Λατρείες, πειρατείες, λεηλασίες και σφαγές σε ένα τόσο δα νησάκι. Είναι να απορεί κανείς για τα παιχνίδια που παίζει η Ιστορία όχι μόνο στους γνωστούς αρχαίους τόπους, αλλά ακόμη και στις μικρές σχεδόν άγνωστές μας νησίδες του Αιγαίου. Ενα τέτοιο μικρό νησί είναι το Δεσποτικό, η αρχαία Πρεπέσινθος που αναφέρεται από τον Στράβωνα και τον Πλίνιο.


Πέρασε ένας αιώνας από τότε που ένας μεγάλος αρχαιολόγος, ο Χρήστος Τσούντας, διενήργησε τις πρώτες ανασκαφικές έρευνες στο Δεσποτικό, ένα από τα τρία μικρά και ερημικά νησάκια που βρίσκονται στα δυτικά της Αντιπάρου, όπου τότε είχε αποκαλύψει δύο κυκλαδικά νεκροταφεία σε δύο διαφορετικές θέσεις. Εξήντα χρόνια αργότερα δύο άλλοι αρχαιολόγοι, οι κυρίες Φ. Ζαφειροπούλου και Α. Λεμπέση, ανέσκαψαν στο Δεσποτικό 20 πρωτοκυκλαδικούς τάφους και έναν ρωμαϊκό και περίπου την ίδια εποχή εντοπίστηκε και ερευνήθηκε από τον αείμνηστο έφορο Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Ν. Ζαφειρόπουλο μια άλλη αρχαία θέση, η Μάντρα, που βρίσκεται σε έναν ειδυλλιακό κόλπο στα ΒΑ της μικρής νησίδας. Μετά πέρασαν χρόνια και τα αγριόχορτα σκέπασαν τις προκαταρκτικές έρευνες καθώς άλλες, άμεσες αρχαιολογικές προτεραιότητες απέσπασαν το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων. Ετσι το Δεσποτικό ξεχάστηκε.


Τα τελευταία χρόνια ένας άλλος αρχαιολόγος της Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, ο κ. Γιάννος Κουράγιος, επέστρεψε στο Δεσποτικό. Καθάρισε από τα αγριόχορτα τον αρχαίο χώρο της Μάντρας, η οποία στο μεταξύ είχε μετατραπεί σε… μαντρί, απομάκρυνε τα χώματα και την κοπριά των κοπαδιών και προχώρησε σε συστηματική ανασκαφή του χώρου με χορηγία του υπουργείου Αιγαίου. Ετσι, μετά την ανασκαφή και του εφετινού καλοκαιριού ήρθαν στο φως δύο κτιριακά συγκροτήματα που αποτελούνται από πέντε συνεχόμενους χώρους διαστάσεων περίπου 8Χ8 μ. και μια πληθώρα κινητών ευρημάτων καθώς και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη. Ευρήματα δηλαδή πολύ σημαντικά για ένα τόσο μικρό νησί. Τόσο η ποιότητα κατασκευής των κτιρίων όσο και τα αγγεία και τα διάσπαρτα σχεδόν παντού τριγύρω αρχιτεκτονικά μέλη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εδώ θα πρέπει να βρισκόταν από τους αρχαϊκούς χρόνους ένα ιερό που μπορεί να ταυτιστεί με ιερό του Απόλλωνα. Στην ταύτιση του ιερού με τον Απόλλωνα συντελεί και ένα αττικό αγγείο στο οποίο σώζεται η επιγραφή «…Απόλλω…».


Πέρα όμως από την ταύτιση του ιερού της Μάντρας με τον Απόλλωνα αξίζει να σημειωθεί γενικότερα η σημασία που θα πρέπει να είχαν κατά την αρχαιότητα τα κτιριακά συγκροτήματα που βρέθηκαν από τον κ. Κουράγιο στον όμορφο όρμο του Δεσποτικού. Κατ’ αρχήν λοιπόν είναι η αποκάλυψη ενός στυλοβάτη μήκους 18 μ. κατά μήκος των δωματίων τού ενός συγκροτήματος ο οποίος είναι κατασκευασμένος από σχιστόπλακες που φέρουν ίχνη για την έδραση τριών δωρικών κιόνων με θεμελίωση από μαρμάρινους καλοδουλεμένους δόμους. Μετά είναι ένα μεγάλο μαρμάρινο κατώφλι μήκους 2,80 μ. που προέρχεται από το ίδιο κτίριο και τοποθετείται με βεβαιότητα στο κέντρο της ανατολικής πλευράς του κτίσματος, πράγμα που σημαίνει ότι δεν πρόκειται για ένα τυχαίο αρχαίο κτίριο. Βρέθηκε επίσης ένα μαρμάρινο αρχαϊκό κιονόκρανο εντοιχισμένο σε τοίχο μεταγενέστερης περιόδου, ενώ τέλος εντύπωση κάνει η εξαιρετικά επιμελημένη κατασκευή του κεντρικού δωματίου που χρονολογείται στην κλασική εποχή.


Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Κάτω από τις μεγάλες σχιστόπλακες ενός δωματίου διαστάσεων 7Χ7 μ. βρέθηκε ένα πλήθος κεραμικών και άλλων αντικειμένων της αρχαϊκής περιόδου. Βρέθηκαν ακέραιοι αρύβαλλοι, ρυτά με μορφή ζώων, χάλκινες πόρπες, σιδερένια εγχειρίδια, κοσμήματα από χαλκό και χρυσό, ένα ειδώλιο από φαγεντιανή, κοτυλίσκοι κορινθιακού εργαστηρίου, σκαραβαίοι και σφραγιδόλιθοι από ημιπολύτιμες πέτρες. Και μέσα σε όλα αυτά βρέθηκε και ένα μικρό δαιδαλικό ειδώλιο γυναικείας θεότητας (650 π.Χ.) με πόλο στην κεφαλή και γραπτή απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου, της κόμμωσης και της διακόσμησης του ενδύματος. Σχεδόν όλα τους είναι ευρήματα που παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες με τα ευρήματα που προέρχονται από το ιερό του Δηλίου της Πάρου που ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα και στην Αρτεμη. Ενώ στο άμεσο περιβάλλον της ανασκαφής υπάρχει πληθώρα προϊστορικών, αρχαϊκών και ελληνιστικών οστράκων καθώς και μεγάλος αριθμός λεπίδων οψιανού. Με άλλα λόγια, το σήμερα σχεδόν άγνωστό μας Δεσποτικό ήταν από τη βαθιά αρχαιότητα ένας τόπος κατοικημένος που κάποτε φιλοξένησε ένα σημαντικό ιερό του Απόλλωνα.


Οπως είναι φυσικό η τύχη του Δεσποτικού ήταν συνδεδεμένη με την τόσο κοντινή του Αντίπαρο. Ετσι μαζί με την Αντίπαρο πέρασε στη δικαιοδοσία των Ενετών, αρχικά του οίκου των Σανούδων το 1207 και στη συνέχεια των άλλων Βενετσιάνων ως το 1537 που η Αντίπαρος και οι λοιπές Κυκλάδες πέρασαν στους Οθωμανούς. Στους αιώνες που ακολούθησαν οι Κυκλαδίτες είχαν να αντιμετωπίσουν από τη μια μεριά τους κατακτητές και από την άλλη τους πειρατές που λυμαίνονταν εκείνη την εποχή το Αιγαίο. Οι τελευταίοι διάλεγαν τα μικρότερα νησιά που χρησιμοποιούσαν ως ορμητήρια και ένα τέτοιο ήταν το Δεσποτικό το οποίο κατοικούνταν ως το 1675 όταν ο διαβόητος γάλλος πειρατής Δανιέλ αφού κυκλώθηκε από τους Οθωμανούς επιχείρησε να εξαγοράσει τους κατοίκους του για να του δώσουν άσυλο. Αντ’ αυτού οι κάτοικοι του Δεσποτικού παρέδωσαν τον πειρατή και τους άνδρες του στους Τούρκους που τους έσφαξαν. Το περιστατικό εξόργισε τους άλλους γάλλους πειρατές που έφθασαν στο Δεσποτικό και κατέσφαξαν τους κατοίκους του μέχρι του τελευταίου.