Φωτογραφίζοντας τους Ελληνες



Δεν ήμουν σε «εντεταλμένη υπηρεσία». Διακοπές πήγα, ξέρετε, γιορτές ήταν, χιόνια στα ανατολικά, καλοκαιρία στα δυτικά, είπα να πάω στα Ζαγοροχώρια. Πήγα στο Μονοδένδρι για τη χαράδρα του Βίκου, όχι για να δω έκθεση φωτογραφίας, αλλά είδα μια αφίσα καθώς κατηφόριζα προς την Αγία Παρασκευή και, μια και ήταν στον δρόμο μου, μπήκα στο Ριζάρειο Εκθεσιακό Κέντρο. Εμεινα άφωνος. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό αρχοντικό, άριστα αναπαλαιωμένο και λειτουργικό, το οποίο έχει μετατραπεί σε έναν ζεστό και φιλικό εκθεσιακό χώρο. (Η πόρτα, μας είπαν, είναι η ίδια, η παλιά πόρτα του σπιτιού. Και το κλειδί βαρύ, σιδερένιο, κάπου τριάντα εκατοστά στο μήκος, είναι τόσο παλιό που είναι σχεδόν αδύνατον να βγει αντίγραφο. «Κοιτάξτε να μην το χάσετε!..» αστειεύτηκα.) Και στους τοίχους, εικόνες της Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που δεν τη θυμόμαστε ή συχνά επιλέγουμε να την αποσιωπούμε τώρα που χτυπάμε την πόρτα της Ευρώπης. Ελλάδα αληθινή, εικόνες ξεχασμένες, ό,τι τραβάει η όρεξή σας: η αγορά των Καλαβρύτων στα 1903· πλύστρες στη λίμνη των Ιωαννίνων το 1913· η αγορά της Ανδρίτσαινας στα 1903· οι Κήποι Ζαγορίου στα 1913· η Εδεσσα στα 1908· η Σπιναλόγκα (το νησί των λεπρών) στην Κρήτη το 1918· καΐκια στην Πάργα το 1913· ο Ομαλός της Κρήτης το 1911. Εικόνες τρυφερές και σκληρές ταυτόχρονα, γεμάτες ανθρώπινη ιστορία…


Λίγοι αγάπησαν την Ελλάδα όσο ο Φρεντ Μπουασονά. Ο ίδιος έγραψε στα 1910: «Αυτός ο λαός, τόσο στις ακτές όσο και στο εσωτερικό της χώρας, ο ψαράς της Αίγινας, ο γεωργός της Αργολίδας, ο βοσκός του Χελμού ή του Παρνασσού, όλος αυτός ο λαός έχει τόσο σπινθηροβόλο πνεύμα, τόση καλοσύνη, τόσο πάθος για την ελευθερία, μια τέτοια λατρεία για το παρελθόν του, μια τέτοια προσήλωση στις αρχαίες συνήθειες…». Και ο Ντανιέλ Μπο-Μποβύ, πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης, ο οποίος συνταξίδεψε με τον Μπουασονά στην Ελλάδα, είπε σε μια διάλεξη το 1931: «Στην Ελλάδα, όπου άλλοι δεν πήγαιναν παρά γυρεύοντας ερείπια, εμείς ανακαλύπταμε μια φύση και έναν λαό. Και από τότε το σχέδιό μας ήταν όχι μόνο να ασχοληθούμε με τη λαμπρότητα των αρχαίων μνημείων αλλά να ξαναζωντανέψουμε τα τοπία που τα περιβάλλουν, τους ανθρώπους που είναι οι καθημερινοί μάρτυρές τους».


Ο Φρεντ Μπουασονά ήταν επιτυχημένος φωτογράφος προτού ανακαλύψει την Ελλάδα. Γεννημένος στη Γενεύη το 1858, κληρονόμησε το φωτογραφικό εργαστήριο του πατέρα του το 1888 και το διηύθυνε μαζί με τον αδελφό του Εντμόν-Βικτόρ. Οι δυο τους εφεύραν την ορθοχρωματική πλάκα, η οποία έδωσε ένα ασύγκριτα βελτιωμένο φωτογραφικό αποτέλεσμα. Εκείνα τα χρόνια ο Μπουασονά ασχολιόταν κυρίως με προσωπογραφίες, οι οποίες ήταν και πιο προσοδοφόρες. Ηδη στα 1900 το εργαστήριο πήγαινε πολύ καλά και το 1901 ο Μπουασονά άνοιξε ένα υποκατάστημα στο Παρίσι και ένα στη Ρεμς. Το 1903, μαζί με τον Ντανιέλ Μπο-Μποβύ, ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το 1907 επανήλθε και το 1913, πάλι με τη συντροφιά του Μποβύ και με τον λιτοχωρίτη κυνηγό Χρήστο Κάκκαλο, είναι ο πρώτος που ανέβηκε στον Μύτικα, την υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου. Το 1930 πραγματοποίησε το τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα και επισκέφθηκε το Αγιον Ορος. Πέθανε στη γενέτειρά του, τη Γενεύη, το 1946.


Εκ των υστέρων άκουσα πολλά για την έκθεση του Μπουασονά. Εκεί σε μια ταβέρνα του Μονοδενδρίου ήταν ένας κύριος – συμπαθέστατος κατά τα άλλα – ο οποίος διαμαρτυρόταν για τον «ξένο» ο οποίος μας έβλεπε σαν ζώα σε ζωολογικό κήπο. Πίστευε ότι ο Μπουασονά είχε απλώς αποτυπώσει ένα γλυκερό φολκλόρ το οποίο φάνταζε ελκυστικό στο ευρωπαϊκό κοινό του. Υστερα ένας συνάδελφος εδώ στην Αθήνα ξεφυλλίζοντας το εξαίρετο λεύκωμα που εξέδωσε το Ριζάρειο Ιδρυμα αναφώνησε: «Πο, πο, δεν μπορώ να τα βλέπω αυτά!.. Χριστέ μου, κοίτα πώς ήμασταν! Κοίτα βρώμα, κοίτα μιζέρια…». Ομολογώ ότι ενοχλήθηκα. Είμαι άραγε ο μόνος που συγκινήθηκα αντικρίζοντας αυτές τις εικόνες; Σίγουρα όχι. Ελπίζω όχι…


Ο συλλογισμός για το κατά πόσον ο «ξένος» μάς έβλεπε σαν ζώα είναι μονοκόμματος και σχηματικός, περιέχει όμως ένα ψήγμα αλήθειας. Πράγματι η ματιά του Μπουασονά είναι κατά τι πατερναλιστική, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς από έναν Ευρωπαίο της εποχής. Η ματιά του όμως έχει και βαθιά αγάπη για τούτον τον τόπο και κυρίως εμπεριέχει την κατανόηση της συνέχειας την οποία διαβλέπει ο Μπουασονά στην ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Πράγμα που με φέρνει στα λόγια του συναδέλφου μου. Οταν αντίκρισα αυτές τις εικόνες δεν ένιωσα καθόλου την παρόρμηση να «ξεχάσω», αντίθετα ένιωσα υπερήφανος. Οχι λόγω κάποιου πατριωτικού παροξυσμού (είμαι ο λιγότερο πατριωτικός τύπος που ξέρω) αλλά γιατί βρίσκω γοητευτικό τον παραλληλισμό τού τότε με το τώρα και θεωρώ το λιγότερο συγκινητικό το γεγονός ότι αυτοί που φαίνονται στις φωτογραφίες του Μπουασονά είναι οι πρόγονοί μου. Βλέπετε, σήμερα μπορώ να μιλώ για πολιτιστική κληρονομιά, να ασκώ κριτική στον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο για τον τρόπο με τον οποίο τη διαχειρίζεται και, εν πάση περιπτώσει, να βασίζω την ύπαρξη και τη ζωή μου στη συνείδηση ότι όλες αυτές οι παμπάλαιες μνήμες μού ανήκουν. Και για να φθάσω εδώ, όπου μιλώ σαν Ευρωπαίος, όπου ονομάζω τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς μου «marketing», όπου γκρινιάζω γιατί τα μουσεία μου δεν έχουν επαρκή κλιματισμό ή πρόσβαση για τους αναπήρους, πέρασα μέσα από αυτούς· αυτούς με τις φουστανέλες και τις μαντίλες, τους βρώμικους, τους κοντούς, τους μαυριδερούς και βλοσυρούς, αυτούς με τα αλύγιστα βλέμματα και την ενδόμυχη υπερηφάνια, οι οποίοι κάπου μέσα στην αμόρφωτη ψυχή τους ήξεραν ότι προέρχονται από στόφα παλιά και δοξασμένη και, σαν τον Μακρυγιάννη, αντίκριζαν τα μάρμαρα και έλεγαν: «Για αυτά πολεμήσαμε».


Το Ριζάρειο Ιδρυμα έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Η έκθεση είναι πνευματικό παιδί του Πολυμελούς Συμβουλίου του Ιδρύματος και ειδικά του κ. Αγγελου Κίτσου. Την έχει επιμεληθεί ο κ. Γιάννης Δήμου, διευθυντής του φωτογραφικού πρακτορείου Apeiron. Ο κ. Κίτσος ταξίδεψε στην Ελβετία και αγόρασε τα δικαιώματα για περίπου 400 φωτογραφίες (από τις 7.000 περίπου που αφορούν την Ελλάδα) από τον ιδιοκτήτη του αρχείου του Φρεντ Μπουασονά κ. Γκαντ Μπορέλ. (Ο κ. Μπορέλ, καθηγητής Φωτογραφίας στο Κολέγιο της Γενεύης, ήταν σύζυγος της εγγονής του Μπουασονά.) Η αξέχαστη αυτή έκθεση συμπίπτει με τη γενικότερη προσπάθεια πολιτιστικής ανάπτυξης του Μονοδενδρίου, γενέτειρας των ευεργετών Ριζάρη, η οποία υποστηρίζεται γενναιόδωρα από το Ιδρυμα Νιάρχου, τον όμιλο Λάτση αλλά και το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, όπως άλλωστε δηλώνει και η προσωπική συμβολή του υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας κ. Χρήστου Πάχτα, ο οποίος προλογίζει το λεύκωμα της έκθεσης.


Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους πρέπει να είμαστε χαρούμενοι γι’ αυτή την έκθεση. Είναι επιμορφωτική, όμορφη και καλοστημένη. Γίνεται στην επαρχία. (Ολοι γκρινιάζουμε που κανένας δεν ασχολείται με την επαρχία, να λοιπόν που δεν είναι αλήθεια.) Είναι δημιούργημα ενός δραστήριου ιδρύματος το οποίο μας επιφυλάσσει και άλλες χαρές στο άμεσο μέλλον. (Μια έκθεση, π.χ., για τον ανθρώπινο μόχθο – μια ιστορία των επαγγελμάτων. Επίσης περιοδεία της έκθεσης του Μπουασονά στη Λάρισα, στον Βόλο και πιθανότατα στο Μουσείο Μπενάκη το 2003.) Και τέλος, αν και ο φωτογράφος ήταν Ελβετός, η έκθεση είναι πέρα για πέρα ελληνική. Οσο για την αμιγώς καλλιτεχνική της αξία, ο λόγος στον Φρεντ Μπουασονά: «Καλλιτεχνική; Ας μη μείνουμε στην ερώτηση αυτή καθώς το τελευταίο πράγμα που θέλουμε να κάνουμε είναι να επανεκκινήσουμε την παλιά και άγονη συζήτηση: Είναι η φωτογραφία μία από τις τέχνες;».


Η έκθεση του Φρεντ Μπουασονά «Εικόνες της Ελλάδας» στο Ριζάρειο Εκθεσιακό Κέντρο Μονοδενδρίου (Μονοδένδρι Ζαγορίου) θα διαρκέσει ως τον Ιούνιο. Πληροφορίες στο τηλ. 0653-71573.