Είναι απλός και ταυτόχρονα υπερκινητικός. Μιλά γρήγορα και έντονα αποκαλύπτοντας έναν ιδιαίτερο δυναμισμό. Ο ίδιος πιστεύει ότι λόγω της καταγωγής του ­ προέρχεται από οικογένεια λογίων τα μέλη της οποίας ήταν, σχεδόν όλοι, συγγραφείς ­ δεν θα ήταν δυνατόν να αποφύγει το «μικρόβιο» της συγγραφής αν και έκανε αρκετές προσπάθειες για το αντίθετο. Σε μία εξ αυτών αποπειράθηκε να γίνει μουσικός. Δεν τα κατάφερε όμως αφού, όπως εξομολογείται ο Ρομπέρτο Ατάιντε, η γνωριμία του με πολλούς διάσημους συγγραφείς και η ανάγκη του να εκφράσει αυτό που ένιωθε έντονα τον επηρέασαν καθοριστικά. Τόσο ώστε σε ηλικία μόλις 21 ετών έγραψε το ιδιαίτερα επιτυχημένο έργο «Δεσποινίς Μαργαρίτα». Μια επιτυχία που την αποδίδει στην έντονα πολιτική διάσταση του έργου, σε μια περίοδο όπου στη Βραζιλία υπήρχε δικτατορία. Μια επιτυχία για την οποία ο πατέρας του ένιωσε «όπως ένιωσε ο Φίλιππος για τα κατορθώματα του Αλεξάνδρου»… και η οποία τον στιγμάτισε τόσο ώστε να συνειδητοποιεί ότι συχνά ο κόσμος «δεν θέλει να δει τίποτε άλλο δικό μου». Ωστόσο αυτό δεν τον ενοχλεί αφού τη συγκεκριμένη αναγνώριση τη χρειαζόταν. Οσο για τα υπόλοιπα έργα του, υπομένει και αναμένει την επιτυχία… «μετά θάνατον»! Απολαύστε τον.


– Αλήθεια, πώς αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;


«Προέρχομαι από οικογένεια λογίων, όπου όλοι σχεδόν γράφουν. Ο πατέρας μου, εκτός από διάσημος συγγραφέας, υπήρξε πρόεδρος της Ακαδημίας Γραμμάτων της Βραζιλίας επί 34 συναπτά έτη. Επίσης σπουδαίος δημοσιογράφος και ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στον τομέα υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αλλά και οι υπόλοιποι συγγενείς μου έχουν σχέση με το γράψιμο. Θα μπορούσα να πω ότι είμαστε μια «συγγραφική» οικογένεια. Σε εμάς η συγγραφή είναι κάτι σαν… μεταδοτική ασθένεια». (γέλια)


– Επομένως το περιβάλλον καθορίζει αυτό που τελικώς θα κάνουμε στη ζωή μας…


«Εμένα τουλάχιστον με επηρέασε. Να σκεφτείτε ότι οι διασημότεροι συγγραφείς της χώρας μου έπρεπε οπωσδήποτε να περάσουν κάποια στιγμή από το σπίτι μας στην προσπάθειά τους να ενταχθούν στην Ακαδημία. Ως παιδί λοιπόν είχα γνωρίσει όλους τους διάσημους συγγραφείς, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν συγχρόνως και φίλοι του πατέρα μου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ωριμάσω σχετικά γρήγορα και σε ηλικία 21 ετών να γράψω το έργο που καθόρισε όλη τη μετέπειτα πορεία μου ως συγγραφέα, το «Δεσποινίς Μαργαρίτα»».


– Τελικά ένας άνθρωπος γεννιέται συγγραφέας ή γίνεται;


«Πιστεύω ότι γίνεται. Γενικά δεν πιστεύω αυτό που λένε ότι ο καλλιτέχνης γεννιέται. Πρέπει να δουλέψεις για να γίνεις. Πιστεύω επίσης ότι οι επιρροές που δέχεται ένας άνθρωπος όσο είναι ακόμη πολύ μικρός είναι τόσο σημαντικές που δημιουργούν την εντύπωση ότι γεννήθηκε με αυτές».


– Επομένως οι επιρροές είναι αυτές που καθορίζουν το τι θα κάνουμε τελικά στη ζωή μας;


«Ετσι νομίζω. Για να είμαι ειλικρινής, προσπάθησα να αντισταθώ σε αυτές τις επιρροές που είχα για να γίνω κι εγώ συγγραφέας, προσπαθώντας να γίνω μουσικός. Επαιζα για κάποια χρόνια πιάνο και συνέθετα κλασική μουσική. Δυστυχώς όμως το ταλέντο μου στη μουσική ήταν φτωχό. Ετσι αναγκάστηκα να «παραδοθώ» και κατέληξα συγγραφέας». (γέλια)


– Αρα δέχεστε την ύπαρξη του ταλέντου ως προϋπόθεση…


«Και βέβαια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι λέγοντας ταλέντο εκεί αρχίζουν και τελειώνουν όλα. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε αρχίζουμε να συλλέγουμε επιρροές οι οποίες μας οδηγούν».


– Με ποιο τρόπο καταλάβατε ότι είχατε περισσότερο ταλέντο στη συγγραφή από ό,τι στη μουσική;


«Είχα ξεκινήσει να παίζω πιάνο και να συνθέτω και στη συνέχεια με δέχτηκαν στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Εκεί ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι οι συμφοιτητές μου είχαν πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια από μένα στην τεχνική. Επαθα σοκ από το πόσο υψηλό ήταν το επίπεδο των υπολοίπων σε σχέση με το δικό μου, γεγονός που με έκανε να αρχίσω να νιώθω μειονεκτικά. Ούτε η τεχνική μου ήταν τόσο καλή ούτε η ικανότητά μου στο να συλλαμβάνω ακουστικά τις νότες. Και έτσι άρχισα να γράφω. Ηξερα ότι σε αυτόν τον τομέα θα τα κατάφερνα πολύ καλύτερα».


– Γιατί στην αρχή γυρίσατε την πλάτη σας στην ευκολία;


«Μάλλον το γεγονός ότι ο πατέρας μου ήταν τόσο διάσημος ένιωθα να με πνίγει. Με το που έγινε επιτυχία η «Δεσποινίς Μαργαρίτα» στο Ρίο, τα μάζεψα και έφυγα για το Παρίσι. Ηθελα απεγνωσμένα να πετύχω μακριά από τον πατέρα μου, για να μπορέσω κάποια στιγμή να νιώσω αυθύπαρκτος, για να αρχίσω να υπάρχω από μόνος μου χωρίς το βάρος της δικής του φήμης να με καταδυναστεύει. Στη Βραζιλία ήμουν απλώς «ο γιος του κυρίου Ατάιντε»».


– Και πώς καταλήξατε να γράψετε για το θέατρο;


«Δεν ξεκίνησα γράφοντας θέατρο. Κατ’ αρχάς θα σας πω ότι ξεκίνησα να γράφω σε ηλικία 18 ετών, δηλαδή τρία χρόνια πριν από το «Δεσποινίς Μαργαρίτα», ως επί το πλείστον διηγήματα και ένα μυθιστόρημα. Η «Δεσποινίς Μαργαρίτα» ήταν το πρώτο μου θεατρικό και ήρθε τρία χρόνια μετά. Εχω, ξέρετε, μια εξαδέλφη η οποία είναι μία από τις πιο διάσημες κριτικούς θεάτρου της Βραζιλίας, φοβερή και τρομερή. Οι κριτικές της είναι κυριολεκτικά αμείλικτες. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλος κριτικός στη χώρα μου που να τον φοβάται τόσο πολύ ο κόσμος του θεάτρου. Παρ’ ότι είμαστε εξαδέλφια είναι πολύ μεγαλύτερή μου ­ εγώ είμαι 51, αυτή πρέπει τώρα να είναι γύρω στα 78. Είναι η μόνη από το ευρύτερο περιβάλλον της οικογένειάς μας που ασχολήθηκε με το θέατρο και μάλλον ο άνθρωπος που με επηρέασε περισσότερο από όλους τους άλλους».


– Σε τι διαφέρει το να γράφει κάποιος θέατρο;


«Θα σας πω. Στο σπίτι μας όλες οι συζητήσεις που γίνονταν με αντικείμενο τη λογοτεχνία ήταν πάντα πολύ ήρεμες, χωρίς καμία ένταση. Ο πατέρας μου τα αντιμετώπιζε όλα πάρα πολύ ορθολογικά, ποτέ δεν είχε εκδηλώσει μίσος για κάτι. Αντιθέτως, κάθε φορά που πήγαινα στο σπίτι του θείου μου έβλεπα την εξαδέλφη μου εκτός εαυτού, να φωνάζει και να ωρύεται. Γενικά είναι άνθρωπος που παθιάζεται. Εβλεπε ένα έργο και μετά το σχολίαζε λέγοντας συνήθως τρομερά πράγματα. Ετσι από μικρό παιδί πίστεψα ότι, ενώ το γράψιμο γενικά έχει ενδιαφέρον, το θέατρο χαρακτηρίζεται από πάθος, εντάσεις και δραματικότητα. Αυτό μου προκαλούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και όλα αυτά γιατί στο σπίτι μας ποτέ δεν έφτανε κάποιος στο σημείο να ουρλιάζει».


– Δεν είναι λίγο παράξενο για ένα θεατρικό συγγραφέα να περιμένει από τον ηθοποιό να ζωντανέψει αυτό που έγραψε;


«Είναι όμως και το πιο συνηθισμένο. Ετσι είναι το θέατρο. Και μάλιστα τις περισσότερες φορές αυτό που είχες ονειρευτεί διαφέρει από αυτό που βλέπεις να ζωντανεύει επάνω στη σκηνή. Συνήθως η συμβολή του ηθοποιού στο να ζωντανέψει ένα έργο φαντάζει γοητευτική στα μάτια του συγγραφέα. Υπάρχουν όμως και φορές που ο ηθοποιός το παρακάνει, καταλήγοντας να κάνει κάτι άλλο από αυτό που ήθελε ο συγγραφέας. Μπορεί δηλαδή αυτή η παρεμβολή να λειτουργήσει λιγάκι σαν παγίδα».


– Σας έχει τύχει ποτέ να νιώσετε ότι βλέπετε ένα άλλο έργο από αυτό που έχετε γράψει;


«Α, ναι. Ειδικά το «Δεσποινίς Μαργαρίτα» είναι πολύ ευέλικτο έργο ­ και απόδειξη η παράσταση που παίζεται εδώ με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Μαρίνο. Παρά το γεγονός ότι ο τίτλος του είναι γένους θηλυκού, μπορεί κάλλιστα να παιχτεί και από έναν άντρα. Ο κάθε σκηνοθέτης και ο κάθε ηθοποιός μπορούν να χειριστούν αυτό το έργο ο καθένας με τον δικό του τρόπο και παρ’ όλες τις διαφορές το έργο να λειτουργεί. Αλλο ένα παράδειγμα είναι η παράσταση που παίζεται αυτή τη στιγμή στο Παρίσι από την Ανί Ζιραρντό, την ίδια ηθοποιό που το είχε παίξει και πριν από 27 χρόνια. Αυτή τη φορά παίζει χωρίς καμία απολύτως σκηνοθεσία, μόνη της… αυτή και το κείμενο. Τίποτε άλλο, καμία απολύτως σκηνοθετική παρέμβαση. Και πάει μια χαρά. Στο κοινό αρέσει πολύ και η ίδια η ηθοποιός και το έργο».


– Πού οφείλεται η παγκόσμια επιτυχία του έργου «Δεσποινίς Μαργαρίτα»;


«Κατ’ αρχάς είναι ένα έργο το οποίο, επειδή είναι μονόλογος, δεν απαιτεί πολλά χρήματα για να ανεβεί. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που έγινε επιτυχία. Στη Βραζιλία την εποχή που το έγραψα υπήρχε δικτατορία. Ο κόσμος δεν μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα και έτσι το έργο απέκτησε μια έντονα πολιτική διάσταση. Η δεσποινίς Μαργαρίτα από ένα σημείο και μετά αρχίζει να φέρεται τυραννικά προς τους μαθητές της, γεγονός που εκείνη την εποχή στη συνείδηση του κόσμου την ταύτισε με το καθεστώς των δικτατόρων. Ασκήθηκε λογοκρισία ­ το έργο σταμάτησε για ένα διάστημα να παίζεται, μετά ανέβηκε ξανά και έτσι έγινε πολύ γρήγορα γνωστό».


– Εχετε δει την παράσταση με την Ελλη Λαμπέτη;


«Ναι, είχα έρθει και τότε στην πρεμιέρα ως προσκεκλημένος του Μιχάλη Κακογιάννη, ο οποίος είχε κάνει τη σκηνοθεσία».


– Πώς σας είχε φανεί;


«Υπέροχη παράσταση, παιγμένη από μια καταπληκτική ηθοποιό και σκηνοθετημένη από ένα μεγάλο σκηνοθέτη».


– Τι είναι για εσάς καλός ηθοποιός;


«Προσωπικά είχα την τύχη το έργο μου να παιχτεί από πάρα πολύ καλές ηθοποιούς, όπως για παράδειγμα στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Εστέλ Πάρσονς, η οποία έχει βραβευθεί και με Οσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου για τη συμμετοχή της στην ταινία «Μπόνι και Κλάιντ». Η παράσταση είχε ανεβεί στο Μπρόντγουεϊ και την είχα σκηνοθετήσει εγώ».


– Τι είναι αυτό που σας κάνει να πείτε: «Αυτή είναι μεγάλη ηθοποιός»;


«Ο μεγάλος ηθοποιός ποτέ δεν ξέρεις αν βασίζεται στην τεχνική του ή αν αυτό που βγάζει επάνω στη σκηνή είναι αυτό που κρύβει μέσα του ως άνθρωπος. Ακροβατεί ανάμεσα στην τεχνική και στην προσωπικότητά του, την οποία εξωτερικεύει μέσω του ρόλου που υποδύεται. Ο μέτριος ηθοποιός σχεδόν πάντα βασίζεται στην προσωπικότητά του και μόνο. Οι περισσότεροι ηθοποιοί που δεν έχουν να πουν τίποτε το ιδιαίτερο συνήθως λειτουργούν ναρκισσιστικά και το ζητούμενό τους είναι κυρίως το να κάνουν επίδειξη. Υπάρχουν βέβαια και αυτοί οι οποίοι δίνουν υπερβολική βαρύτητα στην τεχνική, βασίζονται δηλαδή μόνο στο know how, σε ό,τι έχουν μάθει να κάνουν. Ο μεγάλος ηθοποιός κινείται κάπου στη μέση, ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος αν αυτό που βγάζει επάνω στη σκηνή είναι ηθοποιία ή η εξωτερίκευση του εαυτού του. Και αυτό ακριβώς είναι το μεγαλείο του, το ότι ως θεατής δεν ξέρεις αν αυτό που βλέπεις είναι το αποτέλεσμα της επίτευξης ενός στόχου ή αν απλώς αφήνεται και όπου τον βγάλει».


– Πώς γίνεται στο ίδιο κείμενο να έχουμε κάθε φορά μια άλλη ερμηνεία;


«Αυτό οφείλεται στους ηθοποιούς και στους σκηνοθέτες. Υπάρχουν σκηνοθέτες και ηθοποιοί οι οποίοι πράγματι σέβονται το κείμενο στην προσπάθειά τους να αποδώσουν τα νοήματα που θέλει να εκφράσει ο συγγραφέας, κάποιοι άλλοι όμως το χρησιμοποιούν απλώς ως πάτημα για να μπορέσουν να εκφράσουν το εγώ τους, με αποτέλεσμα αυτό που βγαίνει να είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ήθελε να πει ο συγγραφέας».


– Ποια είναι η ανάγκη που κάνει κάποιον να θέλει να γράψει;


«Αν οι προσλαμβάνουσες και οι επιρροές που δέχεται κάποιος ­ ειδικά τα πρώτα χρόνια της ζωής του ­ προέρχονται από τον χώρο της λογοτεχνίας, τότε το πιο πιθανό είναι να αναζητήσει διαδρόμους έκφρασης μέσα από το γράψιμο. Αν εγώ προερχόμουν από μουσική οικογένεια, πιστεύω ότι θα είχα περισσότερο ταλέντο στη μουσική και τελικά θα εκφραζόμουν περισσότερο μέσα από αυτήν παρά μέσα από το γράψιμο. Τα πάντα λοιπόν ξεκινούν από αυτή την ανάγκη που νιώθει ο καθένας να εκφραστεί και από ‘κεί και πέρα χρησιμοποιεί τα μέσα τα οποία του δίνονται για να το πετύχει».


– Η επιτυχία του «Δεσποινίς Μαργαρίτα» από ένα σημείο και μετά έγινε εμπόδιο για σας;


«Για να είμαι ειλικρινής, όσο υπέροχη και αν είναι η αίσθηση της επιτυχίας που σημείωσε το έργο, δεν παύει να έχει αναχαιτίσει την πορεία που θα μπορούσαν να έχουν τα υπόλοιπα έργα μου. Εχω γράψει 23 ακόμη θεατρικά, αλλά το «Δεσποινίς Μαργαρίτα» είχε τόσο μεγάλη επιτυχία που έκανε τον κόσμο να με ταυτίσει με αυτό και να μη θέλει να δει τίποτε άλλο δικό μου. Είναι για μένα πολύ δύσκολο να δω κάποιο από τα υπόλοιπα έργα μου να παίζεται στο θέατρο. Οτιδήποτε άλλο ο κόσμος δείχνει να μην μπορεί να το καταλάβει διότι συγκρίνοντάς το με το «Δεσποινίς Μαργαρίτα» το βρίσκει εντελώς διαφορετικό…».


– Επομένως υπάρχει περίπτωση η επιτυχία να γίνει και φυλακή;


«Νομίζω ναι. Εγώ μερικές φορές τη βλέπω σαν κατάρα. Τριάντα ένα ολόκληρα χρόνια… Το έργο αυτό το έγραψα τον Οκτώβριο του 1971. Ωρες ώρες σκέφτομαι ότι είναι απίστευτο το πόσο έντονα σημάδεψε τη ζωή μου. Τριάντα χρόνια μετά βρίσκομαι και πάλι εδώ στην Αθήνα εξαιτίας του. Για τον ίδιο λόγο πριν από λίγο καιρό ήμουν στο Παρίσι. Μερικές φορές επαναστατώ, λέω: Φτάνει πια… όχι άλλη «Δεσποινίς Μαργαρίτα»». (γέλια)


– Ποιο είναι το μεγαλύτερο κόστος της επιτυχίας;


«Νομίζω ότι το μεγαλύτερο κόστος της επιτυχίας πληρώνεται στις ανθρώπινες σχέσεις. Είναι πολύ δύσκολο για έναν άνθρωπο ύστερα από μια μεγάλη επιτυχία να δημιουργήσει σχέσεις αγάπης, διότι μπαίνει στη μέση το εγώ, το οποίο ξαφνικά μεγαλώνει, γίνεται κυρίαρχο. Αν δεν υπάρχουν άλλα πράγματα, τα οποία θα σε βοηθήσουν να κρατήσεις μια ισορροπία, το κόστος σε αυτόν τον τομέα είναι πολύ μεγάλο. Σίγουρα όμως η επιτυχία κρύβει και πολλά θετικά. Προσωπικά χρειαζόμουν την επιτυχία. Διότι ως τότε το μόνο που ένιωθα ήταν το τεράστιο εγώ του πατέρα μου να συντρίβει το δικό μου. Αν αυτό δεν μου είχε συμβεί, μπορεί και να είχα τρελαθεί, σήμερα να μην υπήρχα».


– Ο πατέρας σας με ποιον τρόπο αντέδρασε σε αυτή την επιτυχία;


«Είχε γράψει τρία άρθρα για το έργο. Ενιωθε πολύ περήφανος. Συγκεκριμένα, όταν τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος «πώς νιώθετε για την επιτυχία του γιου σας», απάντησε: «Οπως ένιωθε ο Φίλιππος για τα κατορθώματα του Αλέξανδρου». (γέλια). Αλήθεια, έτσι είχε απαντήσει».


– Αν δεν υπήρχε η «Δεσποινίς Μαργαρίτα» ποιο από τα υπόλοιπα έργα σας θα είχε τη δυνατότητα να διεκδικήσει μια ανάλογη θέση;


«Σε αυτό είναι δύσκολο να σας απαντήσω. Υπάρχουν κάποια έργα μου τα οποία θεωρώ πολύ σημαντικά, περισσότερο όμως για τη Βραζιλία επειδή έχουν ιστορικό χαρακτήρα. Κατά τα άλλα τους λείπει αυτό το στοιχείο της παγκοσμιότητας, το οποίο απαιτείται να υπάρχει για να μπορέσει ένα έργο να «ταξιδέψει» σε όλον τον κόσμο. Πάντως τέσσερα-πέντε έργα από τα 23 θεατρικά που έχω γράψει πιστεύω ότι είναι εξίσου καλά με το «Δεσποινίς Μαργαρίτα» και με την ίδια παγκοσμιότητα».


– Είναι ένας τρόπος μέσω της τέχνης να κερδίσει κάποιος την αιωνιότητα;


«Το σίγουρο είναι ότι η επιθυμία του ανθρώπου να νικήσει τον χρόνο είναι πάρα πολύ έντονη. Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι κατά βάθος αυτό θέλουν. Κάποιοι καλλιτέχνες το καταφέρνουν. Αλλά δεν είναι μόνο η τέχνη διαβατήριο στην αιωνιότητα. Και η επιστήμη και η πολιτική και τόσα άλλα μπορούν να σου ανοίξουν την πόρτα της αιωνιότητας».


– Εσάς σας απασχολεί αν το έργο σας θα παραμείνει ζωντανό και μετά τον βιολογικό σας θάνατο;


«Σαφώς με απασχολεί και κυρίως επειδή, όπως σας είπα και πριν, υπάρχουν και άλλα έργα μου στα οποία δεν δόθηκε μέχρι στιγμής η δυνατότητα να ακουστούν. Πιστεύω ότι γι’ αυτό ως ένα βαθμό ευθύνεται η ζήλια που τρέφουν κάποιοι για μένα στη Βραζιλία εξαιτίας του γεγονότος ότι προτού καν γεννηθώ το όνομά μου ήταν ήδη διάσημο. Και όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι άνθρωποι θα με κρίνουν πιο αντικειμενικά όταν πια θα έχω πεθάνει. Πιστεύω ότι μόνο τότε θα αναγνωριστεί η αξία και των υπόλοιπων έργων μου».


– Τι είναι αυτό που κάνει ένα έργο να αντέχει στον χρόνο;


«Αυτό που κατά τη γνώμη μου μπορεί να σκοτώσει τον χρόνο είναι το να απασχολείται ένα έργο με τα βασικά συναισθήματα του ανθρώπου, αυτά που όσα χρόνια και αν περάσουν μένουν πάντα αναλλοίωτα ­ δηλαδή με την αγάπη, το μίσος, τη ζήλια… Αν αντίθετα ένας συγγραφέας ασχοληθεί με πράγματα φθαρτά και εφήμερα, όπως είναι η πολιτική ή η οικονομική κατάσταση μιας εποχής, είναι σίγουρο ότι μόλις οι συνθήκες αλλάξουν το έργο του θα είναι παρωχημένο. Πολύ γρήγορα δηλαδή θα το έχει νικήσει η λήθη. Διότι καθετί περιστασιακό εκ των πραγμάτων υπόκειται στους νόμους της αλλαγής και εκτός αυτού δεν περιέχει και κανένα ιδιαίτερο νόημα«.


– Τι είναι αυτό που σας γοητεύει περισσότερο όταν γράφετε για την εξουσία; Ο θύτης ή το θύμα;


«Εμένα η εξουσία με ενδιαφέρει περισσότερο ως βασικό γνώρισμα της ψυχολογίας κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι ακόμη και να θέλουν, εφόσον το έχουν μέσα τους, δεν μπορούν να απαλλαγούν από αυτό. Μιλάω δηλαδή για το ένστικτο που ωθεί τους ανθρώπους στο να θέλουν να ελέγχουν τον διπλανό τους, φαινόμενο που το συναντάει κανείς κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και στο πλαίσιο μιας δημοκρατίας. Οσο αρχέγονη είναι η αγάπη, η ζήλια ή το μίσος, άλλο τόσο είναι και η τάση να χειραγωγούμε τους άλλους».


– Ο άνθρωπος που κατατρύχεται από φοβίες είναι πιο εύκολο να γίνει εξουσιαστής;


«Εγώ νομίζω ότι συμβαίνει το αντίθετο. Οταν ένας άνθρωπος έχει φοβίες είναι πιο δύσκολο να αποκτήσει εξουσία. Αυτοί που την αποκτούν ευκολότερα είναι συνήθως οι ατρόμητοι, αυτοί που δεν φοβούνται. Ο φόβος είναι κάτι τόσο διαδεδομένο και τόσο δυσάρεστο που όταν κάποιος προσποιείται ότι δεν τον νιώθει ή πράγματι δεν τον νιώθει, τότε οι άλλοι γύρω του χειροκροτούν με ενθουσιασμό».


– Υπάρχει ένας άλλος άνθρωπος που να κάνει την ίδια δουλειά με εσάς και να τον θαυμάζετε;


«Ο Ιονέσκο. Εχω επηρεαστεί και από άλλους συγγραφείς, όπως για παράδειγμα από τον Ναμπόκοφ. Εκτός από συγγραφείς νιώθω θαυμασμό και για τραγουδιστές της όπερας, για πιανίστες, αλλά με όλους αυτούς είναι δύσκολο να έχω επαφή. Ακόμη και αν πάω σε ένα κοντσέρτο και επισκεφθώ μετά τους καλλιτέχνες στα καμαρίνια, το πολύ πολύ να τους συγχαρώ. Οσο και να το ήθελα, δεν μπορεί κάτω από αυτές τις συνθήκες να δημιουργηθεί ανάμεσά μας φιλία, είναι φυσικό».


– Τον Ιονέσκο τον είχατε γνωρίσει και από κοντά;


«Τον Ιονέσκο ναι, τον είχα γνωρίσει στη Βραζιλία τρία-τέσσερα χρόνια προτού πεθάνει. Είχε έρθει ως προσκεκλημένος της Ακαδημίας και όπως ήταν φυσικό τον υποδέχθηκε ο πατέρας μου. Υπήρχε όμως αρκετός κόσμος και έτσι δεν είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του. Ανταλλάξαμε απλώς μια χειραψία».


– Τι θα συζητούσατε μαζί του αν είχατε χρόνο;


«Γνωρίζω μια κυρία στο Παρίσι, η οποία ήταν πολύ φίλη του και μου είχε πει ότι ήταν πολύ ευχάριστος άνθρωπος. Δεν ξέρω τι θα συζητούσα μαζί του… Μάλλον θα τον ρωτούσα όλα αυτά που με ρωτάτε και εσείς τώρα». (γέλια)


– Η ουσία των πραγμάτων κρύβεται στην επιφάνεια ή στο βάθος;


«Οταν ένας άνθρωπος ψάχνει να βρει την ουσία, νομίζω ότι πρέπει να έχει κατά νου όχι μόνο το βάθος, αλλά και την επιφάνεια. Και αυτό επειδή ενώ στο βάθος υπάρχουν πράγματα τα οποία είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους, η επιφάνεια έχει σχέση με τις ιδιαιτερότητες του καθενός μας. Για να μπορέσεις να ορίσεις την ουσία ενός πράγματος νομίζω ότι πρέπει πριν να έχεις εξασφαλίσει μια σφαιρική θέαση. Δεν μπορείς να περάσεις κατ’ ευθείαν στην ψυχανάλυση, δεν γίνεται να αγνοήσεις την επιφάνεια. Καλό είναι να τα ψάχνει κανείς και τα δύο».


– Πιστεύετε ότι έξω από τα όρια κατοικεί η αληθινή ελευθερία;


«Η αίσθηση της ελευθερίας που νιώθει κάποιος τη στιγμή που δημιουργεί ναι. Είναι σαν να έχεις πάρει ναρκωτικά και να έχεις «φτιαχτεί». Εκεί δεν υπάρχουν όρια, αισθάνεσαι ότι η ελευθερία σου δεν σταματάει πουθενά. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι σαν το γλυκό κρασί, κάνει τον άνθρωπο να νιώθει σαν να έχει μεθύσει. Βέβαια όταν πίνεις καφέ είναι διαφορετικά. Με τον καφέ δεν χάνεται η επαφή με την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα πάντα μας βάζει όρια. Δυστυχώς…». (γέλια)


– Πιστεύετε ότι υπάρχουν δύο κόσμοι; Από τη μία η πραγματικότητα και από την άλλη ο κόσμος της φαντασίας;


«Οχι, ένας είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε, μόνο που είναι φοβερά περίπλοκος».


– Θα αποφασίζατε να επισκεφθείτε ένα νησί, όπου όλες οι επιθυμίες σας θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα, με τον κίνδυνο όμως να μην ξαναγυρίσετε ποτέ πίσω;


«Νομίζω ότι η περιέργειά μου θα ήταν τόσο έντονη που μάλλον θα πήγαινα, σκεφτόμενος ότι αν τελικά δεν μου αρέσει κάποιον τρόπο θα βρω να επιστρέψω όπως βρήκα τρόπο να πάω εκεί που δεν μπορεί να πάει κανείς». (γέλια)


– Πιστεύετε ότι είναι επικίνδυνο να ζει κανείς συνεχώς στο όνειρο;


«Οχι, απλώς πιστεύω ότι πρέπει να μπορεί κανείς να ονειρευτεί όποτε θέλει. Μόνο έτσι μπορεί ένας άνθρωπος να νιώθει ολοκληρωμένος ­ ειδικά ένας καλλιτέχνης. Από τη στιγμή που σε ενδιαφέρει η δημιουργία, δεν μπορείς να κινείσαι σε ένα μόνο επίπεδο. Στο επίπεδο της πραγματικότητας και της καθημερινότητας».


– Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που χάνει ένας άνθρωπος μεγαλώνοντας;


«Δυστυχώς όσο μεγαλώνουμε τόσο μικραίνει η περιέργειά μας για τα πράγματα: γεγονός που μάλλον οφείλεται στο ότι έχουμε ήδη συστηθεί με την απογοήτευση».


– Πώς μπορεί κάποιος να κρατήσει ζωντανή την περιέργειά του;


«Ζώντας μια δημιουργική ζωή. Πιστεύω ότι η μόνη αξία που επιβιώνει καθώς ο χρόνος περνάει είναι η ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργεί και να διακρίνει την ομορφιά. Οσο περισσότερο διαρκεί αυτή η ικανότητα τόσο ένας άνθρωπος συνεχίζει να νιώθει ευτυχισμένος ακόμη και όταν πια έχει γεράσει ή ακόμη και όταν αντιμετωπίζει προβλήματα».


– Αν ερχόταν ένα παιδί και σας ρωτούσε για ποιον λόγο αξίζει κανείς να ζει, τι θα του λέγατε;


«Θα του έλεγα ότι η δική μου ζωή άξιζε επειδή μπόρεσα να τη ζήσω δημιουργώντας ομορφιά και πράγματα που οι άλλοι τα θαύμασαν και θα το παρότρυνα να κάνει και εκείνο το ίδιο».


– Ανάμεσα στα χιλιάδες θέματα που σας απασχολούν πώς επιλέγετε αυτό που θα κάνετε θεατρικό ή μυθιστόρημα;


«Αυτό είναι πράγματι ένα μυστήριο. Δεν ξέρω. Καμιά φορά έρχονται στο μυαλό μας ιδέες, οι οποίες όμως δεν έχουν τη δύναμη να αντέξουν και χάνονται. Αυτές που είναι πιο έντονες ξεχωρίζουν, συνήθως γίνονται εμμονή και σε υποχρεώνουν να καθήσεις να γράψεις».


– Οταν γράφατε το «Δεσποινίς Μαργαρίτα», το νιώθατε ότι θα είχε αυτή την επιτυχία;


«Ενιωθα τέτοια ορμή μέσα μου όταν το έγραφα, που το περίμενα ότι θα γινόταν επιτυχία. Θα σας έλεγα ψέματα αν έλεγα ότι δεν μου είχε περάσει καθόλου από το μυαλό. Πιστεύω πως η επιτυχία οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν κάτι που ήθελα πάρα πολύ να κάνω, το ήθελα και πίστεψα πολύ σε αυτό».


– Σας ευχαριστώ!


«Και εγώ. Κάνετε συνεντεύξεις που θα μπορούσαν να γίνουν και θεατρικά… Το ξέρετε;».


Ο μονόλογος «Η μέθοδος της δεσποινίδος Μαργαρίτας» του Ρομπέρτο Ατάιντε παίζεται σε μετάφραση του Κώστα Ταχτσή και σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη στο θέατρο Κάππα (Κυψέλης 2, τηλ. 010 8831.068). Πρωταγωνιστεί ο Γιώργος Μαρίνος.