Μπόχουμ, Ιούνιος.



Ογερμανός συγγραφέας Μπότο Στράους ξεκίνησε τη θητεία του στο θέατρο στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ηταν το δεξί χέρι του Πέτερ Στάιν στην περίφημη πρώτη φάση της Schaubühne στο Δυτικό Βερολίνο, όταν προκάλεσε την προσοχή κατ’ αρχήν με τις επεξεργασίες δραμάτων μεγάλων συγγραφέων και στη συνέχεια με μια σειρά δικά του έργα. Μέσα από μια εντελώς ιδιότυπη συνύφανση της εμπειρικής με την ονειρική πραγματικότητα ο Στράους διακρίθηκε για την ικανότητά του να εντοπίζει τις κοινωνικές στρεβλώσεις μέσα στις ατομικές παραμορφώσεις. Στη δεκαετία του ’90 ανέλαβε έναν πρόσθετο ρόλο: να στιγματίζει την πνευματική αποχαύνωση και την ανέμελη ακρισία της μαζικής κοινωνίας. Το έκανε άμεσα με το πολύκροτο δοκίμιό του «Επερχόμενη Τραγωδία» (1993) και έμμεσα με τη θεατρική ανάπλαση της επιστροφής του τιμωρού Οδυσσέα στην «Ιθάκη» (1996). Στην ίδια κατεύθυνση κινούνταν και τα δύο τελευταία θεατρικά του έργα του 1998, «Οι πανομοιότυποι» και το «Φιλί της λησμονιάς».


Το άλικο της κόλασης


Εφέτος ο Μπότο Στράους έλυσε την τριετή θεατρική του σιωπή με ένα μακροσκελές έργο που φέρει τον σχοινοτενή τίτλο «Ο τρελός και η γυναίκα του σήμερα το βράδυ στην Πανκομέντια». Είναι η πιο ανάλαφρη και πιο κομψή ως σήμερα εκδοχή της απέχθειας του συγγραφέα για την πολύλογη και κενή καθημερινότητα του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου, για τα ασπόνδυλα και κοινότοπα πλάσματα της μαζικής κουλτούρας. Η χάρη της πρώτης σκηνοθεσίας δόθηκε στον Ματίας Χάρτμαν που ανέβασε πρόσφατα το έργο στην Κρατική Σκηνή του Μπόχουμ σε μια παράσταση διάρκειας τεσσάρων ωρών. Πάνω από 30 ηθοποιοί υποδύονται περισσότερους από 100 ρόλους στα 20 επεισόδια του έργου. Και για να μη χάνεται ο χρόνος σε κάθε πράξη τσουλάνε μόνοι τους πάνω στην περιστρεφόμενη σκηνή τους δερμάτινους καναπέδες, τα τραπέζια και τις καρέκλες που χρειάζονται. Ολα τα έπιπλα είναι κυλιόμενα σε αυτή τη σκηνή, βαμμένη και στρωμένη με ένα κόκκινο της φωτιάς που υπαινίσσεται το άλικο της κόλασης.


Η Μεγάλη Κωμωδία του Στράους εκτυλίσσεται στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου Κόνφιντενς. Εχει διαρκή δράση, αλλά καμία πλοκή. Εχει πολλούς ήρωες, αλλά καθόλου ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Ο συγγραφέας περισυλλέγει αποσπασματικές χειρονομίες και δευτερεύουσες λεπτομέρειες, θραύσματα ψυχών και θρύψαλα λόγων σε ένα ατέλειωτο παζλ. Το Κόνφιντενς είναι μια μυρμηγκοφωλιά, απ’ όπου μπαινοβγαίνουν απροσδιόριστα ζευγάρια, αγαπιούνται για λίγο μπροστά μας και στη συνέχεια μαλλιοτραβιούνται, εθίζονται και απεξαρτώνται στα γρήγορα, μετά χάνονται χωρίς να αφήσουν ίχνη. Βέβαια ο Στράους είχε εξαγγείλει το οριστικό στόμωμα των ψυχών ήδη το 1977 στη μεγάλη κοινωνική κωμωδία του με τίτλο «Η τριλογία της αντάμωσης». Ποτέ όμως δεν είχε παρουσιάσει τη διάλυση των ανθρώπινων σχέσεων σε τόσο προϊούσα φάση, ποτέ το θέατρό του δεν είχε παραιτηθεί τόσο κατηγορηματικά από τον καθαρτικό του ρόλο.


Μια τετριμμένη σχέση


Στο «Ο τρελός και η γυναίκα του» τα ζευγάρια που εκβράζονται από τη ζωή στη σκηνή και αντίστροφα δεν έχουν πια κανένα έρεισμα για να κρατηθούν, κανέναν συνεκτικό μύθο, κανένα παρηγορητικό παραμύθι. Ακόμη και οι δύο μοναδικοί ήρωες που διαγράφονται καλύτερα και επανεμφανίζονται από την αρχή ως το τέλος θα διασταυρωθούν, αλλά δεν θα συναντηθούν πραγματικά. Ο «τρελός» είναι ο μικροεκδότης Ζαχαρίας Βέρνερ (Τομπίας Μορέτι). Είναι παθιασμένος με τα αζήτητα βιβλία που εκδίδει, τα κουβαλάει πάντα μαζί του μέσα σε ένα σακίδιο, γι’ αυτά χρεώνεται, σε αυτά επενδύει, για χάρη τους παριστάνει τον ερωτευμένο, παραδίδεται σε έναν μεγαλοεκδότη, φαλιρίζει, ταπεινώνεται. Κολακεύει δύο παράφρονες, ζάπλουτες αδελφές που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στον συνθέτη Σκριάμπιν ελπίζοντας να του παραχωρήσουν τα δικαιώματα της βιογραφίας του. Θα τον ξαποστείλουν, επειδή απερίσκεπτα προφέρει στη συζήτηση το όνομα ενός άλλου, του Σιμπέλιους. Η «γυναίκα του» είναι το νεαρό ταλέντο Σίλβια Κέσελ (Ντέρτε Λισέβσκι), ένας συνδυασμός πολλά υποσχόμενης συγγραφέως και δύστροπης γραμματέως. Γνωρίζονται κάποιο βράδυ που εκείνη διαβάζει αποσπάσματα από το δεύτερο μυθιστόρημά της στο ξενοδοχείο Κόνφιντενς. Τον ακολουθεί επειδή πιστεύει ότι εκτιμά μακροπρόθεσμα τη λογοτεχνία της, θα αντιληφθεί εκ των υστέρων ότι την έβλεπε σαν μεσοπρόθεσμη επένδυση. Ακόμη δηλαδή και αυτό το ευκρινέστερο ζευγάρι του έργου εμπλέκεται σε μια εντελώς τετριμμένη σχέση με κωμική επιφάνεια, αλλά χωρίς δραματικό βάθος. Σχέσεις και λόγια που είναι ελεύθερες παραλλαγές του ίδιου. Ή όπως το διατυπώνει στο έργο ο κλόουν Αλφρέντο στον συνάδελφό του Βιτόριο: «Σήμερα πρέπει να είναι κανείς ακριβώς, και μάλιστα υπερακριβώς, όπως όλοι οι άλλοι. Και πρέπει να τους ξεπερνά ακριβώς σε αυτό, στο να είναι ακριβώς όπως οι άλλοι. Να είναι ο ίδιος όπως όλοι οι άλλοι, μόνο με μια μικρή δόση παραπάνω από το ίδιο. Αυτό είναι σήμερα το ζητούμενο».


Το δρομολόγιο της επικοινωνίας


Ομοιοτυπία και αποξένωση, αυτά είναι για τον Στράους σήμερα τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους. Η επικοινωνία έχει συρρικνωθεί στο ελάχιστο, ή όπως το διατυπώνει αυτή τη φορά ο Βιτόριο στον Αλφρέντο: «Υπάρχει ένα λεωφορειάκι που εκτελεί καθημερινά δρομολόγιο ανάμεσα στην ύπαρξή μου και στην ύπαρξή σου. Περνά όμως μόνο τρεις φορές την ημέρα. Το πρωί, όταν λέμε καλημέρα, το μεσημέρι, όταν κάνουμε διάλειμμα, και το βράδυ, όταν ξεβαφόμαστε. Τρεις φορές την ημέρα ρέει ανάμεσά μας κάτι σαν ανθρώπινη ζεστασιά. Στα μεσοδιαστήματα αποφεύγουμε ο ένας τον άλλον, σαν για να μην τσουρουφλιστούμε. Και αναρωτιόμαστε: Ποιος είναι αυτός τέλος πάντων και τι θέλει από μένα; Ερωτήσεις που δεν μπορούμε να απαντήσουμε». Απαντήσεις δεν δίνει ούτε ο Μπότο Στράους, εντοπίζει όμως συμπτώματα και τα προβάλλει στη σκηνή. Στο σώμα του ασθενούς, του δυτικού ανθρώπου, «αναδεύονται ιχνοστοιχεία των πιο αντιτιθέμενων ιδιοτήτων, ένα χάος μορίων και ατόμων». Η αραιή αυτή μάζα φαίνεται ότι έχει χάσει την πηκτική της ικανότητα, γι’ αυτό και οι ήρωες του έργου μοιάζουν περισσότερο με απεικάσματα υπάρξεων, με ανθρωποειδή που δεν καταφέρνουν να γίνουν ανθρώπινα πρόσωπα. Ο συγγραφέας δίνει μια απαισιόδοξη γνωμάτευση για την κατάσταση του ανθρώπου. Ποιος μπορεί όμως να αποδείξει ότι είναι αστήριχτη;