Ενα καλοκαιρινό απόγεμα στη μέση του 2000 πλησίασα τον Τέτση στην ταράτσα του Μουσείου της Υδρας καθώς ζωγράφιζε ένα από τα έργα της έκθεσης που εγκαινιάστηκε προ ημερών στις «Νέες Μορφές». Πέρασε αρκετή ώρα πριν αντιληφθεί την παρουσία μου. Καθώς ζωγράφιζε τον άκουγα να σιγομουρμουρίζει ένα σκοπό. Το χέρι του ακολουθούσε τη διαδρομή παλέτα – μουσαμά με τον αυτοματισμό και τη σιγουριά του πιανίστα καθώς ερμηνεύει περίπλοκο και απαιτητικό κομμάτι ­ κανένας δισταγμός. Βρισκόταν σ’ έναν κόσμο άλλον από εκείνον που μας περιείχε: ο κόσμος του αποτελούνταν από δύο συνειδητά στοιχεία, την εικόνα που έβλεπε μπροστά του και την εικόνα που έφτιαχνε ο ίδιος, και δύο ασυναίσθητα, το μουρμούρισμα και την κίνηση του χεριού. Μου μετέδωσε κάτι από τη μέθεξή του αυτή δημιουργώντας μου την αίσθηση ότι κατέγραφε μια εσωτερική υπαγόρευση, ρυθμισμένη και συγκερασμένη στην εντέλεια.


Θυμήθηκα τη θεμελιώδη σταθερά της ζωγραφικής, ότι το θέμα είναι η αντίληψη του κόσμου (αισθητηριακή ή ιδεολογική) και η μορφή είναι η καταγραφή της. Πως τα σχήματα που παίρνει αυτή η καταγραφή συγκαθορίζονται από το αντιληπτικό πεδίο και το νοητικό υπόβαθρο. Πως ό,τι είναι αισθητό ως αντικείμενο της παρατήρησης, το βουνό, η θάλασσα, ο άνθρωπος, ή νοητό, όπως η Σταύρωση ή η Δικαιοσύνη, μετουσιώνεται σε σχήμα ανάλογα με τον ψυχολογικό προσανατολισμό του δημιουργού σε όλη την γκάμα του εκφραστικού περιεχομένου: μπορεί να είναι από ειδυλλιακό και ευφρόσυνο ως παραμορφωμένο και εφιαλτικό, να έχει συγκινησιακό φορτισμό ή καλοσυγκερασμένη ηρεμία, να είναι, με άλλα λόγια, διονυσιακό ή απολλώνιο στην εντύπωση που μετακενώνει ο δημιουργός στον θεατή.


Η απόδοση του ρυθμού


Το θέμα πέρασε από διάφορα στάδια στην αξιακή κλίμακα των παραγόντων που καθορίζουν την καλλιτεχνική δημιουργία. Μοναδική βασιλική οδός στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση, θεσμικά προσδιοριστικό κριτήριο της σημασίας των ζωγράφων κατά την εποχή των ακαδημιών του 18ου και του 19ου αιώνα, αντιμετωπίστηκε διαφορετικά από τους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Στην τέχνη τους η σημασία του μετατοπίστηκε ­ από αυτοσκοπός το θέμα έγινε εργαλείο επεξεργασίας της μορφής. Μέσα από τη νέα, απομυθοποιημένη χρήση του συστηματοποιήθηκε η στρατηγική θέμα και παραλλαγή από το σύνολο σχεδόν των καλλιτεχνών που θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικοί όχι μόνο της μοντέρνας αλλά και της σύγχρονης τέχνης. Μπορεί γι’ αυτό κανείς να ισχυριστεί ότι το σχήμα θέμα και παραλλαγή αποτελεί τον βασικό σύνδεσμο της μοντέρνας τέχνης με την καλλιτεχνική δημιουργία της μεταμοντέρνας εποχής. Στο σχήμα όμως αυτό, όπως υποδηλώνει και η προέλευσή του από τη μουσική, ενσωματώνεται και η απάντηση της μοντέρνας τέχνης στο παλιό πρόβλημα της απόδοσης του ρυθμού (μιας έννοιας του χρόνου) από μια τέχνη του χώρου όπως η ζωγραφική, στην ακίνητη επιφάνεια του εικαστικού πεδίου που οι αναγεννησιακοί το έλυναν με την ψευδαισθησιακή μίμηση της κίνησης. Η μοντέρνα τέχνη έδειξε πως με τη διάσπαση της μορφής, τις διαφορετικές τονικότητες των χρωμάτων, την αναγωγή της γενικής εικόνας σε αυτόνομα επαναλαμβανόμενα μοτίβα που αναπτύσσονται με έναν βηματισμό παραμορφώσεων και διαθλάσεων μπορούσε να επιτύχει την εντύπωση του ρυθμού και με την επίπεδη απεικόνιση, χωρίς το «βάθος» της μιμητικής ψευδαίσθησης.


Δεξαμενή μοτίβων


Ως ζωγράφος του καιρού μας ο Τέτσης μετέχει αυτής της παράδοσης και με το έργο του συνδιαμορφώνει τις τροπές της. Είναι από τους πρώτους που δίνουν στη μεταπολεμική μας τέχνη τον αναλυτικό χαρακτήρα που έχει η διερεύνηση των ρυθμικών δυνατοτήτων του σχήματος θέμα και παραλλαγή με τις γνωστές σειρές των έργων του: από τη δεκαετία του ’50 ακόμα μια πρώτη καταγραφή αυτού του πειραματισμού είναι τα Σφαχτά. Ακολουθούν πιο συστηματικά οι Μπαλκονόπορτες και στη δεκαετία του ’60 τα Σπίτια της Αθήνας και η Σίφνος εν κατόψει που συνεχίζεται και στην επόμενη δεκαετία μαζί με τα Εσωτερικά, τις Νεκρές Φύσεις και τις Καρέκλες. Στη δεκαετία του ’80 ανήκουν τα Τραπέζια και η μνημειώδης Λαϊκή Αγορά, μια εφαρμογή του σχήματος θέμα και παραλλαγή σε μία, ενιαία μεγάλη σύνθεση. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και σ’ ολόκληρη την επόμενη η Υδρα αποτελεί μια ανεξάντλητη δεξαμενή μοτίβων για τον Τέτση, με το Βουνό, τον Μώλο και, μετά το 1998, τα Φεγγάρια της. Τα έργα της έκθεσης που παρουσιάζεται στις «Νέες Μορφές» είναι παραλλαγές πάνω σ’ ένα θέμα από την Υδρα ζωγραφισμένες στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από την αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη (1999). Πρόδηλο χαρακτηριστικό της γραφής του είναι ότι ζωγραφίζει με το χρώμα σαν βάση και όχι σαν στάδιο της διαδικασίας. Δεν καταστρώνει επί χάρτου τη σύνθεση με γραμμές, ζυγιάσματα, χρυσές τομές, γεωμετρίες και άλλα παρόμοια εκ των προτέρων στα οποία προστίθεται το χρώμα στο τελικό στάδιο, όπως συμβαίνει με το μεγαλύτερο απόθεμα της ζωγραφικής της γενιάς του και της προηγούμενης από αυτήν.


Αισθησιακός φορτισμός


Παρακολουθώντας τον πρόσεξα ότι δουλεύει «σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος», χωρίς συνταγές. Με τα πόδια γερά στη γη και το βλέμμα σταθερά προσηλωμένο στην αντιληπτική αφετηρία αρχίζει από μια γενική σύλληψη και προχωρεί σαν να αυτοσχεδιάζει. Ωστόσο όχι μόνο από το αποτέλεσμα αλλά και από τη διαδικασία που οδηγεί σ’ αυτό φαίνεται ότι τα πράγματα, καίτοι αβίαστα, δεν προκύπτουν αλλά συντίθενται. Τόνοι, μάζες, πυκνότητες αναπτύσσονται ρυθμοποιητικά συνθέτοντας ένα ατελεύτητο ρεπορτόριο φράσεων, άλλοτε αρμονικών, άλλοτε σκόπιμα παρατονισμένων, για να δημιουργηθεί μια πότε ευφρόσυνη και πότε απειλητική πλοκή από σχήματα και όγκους που διακρίνεται πάντα για τον έντονο αισθησιακό της φορτισμό. Ετσι μεταστοιχειώνεται το πάθος του τεχνίτη όχι με την Υδρα αλλά με την τέχνη του, από την αρχική εμπνοή (που είναι κοινή σε όλους όσοι νιώθουν ευχάριστα συναισθήματα μπροστά σ’ ένα κομμάτι της φύσης) ως την τελική της μνημείωση (που ο ζωγράφος είναι σε θέση να συγκρατήσει στο διηνεκές με τη ζωγραφιά ή ο ποιητής με το ποίημα). Και έτσι η στιγμιαία ψυχική ευφορία που τα μάτια παρέχουν μπροστά στη φυσική εικόνα μπορεί να μετατρέπεται με τα χέρια του ζωγράφου σε μόνιμη, τεχνουργημένη, αισθητική εμπειρία. Οι καλλιτέχνες, όπως ο Τέτσης, που το κατορθώνουν αυτό είναι οι λίγοι εκείνοι οικουμενικοί που γεφυρώνουν το χάσμα ανάμεσα στους επαΐοντες και στο κοινό αφού κερδίζουν τόσο την αναγνώριση των λίγων όσο και την αγάπη των πολλών.


* Η έκθεση του Παναγιώτη Τέτση στην γκαλερί «Νέες Μορφές» (Βαλαωρίτου 9, τηλ. 3616.165) θα διαρκέσει ως τις 20 Μαΐου. Ωρες λειτουργίας: Τρ., Τετ., Πέμ. 10.00-14.00 και 18.00-21.00, Παρ. 10.00-21.00, Σάββ. 10.00-15.00


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.