» Να παιχτούν σύγχρονα έργα στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου »





Οταν το 1957 ο 13χρονος τότε Γιάννης Κόκκος παρουσίαζε την πρώτη του έκθεση με μακέτες σκηνικών και κοστουμιών στην αθηναϊκή γκαλερί «Κούρος» είχε ήδη πάρει αποφάσεις περί των μελλοντικών επαγγελματικών του κατευθύνσεων. Αυτό που ίσως δεν μπορούσε να φανταστεί την εποχή εκείνη ήταν το γεγονός ότι το ντεμπούτο του στην Ελλάδα θα χρειαζόταν 44 ολόκληρα χρόνια για να πραγματοποιηθεί, αφού το περίφημο «ουδείς προφήτης δεκτός εν τη πατρίδι αυτού» στην περίπτωση του διεθνούς σήμερα φήμης σκηνοθέτη και σκηνογράφου επιβεβαιώθηκε περίτρανα για μία ακόμη φορά. Εχοντας παρακολουθήσει μαθήματα σκηνογραφίας στην Ανωτάτη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Στρασβούργου, από το 1965 που υπέγραψε την πρώτη του επαγγελματική σκηνογραφία ­ σε μια παραγωγή της «Λοκαντιέρας» του Γκολντόνι ­ η Γαλλία έγινε για τον έλληνα καλλιτέχνη το ορμητήριο μιας καριέρας χωρίς σύνορα. Στενός συνεργάτης του Αντουάν Βιτέζ και του Ζακ Λασάλ, ο Γιάννης Κόκκος εδώ και 35 τουλάχιστον χρόνια συμμετέχει στην «περιπέτεια» της θεατρικής ανανέωσης έχοντας συνδέσει το όνομά του με τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές σκηνές. Την τελευταία δεκαετία ωστόσο στράφηκε οριστικά στη σκηνοθεσία σκηνογραφώντας τις δικές του παραστάσεις που κυρίως είχαν να κάνουν με τον χώρο της όπερας. Πιστεύοντας στη σχέση της τελευταίας με την αρχαία ελληνική τραγωδία ο Γιάννης Κόκκος βρίσκεται αυτό το διάστημα στην Αθήνα, όπου προετοιμάζει την παράσταση της «Ορέστειας» του Αισχύλου η οποία θα παρουσιαστεί ­ σε σκηνοθεσία και σκηνικά του ιδίου ­ από το Εθνικό Θέατρο στις 6 και 7 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Εχοντας συνεργασθεί παλαιότερα με τον Ιάννη Ξενάκη στην «Ορέστεια» του συνθέτη και αργότερα έχοντας διευθύνει στο Στρασβούργο ένα εργαστήριο νέων ηθοποιών πάνω στην αισχύλεια τριλογία, ο καλλιτέχνης δουλεύει το κλασικό αριστούργημα πολλά χρόνια. Η παράσταση ωστόσο της Επιδαύρου σηματοδοτεί για τον Γιάννη Κόκκο, όπως ο ίδιος βιάζεται να ξεκαθαρίσει, «μια σχέση βαθύτερη τόσο με το θέατρο όσο και με την ίδια την Ελλάδα».



Η συνάντησή μας έγινε κάποιο Σάββατο απόγευμα λίγο μετά το τέλος της πρόβας, η οποία σε αυτό το αρχικό στάδιο διεξάγεται στη σκηνή Κοτοπούλη του Εθνικού. Εντυπωσιακός χειριστής της ελληνικής γλώσσας παρά τη μακροχρόνια απουσία του, δείχνει πλήρως ενημερωμένος γύρω από τα εγχώρια θεατρικά ­ και όχι μόνον ­ πράγματα. Προτού εν τούτοις η συζήτηση στραφεί στην «Ορέστεια» και σε αυτή καθαυτή την πρώτη ουσιαστικά επαγγελματική παρουσία του στη χώρα μας ο Γιάννης Κόκκος επιμένει να σταθεί στη «δισυπόστατη» ιδιότητά του. Υποστηρίζει ότι η μετάβασή του στη σκηνοθεσία δεν οφείλεται στο γνωστό απωθημένο του σκηνογράφου:


«Αυτό που πάντοτε με ενδιέφερε είναι το πώς ο ηθοποιός θα μπορέσει να ακτινοβολήσει μέσα στον χώρο» λέει ο ίδιος σχετικά. «Ο λόγος για τον οποίο κάνω θέατρο έχει σχέση με την αναπαράσταση του ίδιου του ανθρώπου και των μυστικών που περικλείει. Κάποια στιγμή λοιπόν αισθάνθηκα ότι θέλω να αντιμετωπίσω την ανθρώπινη παρουσία άμεσα και όχι μόνο ό,τι την περιβάλλει. Στράφηκα κυρίως στην όπερα και για λόγους εσωτερικούς αλλά και γιατί σκηνοθετικά είναι συχνά πιο μπροστά από το θέατρο. Οι ανανεωτικές προσπάθειες που γίνονται διεθνώς σήμερα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, έστω κι αν ακόμη το είδος δεν έχει απελευθερωθεί από το δεδομένο διηγηματικό πλαίσιο. Ζούμε, πιστεύω, το τέλος μιας εποχής όπου ναι μεν καινούργια έργα γράφονται αλλά ταυτόχρονα προσπαθούν να συνδυάσουν τον κλασικό διηγηματικό τρόπο με τη σύγχρονη μουσική. Αυτό είναι βέβαια καλό προκειμένου να εξοικειωθεί το κοινό, αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Κατά τη γνώμη μου, η όπερα του αύριο θα είναι σαφώς πιο ελεύθερη, δεν θα βασίζεται δηλαδή στενά σε μια ιστορία».


Οταν ωστόσο καλείται να δώσει τη δική του διάσταση στον όρο «ανανέωση» ο Γιάννης Κόκκος παραδέχεται ότι δεν είναι συγκεκριμένος. «Οτιδήποτε ξεκινά από την επιθυμία να βουτήξει κανείς βαθιά στην περιπέτεια του θεάτρου μού φαίνεται άξιο λόγου» λέει σχετικά, και συνεχίζει: «Μια ματιά ειρωνικά πεσιμιστική και μια κριτική αντιμετώπιση σαφώς με ενδιαφέρει. Δεν αντέχω τα αυθαίρετα και τα μη ποιητικά πράγματα: για παράδειγμα, η επιθετική χρήση των νεωτερισμών που παρατηρώ συχνά σε γερμανικές παραγωγές με ενοχλεί. Θεωρώ ότι κρύβει μιαν απελπισία. Η απλή αισθητική αναζωογόνηση οδηγεί σε ένα εξωτερικό πασάλειμμα χωρίς ουσία. Πολλές φορές υπάρχει μια σύλληψη προδιαγεγραμμένη και όλες οι προσπάθειές μας στρέφονται στο πώς τελικά θα βγει αυτή η σύλληψη σωστή. Προσωπικά με γοητεύει το τελείως αντίθετο. Σαφώς πρέπει να υπάρχει εκ των προτέρων μια δυνατή ιδέα, αλλά σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας των προβών αυτή η ιδέα πρέπει να τίθεται σε διάλογο, να επαναξιολογείται. Οταν κάνουμε ακριβώς αυτό που ονειρευόμαστε από την αρχή, η υπόθεση καταντά πληκτική. Για μένα, η παράσταση στο τέλος πρέπει ναι μεν να είναι αυτή που έχουμε εκ των προτέρων ονειρευτεί, ταυτόχρονα όμως να περιέχει και όλη τη διαδρομή προς την Ιθάκη».


Η παρουσία του στην Ελλάδα


Επανερχόμενος στα καθ’ ημάς ο Γιάννης Κόκκος σχολιάζει το γεγονός της αργοπορημένης επαγγελματικής εμφάνισής του στην Ελλάδα. «Για να γίνει κάτι απαιτείται θέληση και από τις δύο πλευρές» λέει, και ταυτόχρονα επισημαίνει την ιδιαίτερη «χημεία» που ένιωσε εξαρχής να τον συνδέει με τον διευθυντή του Εθνικού Νίκο Κούρκουλο. Διαβεβαιώνει ότι η μεταξύ τους συνεργασία στον «Φάουστ» θα πραγματοποιηθεί. Οσο για την καθυστέρησή της, υποστηρίζει πως «τα πράγματα θέλουν τον χρόνο τους». Του προκαλεί άραγε άγχος η δουλειά του στην Ελλάδα; «Είχα τεράστιο άγχος ως την πρώτη πρόβα» παραδέχεται. «Κατόπιν απελευθερώθηκα πλήρως. Για τις όποιες αντιδράσεις είμαι λίγο πολύ προετοιμασμένος. Η δουλειά μας είναι δημόσια και δεν έχω κανένα πρόβλημα με τις κριτικές. Το ενδιαφέρον άλλωστε στην τέχνη είναι οι μάχες ­ αρκεί βέβαια να δίνονται στο σωστό επίπεδο». Την επόμενη στιγμή ο Γιάννης Κόκκος αναφέρεται στον Ιάννη Ξενάκη. «Παρακολούθησα όλον αυτόν τον χαλασμό που έγινε για την επιστροφή της τέφρας του και για να είμαι ειλικρινής βρήκα το σκηνικό πολύ ειρωνικό. Ο Ξενάκης ήταν πολύ πικραμένος από την Ελλάδα. Είχε τεράστιο καημό, ήθελε πραγματικά να επιστρέψει, μετά τη μεταπολίτευση ονειρευόταν να κάνει πολλά πράγματα εδώ. Ολα όμως έμειναν στα λόγια και τις υποσχέσεις. Η Ελλάδα ξέρει πραγματικά να τιμά πολύ καλά τους νεκρούς της. Από τη στιγμή που πεθαίνουμε, είμαστε όλοι υπέροχοι. Οσο ζούμε όμως…».


Αναφερόμενος στην «Ορέστεια» ο Γιάννης Κόκκος υποστηρίζει ότι όσο πιο πολύ τη δουλεύει τόσο πιο κοντά την αισθάνεται στο σήμερα. Ιδιαίτερα οι «Ευμενίδες» βρίσκει πως είναι πολύ κοντά στις σύγχρονες ανθρώπινες αναζητήσεις. Σε ό,τι αφορά την παράσταση της Επιδαύρου πάντως δεν διστάζει να εκφράσει την άποψή του: «Συχνά ακούω το περίφημο «ιερός χώρος» και ειλικρινά με ξενίζει. Οι χώροι δεν είναι ιεροί από μόνοι τους, καθαγιάζονται ή αντίστοιχα μαγαρίζονται από το πώς εμείς οι ίδιοι τους χρησιμοποιούμε. Για μένα η Επίδαυρος είναι το ωραιότερο θέατρο στον κόσμο και σαφώς πρέπει να διατηρηθεί ακέραιο αρχαιολογικά. Αναρωτιέμαι όμως γιατί πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για παραστάσεις αρχαίου δράματος ή για ρεσιτάλ κοσμικού χαρακτήρα. Για μένα θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον έργα σύγχρονων συγγραφέων που μιλούν για την τραγικότητα του κόσμου μας να παρουσιαστούν στην Επίδαυρο. Ο Εντουαρντ Μποντ, η Σάρα Κέιν είναι πολύ κοντά στην τραγωδία. Δεν λέω να παιχθούν αύριο, αλλά γιατί άραγε θα πρέπει να απαγορεύεται ο ήχος της σύγχρονης κραυγής σε έναν χώρο ο οποίος στο κάτω κάτω για αυτό προορίζεται;».