητες των παιδιών Σεφεριάδη. Από την εγκατάστασή τους στην Αθήνα η μεγαλύτερη απώλεια φαίνεται ότι ήταν η καθημερινή επαφή με τη θάλασσα. Η εγκατάσταση της οικογενείας στο Παρίσι αργότερα άνοιξε τους ορίζοντες της γαλλικής παιδείας, που υπήρξε πολύ σημαντικό στοιχείο στην πνευματική ανάπτυξη της Ιωάννας Τσάτσου. Στη Μικρασιατική Καταστροφή βρέθηκε με τη μητέρα της στην Αθήνα και γνώρισε από πρώτο χέρι τα προβλήματα των προσφύγων. Ετσι, όταν ήρθε η Κατοχή, μητέρα δύο παιδιών η ίδια, ήταν έτοιμη να αναλάβει δράση. Εντάχθηκε στην οργάνωση για την απόκρυψη και τη φυγάδευση των Αγγλων και στο αντιστασιακό κίνημα του συνταγματάρχη Ψαρρού. Κυρίως όμως εργάστηκε στην ΕΟΧΑ, κοντά στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό. Υπό την καθοδήγηση του Δαμασκηνού η οργάνωση παρείχε βοήθεια στις οικογένειες των εκτελεσθέντων από τις δυνάμεις κατοχής.


Στο βιβλίο της Εκτελεσθέντες επί Κατοχής δημοσίευσε όσα ονόματα εκτελεσθέντων είχε κατορθώσει να διασώσει, τις εκθέσεις των ιερέων που παρευρέθηκαν στις εκτελέσεις και όλες τις βιογραφικές πληροφορίες που συγκέντρωσε στα χρόνια της αντιστασιακής δουλειάς της. Αυτό το βιβλίο στάθηκε ανεκτίμητο τεκμήριο για τη συνταξιοδότηση των οικογενειών των εκτελεσθέντων καθώς αργότερα χάθηκε ένα μεγάλο μέρος των αρχείων της Αρχιεπισκοπής που με την απελευθέρωση παραδόθηκαν στο υπουργείο Προνοίας.


«Για τα παιδιά της καιρό δεν είχε τότε» θυμάται χωρίς πικρία η πρωτότοκος κόρη της κυρία Δέσποινα Μυλωνά, η οποία παραδέχεται ότι πίσω από τη ζεστασιά και τη γοητεία της μάνας, όπως την αποκαλούσαν, κρυβόταν μια σιδερένια θέληση για κάθε έργο στο οποίο έταζε τον εαυτό της. Οπως έγραψε και ο Γιώργος Θεοτοκάς, «είχε το θερμό θείο δώρο να μπορεί να ενθουσιάζεται και να πραγματοποιεί τους ενθουσιασμούς της».