Τι να πω; Είναι φοβερό να στέκεσαι μπροστά σε έναν μύθο, να σου μιλάει σαν απλός άνθρωπος και ξαφνικά σε μια απάντησή του να καταλαβαίνεις γιατί είναι μύθος! «Ο μύθος γεννιέται» θα πει η Τζόαν Σάδερλαντ με τη φωνή που διεκδικεί με αξιώσεις τον τίτλο «μιας από τις σημαντικότερες φωνές του αιώνα». Φίλη της Μαρίας Κάλλας, ο άνθρωπος που πήρε από το χέρι τον Παβαρότι και τον έβαλε στον προθάλαμο της δόξας, η σύζυγος του μαέστρου ο οποίος ανακάλυψε τη χαμένη παρτιτούρα της «Εσκλαρμόντ», η γιαγιά και μητέρα, η σοφή κυρία από την Αυστραλία που κατάφερε μέσα σε 45 χρόνια καλλιτεχνικής ζωής να γίνει γνωστή σε όλον τον πλανήτη, να χειροκροτείται όταν μπαίνει σε μια κατάμεστη αίθουσα ακόμη και ως θεατής, να κλείνει το μάτι στη ζωή και να την ξεγελάει… «Δεν θα ήθελα να είμαι αθάνατη» θα πει. «Μια σπιθαμή ζωής είναι ό,τι χρειαζόμαστε για να αφήσουμε το στίγμα μας». Αυτή είναι τυχερή. Τα κατάφερε… Κατάφερε να ακούμε τη Νόρμα της ή τη Λουτσία της και να λέμε «Σάδερλαντ». Μας άφησε τη φωνητική της υπογραφή, κόσμημα ενός πολιτισμού που θα διασωθεί όταν όλα θα έχουν χαθεί. Τη συνάντησα στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία». Ηρθε για τον διαγωνισμό «Μαρία Κάλλας» αλλά βρήκε ώρα και μίλησε και σε εμάς. Πέρασα δύο ώρες υπέροχες μαζί της. Θα μου μείνει λοιπόν για έναν ακόμη λόγο αξέχαστη: Θα θυμάμαι τις απαντήσεις της. Διαβάστε την, ίσως συμφωνήσετε μαζί μου και εσείς!





­ Αλήθεια,
πώς νιώθει ένας θρύλος σαν εσάς;


«Τι να σας πω… Δεν βλέπω έτσι τον εαυτό μου. Εγώ το μόνο που ήθελα στη ζωή μου ήταν να τραγουδάω και νιώθω πάρα πολύ τυχερή που κατάφερα τελικώς να κάνω αυτό που ήθελα. Αυτό που είναι το πιο δύσκολο πράγμα για όλους τους άλλους, το «να κάνεις αυτό που θέλεις στη ζωή σου» ­ τουλάχιστον έτσι ακούω από τους γύρω ­, εγώ το κατάφερα εύκολα. Μάλλον ήμουν τυχερή. Ναι, αυτό είναι… Τι να πω;».


­ Από παιδί θέλατε να κάνετε αυτό που κάνατε;


«Ναι, αν και στην αρχή δεν πίστευα ότι θα τα κατάφερνα. Επρεπε να κάνω μια δουλειά για να βγάζω το ψωμί μου και γι’ αυτό παράλληλα τελείωσα μια σχολή γραμματέων και εργάστηκα ως γραμματέας για κάμποσα χρόνια».


­ Πώς ανακαλύψατε ότι αυτό που θέλετε να κάνετε στη ζωή σας είναι το τραγούδι;


«Η μητέρα μου τραγουδούσε. Οταν την άκουγες, ήταν σαν να άκουγες την Εμπε Στινιάνι. Η φωνή της ήταν πολύ χαρακτηριστική ­ μια ευέλικτη μεσόφωνος. Με μύησε στο τραγούδι λοιπόν από τεσσάρων περίπου ετών, αλλά ξεκίνησα να σπουδάζω μετά τα 18. Στην αρχή έκανα πιάνο αλλά δεν ήταν και το καλύτερό μου να κάθομαι να κάνω όλες εκείνες τις ασκήσεις χεριών που χρειάζονταν… Εμένα πάντα με ενδιέφερε να τραγουδήσω».


­ Πιστεύετε ότι καθυστερήσατε να ξεκινήσετε τις σπουδές σας;


«Δεν θα το έλεγα… Πιστεύω ότι τα 18 που ξεκίνησα ήταν μια καλή ηλικία. Σπάνια ξεκινάει κάποιος νωρίτερα».


­ Υπήρξε μια στιγμή που επιλέξατε να γίνετε τραγουδίστρια της όπερας και να ζείτε αποκλειστικά από αυτό;


«Κάποια στιγμή έπρεπε να κάνω κάποιες εμφανίσεις στο Σίδνεϊ, μετά σε άλλες πόλεις της Αυστραλίας και στη συνέχεια να τραγουδήσω στο Κουίνσλαντ. Επρεπε λοιπόν να πάρω άδεια από τη δουλειά μου για να μπορέσω να αντεπεξέλθω. Ευτυχώς το αφεντικό μου υπήρξε πολύ γενναιόδωρο. Μου έδωσε πολύ χρόνο και για να τραγουδήσω αλλά και για να σκεφτώ αν θα έκανα μια σοβαρή προσπάθεια να πετύχω στο τραγούδι ή αν τελικά θα παρέμενα στη δουλειά μου ως γραμματέας. Επίσης με βοήθησε το γεγονός ότι κέρδισα σε κάποιους διαγωνισμούς και έτσι μπόρεσα με τα χρήματα που πήρα να αγοράσω ένα εισιτήριο για το Λονδίνο, απ’ όπου και ξεκίνησα την επαγγελματική μου καριέρα».


­ Μεγαλώσατε σε ένα σπίτι όπου η μουσική ήταν κυρίαρχη, όπως είπατε… Τελικώς το περιβάλλον πόσο επηρεάζει το μέλλον ενός παιδιού;


«Προσωπικά νιώθω πολύ τυχερή που μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που αγαπούσε τη μουσική. Οπως σας είπα, αυτό με διευκόλυνε πολύ να βρω τι θα μου άρεσε να κάνω στη ζωή μου. Μακάρι και τα εγγόνια μου να ενδιαφέρονταν για την κλασική μουσική όσο ενδιαφερόμουν εγώ ως παιδί».


­ Τα εγγόνια σας και τα παιδιά σας με τι ασχολούνται;


«Τα εγγόνια μου αυτή τη στιγμή παίζουν στην Αυστραλία και, όπως καταλαβαίνετε, τους ενδιαφέρει περισσότερο ο αθλητισμός και η ποπ. Βλέπουν βέβαια παραστάσεις, αλλά ως εκεί».


­ Γεννηθήκατε μεγάλη τραγουδίστρια ή γίνατε;


«Πιστεύω ακράδαντα ότι το τραγούδι είναι κάτι το οποίο έχει να κάνει με τη φυσιολογία, με την κατασκευή των φωνητικών χορδών και του προσώπου… Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό διότι πιστεύω ότι έχω τη φυσική υποδομή που πρέπει να έχει κάποιος για να ασχοληθεί με το τραγούδι».


­ Υπάρχει περίπτωση κάποιος που γεννιέται με αυτά τα στοιχεία στην πορεία να χαθεί, να μη γίνει τίποτε;


«Πιστεύω πως ναι».


­ Πείτε μου κάτι που θεωρείτε επικίνδυνο για έναν ταλαντούχο;


«Συνήθως η κακή διδασκαλία μπορεί να προκαλέσει μεγάλη ζημιά. Και πάλι θα σας πω ότι θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Ξεκίνησα τραγουδώντας πολλές άριες του Βάγκνερ, αλλά η φωνή μου δεν ήταν αρκετά ψηλή. Κάποια στιγμή ο άντρας μου μού είπε ότι ήταν κρίμα να σπαταλώ όλες αυτές τις νότες τραγουδώντας τόσο ψηλά. Τραγούδησα την Αΐντα, την Τζίλντα και έτσι σιγά σιγά δέχθηκαν ότι η φωνή μου δεν ήταν αυτή που νόμιζαν στην αρχή».


­ Για εσάς ποια είναι τα χαρακτηριστικά του καλού δασκάλου;


«Η ικανότητα να «ακούει» τη φωνή με την οποία ασχολείται, το να μπορεί να σου διδάξει την αναπνοή που θα σε βοηθήσει να στηρίξεις και να προβάλεις σωστά τη φωνή σου, το να μπορεί να σε βοηθήσει να κάνεις κτήμα σου τη βασική τεχνική… Σήμερα πολλοί νέοι τραγουδιστές δεν διαθέτουν βασική τεχνική. Και αυτό είναι κάτι που ανησυχεί και εμένα και όλους τους συναδέλφους μου. Διότι όσο και αν οι γενιές αλλάζουν, το να μπορείς να αναπνέεις σωστά, να στηρίζεις και να προβάλλεις προς τα έξω τη φωνή σου είναι από τα πλέον βασικά πράγματα που πρέπει να ξέρει ένας επαγγελματίας τραγουδιστής. Σήμερα τα νέα παιδιά τραγουδούν με τη φυσική τους φωνή, έτσι όπως βγαίνει από τον λαιμό τους. Ε, αυτό δεν μπορεί να γοητεύσει».


­ Ο καλός δάσκαλος πιστεύετε ότι κάνει τον καλό μαθητή ή το αντίστροφο;


«Η φωνή είναι μεν κάτι που χτίζεται, αλλά πιστεύω ότι o μεγάλος τραγουδιστής δεν αυτός που είναι απλώς σωστός μουσικά… Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι κάτι ανεξήγητο που βγαίνει από μέσα σου. Ο τραγουδιστής πρέπει να έχει την ικανότητα να επικοινωνεί με το κοινό, η φωνή του πρέπει να διαθέτει ενέργεια, πρέπει να ξέρει πώς να χτίζει έναν χαρακτήρα τραγουδώντας άλλοτε δυνατά και άλλοτε πιο απαλά… Ολα αυτά που μπορεί να τα διδάξει ένας καλός δάσκαλος αλλά δεν μπορεί να κάνει κάποιον να τα αποδώσει αν δεν τα έχει μέσα του. Με άλλα λόγια, δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι ο καλός δάσκαλος κάνει τον μεγάλο τραγουδιστή… Δεν εξαρτώνται τα πάντα από τον δάσκαλο. Οπως επίσης πρέπει να σας πω ότι τεράστιο ρόλο παίζει και η εμπειρία».


­ Επομένως τον μεγάλο τραγουδιστή τον κάνει μια φλογισμένη ψυχή και όχι ένα λαμπρό μυαλό;


«Ναι, ως έναν βαθμό έτσι νομίζω. Σήμερα υπάρχουν πολλοί μαθητές οι οποίοι ακούνε παλιές ηχογραφήσεις ­ της Κάλλας, της Τεμπάλντι, δικές μου… δεν έχει σημασία, γενικά τραγουδιστών που αγαπούν ­ και προσπαθούν να τραγουδήσουν με τον ίδιο τρόπο, να αναπαραγάγουν τον ίδιο ήχο με τους αγαπημένους τους τραγουδιστές. Αυτό όμως δεν βοηθάει να διακριθούν. Ο αληθινός τραγουδιστής είναι αυτός που το κοινό αναγνωρίζει τη φωνή του. Η κάθε φωνή δηλαδή πρέπει να έχει τη δική της προσωπικότητα, έτσι ώστε να μπορεί να γίνεται αναγνωρίσιμη. Για τον τραγουδιστή η φωνή είναι η υπογραφή του. Αν θέλετε, το ζητούμενο για έναν τραγουδιστή είναι να ανοίγει το στόμα του και όλοι να λένε Σάδερλαντ, Κάλλας, Ντομίνγκο…».


­ Υπήρξε κάποια στιγμή που εσείς αναγνωρίσατε στη φωνή σας την υπογραφή σας;


«Ναι, βέβαια… Οι άλλοι γύρω μου ­ τα πρώτα χρόνια ­ αναγνώριζαν μια ποιότητα στη φωνή μου, εγώ όμως δεν καταλάβαινα τίποτε. Το μόνο που ένιωθα ήταν αυτή η ανάγκη να τραγουδώ ­ και αυτό έκανα. Είχα ήδη επτά χρόνια που τραγουδούσα στο Κόβεντ Γκάρντεν προτού τραγουδήσω τη Λουτσία. Ξαφνικά τραγουδώντας τη Λουτσία ανακάλυψα τον εαυτό μου. Οι άλλοι που με άκουσαν είπαν ότι αυτή είναι η φωνή της Λουτσίας. Εγώ βέβαια την τραγούδησα με τον ίδιο τρόπο που νομίζω ότι τραγουδούσα και όταν πρωτοπήγα στο Κόβεντ Γκάρντεν ­ απλώς είχα περισσότερη εμπειρία πια. Τελικά αποδείχθηκε ότι αυτό ήταν το ρεπερτόριο που μου πήγαινε και έτσι συνέχισα να τραγουδάω ρόλους σε αυτό το στυλ».


­ Θυμάστε ποιο ήταν το πρώτο μουσικό άκουσμα στη ζωή σας;


«Οχι… Μάλλον θα ήταν κάποιο τραγούδι που τραγουδούσε η μητέρα μου».


­ Υπήρχαν άνθρωποι που θαυμάζατε μικροί και θέλατε να γίνετε σαν και αυτούς όταν μεγαλώσετε;


«Βέβαια… Πρώτα απ’ όλα η Κίρστεν Φλάγκσταντ, η Ρενάτα Τεμπάλντι, η Μαρία Κάλλας, η Μάρτζορι Λόρενς ­ αυτή είναι μια αυστραλέζα τραγουδίστρια, δεν ξέρω αν τη γνωρίζετε ­, όπως και η Σουηδέζα Μπίργκιτ Νίλσον. Παιδί ακόμη θαύμαζα πολλές παλιές τραγουδίστριες, τις οποίες άκουγα και με μάγευαν».


­ Τι είναι αυτό που θαυμάζετε σε μια φωνή;


«Τη γραμμή της φωνής, την ποιότητα του ήχου, την ικανότητα που έχει να προβάλλει έναν χαρακτήρα…».


­ Οταν θαυμάζετε κάποιον και είναι εν ζωή, επιθυμείτε να τον συναντήσετε;


«Ποτέ δεν επιδίωξα να συναντήσω κάποιον που θαυμάζω ή θαύμαζα. Αυτές οι συναντήσεις πιστεύω ότι είναι τα θαύματα της τύχης, το απρόσμενο και ανεπανάληπτο κάποιων στιγμών!».


­ Αλήθεια, πώς είναι να συναντά κανείς από κοντά την Κάλλας;


«Μια εξαίρεση στην πλήξη των καθημερινών σχέσεων… Επρόκειτο για ένα εξαιρετικό άτομο. Υπήρξε πολύ ευγενική απέναντί μου και με ενθάρρυνε όταν τον πρώτο χρόνο που τραγούδησα στο Κόβεντ Γκάρντεν ερμήνευσα Κλοτίλντε στην παράσταση όπου εκείνη τραγούδησε τη Νόρμα. Δεν ήταν τίποτε το ιδιαίτερο αυτό που έκανα ­ ένα μικρό ρολάκι. Με έκανε να νιώθω ότι χωρίς εμένα η παράσταση δεν θα ήταν τίποτε. Σπουδαία γυναίκα… Εκεί τη γνώρισα και έξι χρόνια αργότερα ήρθε και με είδε ­ πάλι στο Κόβεντ Γκάρντεν ­ στη Λουτσία… Γενικά κρατούσε επαφή μαζί μου. Θυμάμαι ότι όταν ήταν να τραγουδήσω στη Σκάλα του Μιλάνου μού έστειλε ένα μπουκέτο πολύ όμορφα λουλούδια και δυο λόγια που με έκαναν να νιώσω λίγο πιο ψηλή και λίγο πιο οικεία μαζί της».


­ Για εσάς ήταν ήδη ένας μύθος όταν την πρωτοσυναντήσατε;


«Το ρωτάτε; Σαφώς ήταν για μένα μύθος. Αλλωστε η Κάλλας δεν έγινε μύθος, γεννήθηκε μύθος, όπως όλοι εμείς οι υπόλοιποι γεννηθήκαμε απλώς με το χάρισμα μιας καλής φωνής. Η Κάλλας δεν ήταν απλώς μια μεγάλη φωνή, ήταν μια θεόρατη γυναίκα… Είχα στενοχωρηθεί πολύ όταν η φωνή της χειροτέρεψε απότομα. Η φωνή της κατέρρευσε μαζί με τη μεγάλη απώλεια βάρους… Διέθετε ανέκαθεν μια πολύ ιδιαίτερη φωνή, αλλά με το που έχασε αυτά τα κιλά εξαντλήθηκε, οπότε της ήταν δύσκολο πλέον να υποστηρίξει τη φωνή της. Φαντασθείτε ότι στο παρελθόν υπήρξε πολύ πιο μεγαλόσωμη από μένα και μετά έγινε ίδια η Οντρεϊ Χέπμπορν. Απορούσα πώς κατάφερνε να υποστηρίζει τη φωνή της μια τόσο εύθραυστη φιγούρα…».


­ Μπορείτε να θυμηθείτε πώς νιώσατε την πρώτη φορά που την είδατε μπροστά σας;


«Με το ζόρι κατάφερα να αρθρώσω δύο-τρεις κουβέντες. Τη θαύμαζα ήδη πάρα πολύ. Είχα ακούσει όλες τις ηχογραφήσεις της. Αυτό που μου έκανε εντύπωση από την αρχή ήταν που διαπίστωσα ότι ήταν πάρα πολύ εργατική. Η στάση της και η αφοσίωσή της αποτελούσαν μάθημα για έναν νέο τραγουδιστή».


­ Υπάρχει κάτι που είδατε πάνω της και δεν θα το ξεχάσετε ποτέ;


«Αυτός ο ενθουσιασμός που υπήρχε στη φωνή της, η δύναμη να συναρπάζει όποιον την άκουγε… Διέθετε ενθουσιασμό και ενέργεια, δύο πράγματα δηλαδή που οφείλει να έχει ένας τραγουδιστής για να μπορεί να τα περάσει και στο κοινό. Ο ενθουσιασμός στη φωνή είναι ένα χέρι που τραβάει με το ζόρι πάνω της… Οταν τραγούδησε ντουέτο με τη Στινιάνι, ήταν να τις ακούς και να διαλύεσαι, να λιώνεις από την ομορφιά. Ελεγα τα λόγια μου στην παράσταση ­ δυο-τρεις κουβέντες, γιατί, όπως σας είπα, ήταν μικρός ο ρόλος ­ και αντί μετά να κρυφτώ στα καμαρίνια καθόμουν και τις χάζευα από την κουίντα. Απίστευτη ομορφιά…».


­ Τι είναι αυτό που κάνει κάποιους ανθρώπους να ξεφεύγουν από τα όρια του καλού και να γίνονται μύθοι;


«Κάτι ανεξήγητο σε συνδυασμό με τη σκληρή δουλειά ­ όσο περίεργο και αν ακούγεται. Η Κάλλας, όσο καλά και να ήξερε έναν ρόλο, συνέχιζε να δουλεύει μέχρι εξαντλήσεως… Δούλευε πάρα πολύ σκληρά. Τη Νόρμα, για παράδειγμα, την ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά. Δεν έχασε ποτέ ούτε μία πρόβα. Σήμερα πολλοί καλλιτέχνες δεν πηγαίνουν στις πρόβες και ας είναι υποχρεωτικό να πάνε. Η Κάλλας δεν έχανε πρόβα για πρόβα. Ηταν πάντα εκεί και δύο ώρες πριν από όλους. Μπορεί να μην τραγουδούσε όλες τις νότες κατά τη διάρκεια μιας πρόβας αλλά δούλευε τους ρόλους, έτσι ώστε να ξέρουν και οι άλλοι που θα συνεργάζονταν μαζί της τι ακριβώς έπρεπε να κάνουν όταν αυτή έκανε αυτό ή εκείνο… Η Κάλλας ήταν δουλειά, δουλειά, δουλειά. Πολλοί που τη θαυμάζουν ­ κυρίως νέοι τραγουδιστές ­ θέλουν να τη φθάσουν αλλά δεν δουλεύουν… Βλέπουν την κορυφή του βουνού, τη θαυμάζουν, αλλά δεν μπορούν να φανταστούν την προσπάθεια και τον κόπο που κρύβει το ανέβασμα στην κορυφή. Αυτή είναι η μοίρα κάθε μύθου… Ολοι τον θαυμάζουν αλλά κανένας δεν αναγνωρίζει τον κόπο που κρύβεται πίσω από κάθε «ααα» θαυμασμού».


­ Κατά τη γνώμη σας, πού ηττήθηκε αυτό το ιερό τέρας; Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι μια τόσο φλογισμένη ψυχή δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα με τη ζωή της την ίδια;


«Νομίζω ότι δεν φταίει η Κάλλας για αυτό. Υπήρξε άτυχη σε αυτόν τον τομέα ή μάλλον η ζωή δεν υπήρξε καθόλου ευγενική απέναντί της… Κανένας δεν μπορεί να πει ότι της φέρθηκε καλά η ζωή. Φταίει και αυτή γιατί μπλέχτηκε σε ένα είδος κοινωνικότητας από ένα σημείο και μετά, το οποίο δεν ταίριαζε και δεν ταιριάζει καθόλου με τη ζωή ενός ανθρώπου που κάνει καριέρα στο τραγούδι. Δεν είναι δηλαδή δυνατόν να τα συνδυάσεις αυτά τα δύο. Εψαχνε για την προσωπική της ευτυχία έξω από τη μουσική και τελικά δεν κατάφερε να τη βρει. Πιστεύω ότι αυτό την κατέστρεψε. Ο μεγάλος καλλιτέχνης που ζει αυτό το μέγιστο αίσθημα μέσω της τέχνης του είναι αδύνατον να συναντηθεί με αντίστοιχα αισθήματα στην υπόλοιπη ζωή του… Αυτό είναι σκληρό αλλά βαθιά αληθινό. Σε αυτό δεν υπάρχουν ως σήμερα εξαιρέσεις. Ακόμη και η Κάλλας, που υπήρξε η εξαίρεση του κανόνα σε πολλές περιπτώσεις, σε αυτό το σημείο δεν κατάφερε να εξαιρεθεί».


­ Εσείς δεν πέσατε ποτέ σε αυτή την παγίδα;


«Εγώ έχω κάνει έναν πολύ ευτυχισμένο γάμο, έχω έναν γιο που και εγώ και ο άντρας μου τον αγαπάμε πάρα πολύ και η ζωή μας κύλησε περισσότερο με σημείο αναφοράς την οικογένεια παρά τις διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις. Βέβαια όχι ότι δεν βγήκα στη ζωή μου… Σε κάποια καλέσματα έπρεπε να πηγαίνουμε εξαιτίας της δουλειάς μας και της σχέσης μας με τον κόσμο της μουσικής. Περιοριζόμασταν όμως σε αυτά και ποτέ δεν έγιναν αυτά η ζωή μας όλη».


­ Πολλοί πάντως λένε ότι αν δεν είχατε συναντήσει τον σύζυγό σας η καριέρα σας δεν θα ήταν το ίδιο σημαντική…


«Δίκιο έχουν… Οχι, σίγουρα δεν θα ήταν το ίδιο σημαντική. Πιστεύω ότι ως καλλιτέχνις θα είχα εξελιχθεί διαφορετικά αν δεν είχα συναντήσει τον σύζυγό μου. Είναι υπέροχο να έχεις δίπλα σου έναν σύντροφο ο οποίος καταλαβαίνει από μουσική, ο οποίος σε ενθαρρύνει να τραγουδήσεις αυτή τη μουσική, ο οποίος ­ στην περίπτωση τη δική μου ­ ανακάλυψε ρόλους ξεχασμένους για χρόνια σε κάποιο ράφι και έκρινε ότι εγώ ήμουν ικανή να τους ερμηνεύσω. Ηταν μια πάρα πολύ όμορφη συνεργασία και ένας πολύ ευτυχισμένος γάμος. Του χρόνου θα κλείσουμε 45 χρόνια παντρεμένοι. Για μένα υπήρξε ένας τρυφερός σύντροφος και ένας υπέροχος σύμβουλος».


­ Ενας άνθρωπος που είναι τόσο απορροφημένος από την τέχνη του θα μπορούσε να συζεί με έναν άλλο άνθρωπο ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά;


«Νομίζω ότι τίποτε δεν είναι απόλυτο… Είναι κάτι που μπορεί να το συναντήσει κανείς σε πολλές εκδοχές. Εχω πολλούς συναδέλφους οι οποίοι είναι παντρεμένοι με τραγουδιστές και τα πράγματα δεν δείχνουν να πηγαίνουν καθόλου καλά μεταξύ τους, διότι μπορεί η καριέρα του ενός να πηγαίνει καλύτερα από την καριέρα του άλλου και να μπαίνει στη μέση και η ζήλια και… καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Με μένα και τον άντρα μου τα πράγματα ήταν διαφορετικά· ο άντρας μου ήταν και είναι μαέστρος, ο οποίος ξεκίνησε από πιανίστας και κάποια στιγμή συναντηθήκαμε μέσα από τη δουλειά και αυτό μας ένωσε βαθιά και απόλυτα. Οι ζωές μας και οι καριέρες μας έμπλεξαν και έγιναν ένα».


­ Οταν βρίσκεστε μπροστά σε μια άγνωστη παρτιτούρα τι κάνετε; Πώς ξεκινάτε το ταξίδι γνωριμίας σας με ένα άγνωστο σε εσάς μουσικό έργο;


«Η μουσική φυσικά προηγείται… Από ‘κεί και πέρα δουλεύω σαν τρελή για να μάθω τα λόγια. Ο άντρας μου προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τη μουσική, εγώ με το τραγούδι. Δουλεύουμε με τον ίδιο τρόπο που θα δούλευα και με έναν άλλον άνθρωπο, ο οποίος θα με βοηθούσε να προετοιμάσω σωστά τη φωνή μου. Ψάχνουμε από κοινού να βρούμε τρόπους με τους οποίους θα αποδώσουμε όσο γίνεται πιο σωστά τις μουσικές φράσεις ενός έργου. Συνήθως έχω την τύχη να γνωρίζω περίπου τρία χρόνια νωρίτερα τους ρόλους που θα ερμηνεύσω και έτσι έχω όλο τον χρόνο που μου χρειάζεται για να προετοιμαστώ. Πάντα ένιωθα ότι έναν ρόλο πρέπει να τον δουλεύεις πολύ. Χρειάζεται χρόνος και πολλές επαναλήψεις για να μπεις στην ουσία ενός ρόλου. Η επανάληψη είναι για πολλούς μια διαδικασία βαρετή. Για μένα η επανάληψη κρύβει την αποκάλυψη. Επαναλαμβάνοντας εξοικειώνεσαι με την «επιφάνεια» και χωρίς να το καταλάβεις η «επιφάνεια» υποχωρεί και βυθίζεσαι στην «ουσία». Η επιφάνεια είναι μια ασπίδα της ουσίας… Η ουσία θέλει προστασία γιατί είναι κάτι πολύτιμο. Γι’ αυτό μόνο μετά από πολύ κόπο συναντιόμαστε με την ουσία. Ο κόπος αναδεικνύει την ουσία και η ευκολία της στερεί τη λάμψη… Για μένα καθετί που φαίνεται βαρετό είναι προπομπός της ουσίας. Παρατηρώ επίσης ότι η ουσία προτού μας αποκαλυφθεί κάνει οτιδήποτε για να παραμείνει κρυφή. Τελικώς ο επιμένων είναι ο εραστής της ουσίας. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε…».


­ Απολύτως. Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι η παρτιτούρα είναι μία αλλά οι ερμηνείες πολλές;


«Αυτό, κύριε Λάλα, έχει να κάνει με το ηχόχρωμα της φωνής του κάθε τραγουδιστή, με την προσέγγιση του έργου από τον μαέστρο και ορισμένες φορές με τον τρόπο που κόβονται κάποια κομμάτια ώστε το έργο να μικρύνει για τις ανάγκες μιας παράστασης. Εξαιτίας όλων αυτών το τελικό αποτέλεσμα πάντα ακούγεται διαφορετικό».


­ Η ψυχή του συνθέτη πού κρύβεται; Κρύβεται στις νότες ή κάτω από αυτές;


«Νομίζω κάτω από τις νότες. Ειδικά η ψυχή. Η ψυχή είναι πάντα κρυμμένη. Αν φωτιστεί απολύτως, παύει να είναι ψυχή… Ανεβαίνει στο μυαλό και χάνει τη μαγεία της. Δεν ξέρω γιατί αλλά το έργο της ψυχής είναι κάτι που πηγάζει από το σκοτάδι, βγαίνει για μια στιγμή στο φως και ξανακρύβεται αμέσως στο σκοτάδι… Ποτέ δεν φανερώνεται για πάντα η ψυχή, γι’ αυτό και ποτέ δεν μπορείς να μιλήσεις με βεβαιότητα για το έργο μιας ψυχής. Αυτή είναι η μαγεία των έργων της ψυχής. Οπως το νερό είναι η ψυχή. Δεν πιάνεται αλλά μας δροσίζει, μας ποτίζει, μας πνίγει… Αλλες φορές η ψυχή είναι όπως η φωτιά. Πάμε να την πιάσουμε και μας καίει. Γι’ αυτό δεν θέλει χάδια η ψυχή… Πρέπει να κρατάμε πάντα τις αποστάσεις από αυτήν γιατί κινδυνεύουμε και κινδυνεύει. Οι περισσότεροι από τους μεγάλους συνθέτες σήμερα δεν υπάρχουν και όμως υπάρχουν. Ξέρετε γιατί;».


­ Γιατί;


«Γιατί έχουν καταφέρει κάτω από τις νότες, μέσα στη μουσική τους, να φυλακίσουν την ψυχή τους. Αυτό μας θυμίζει ότι κάποτε υπήρξαν. Τα έργα της ψυχής νικούν τον χρόνο… Ο Μπελίνι, ο Ντονιτσέτι, ο Βέρντι, ο Βάγκνερ… μπορεί όλοι τους να βασίζονται στις ίδιες νότες για να γράψουν, η μουσική του καθενός όμως ακούγεται διαφορετική γιατί κουβαλάει μέσα της κάτι από την ψυχή τους. Καμία ψυχή δεν μοιάζει με μια άλλη».


­ Θα άλλαζε κάτι για εσάς αν είχατε τη δυνατότητα να συναντήσετε από κοντά όλους αυτούς τους μεγάλους συνθέτες;


«Πιθανόν να τους άρεσε η ερμηνεία μου, πιθανόν και όχι. Γενικά νομίζω ότι οι μεγάλοι συνθέτες εξέφραζαν με παρρησία τη γνώμη τους για τους τραγουδιστές που ερμήνευαν για πρώτη φορά τα έργα τους. Στον Βέρντι, για παράδειγμα, νομίζω ότι δεν άρεσε ιδιαίτερα η Τζέιν Λιντ ­ το σπουδαίο αυτό αηδόνι από τη Σουηδία. Από ό,τι ξέρω, από αυτά που έχω διαβάσει, την έβρισκε δύσκολη και δεν πρέπει να του άρεσε ιδιαίτερα το ηχόχρωμα της φωνής της».


­ Ποιου συνθέτη η γνώμη ­ από όλους αυτούς τους μεγάλους ­ θα σας ενδιέφερε περισσότερο;


«Για να είμαι ειλικρινής, θα ήθελα να ακούσω όλων τη γνώμη. Αλλά εκείνη που μάλλον θα με ενδιέφερε περισσότερο είναι του Ντονιτσέτι και του Μασνέ. Επίσης θα ήθελα να ξέρω τι θα σκεφτόταν για μένα ο Βέρντι και ο Πουτσίνι».


­ Θα θέλατε να γνωρίσετε κάποιον από όλους αυτούς και από κοντά ως άνθρωπο;


«Α, τώρα μου βάζετε δύσκολα. Πώς να απαντήσω όταν όλους σχεδόν τους θαυμάζω; Τέλος πάντων, αν έπρεπε κάποιον να ξεχωρίσω, θα σας έλεγα μάλλον τον Μπελίνι, τον Ντονιτσέτι… Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτοί μου δημιουργούν την πιο έντονη επιθυμία ως προσωπικότητες».


­ Δεν φοβάστε ότι αν συναντούσατε από κοντά αυτά τα άτομα πιθανόν…


«… να μην τους άρεσα; Γι’ αυτό είμαι σίγουρη. Αλλά αν ήταν να γνωρίσω από κοντά τον Μπελίνι δεν θα είχε και τόση σημασία ποια θα ήταν η γνώμη του για μένα. Το πιο σημαντικό θα ήταν που εγώ θα ανέπνεα έστω και για λίγα λεπτά τον ίδιο αέρα που θα ανέπνεε και αυτός».


­ Δεν φοβάστε μήπως σας απογοήτευε;..


«Οχι, δεν νομίζω. Ο,τι και αν ένιωθαν, ό,τι και αν πίστευαν εκείνοι για μένα, εγώ έχω αγαπήσει τόσο πολύ τη μουσική τους που θα συνέχιζα να τους βλέπω πάντα σαν μύθους. Πραγματικοί μύθοι είναι αυτοί που καταφέρνουν να υπερβαίνουν τα δικά μας μέτρα… Θα ήταν τουλάχιστον ηλιθιότητα αν τους συναντούσαμε και τους κρίναμε πάλι με τα δικά μας μέτρα».


­ Τι είναι για εσάς μεγάλο έργο τέχνης; Υπάρχουν μεγάλα και μικρά έργα τέχνης;


«Για μένα ένα σπουδαίο έργο είναι συνδυασμός πολλών πραγμάτων. Στην όπερα πρέπει να υπάρχει ο συνδυασμός ενός συγκλονιστικού λιμπρέτου και μιας εξίσου συγκλονιστικής μουσικής. Ενας μεγάλος καλλιτέχνης ξεκινά επιλέγοντας ένα θέμα που τον ενδιαφέρει και από εκεί και πέρα προσπαθεί να γράψει μια μουσική που να του ταιριάζει. Το ίδιο συμβαίνει και με μια παράσταση ­ συνδυάζεις διάφορα στοιχεία προσπαθώντας να πετύχεις μια συμφωνία η οποία θα καταφέρει να αγγίξει το κοινό. Ο στόχος σου είναι όλα τα στοιχεία τα οποία θα χρησιμοποιήσεις να γίνουν ένα. Αλλωστε γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχουν και οι πρόβες, για να μπορέσεις μέσα από το μουσικό κομμάτι που έγραψε ο συνθέτης να βγάλεις κάτι που θα είναι ολοκληρωμένο».


­ Ποια είναι τα συστατικά που κάνουν ένα έργο να αντέχει στον χρόνο;


«Το αίσθημα της αλήθειας που υπάρχει σε αυτά τα έργα και η πίστη που μπορούν να εμπνεύσουν».


­ Αν συνέβαινε κάτι και όλες οι ηχογραφήσεις σας χάνονταν, ποια θα θέλατε να ξαναβρείτε;


«Αυτό και αν είναι δύσκολο, κύριε Λάλα. Ισως το δυσκολότερο που θα μπορούσατε να με ρωτήσετε. Θα έλεγα μάλλον την «Εσκλαρμόντ». Ολα τα άλλα υπάρχουν πολλοί τραγουδιστές που τα έχουν ερμηνεύσει. «Τραβιάτα», π.χ., έχουν τραγουδήσει πολλοί, οπότε θα προτιμούσα να ξαναβρώ την «Εσκλαρμόντ»».


­ Αυτό είναι ένα χαμένο έργο που ανακάλυψε ο σύζυγός σας…


«Το ανακάλυψε στο ράφι ενός βιβλιοπωλείου στο Παρίσι και θεώρησε ότι ήταν ένα έργο το οποίο άξιζε. Μου πρότεινε αμέσως να το τραγουδήσω θεωρώντας ότι ταίριαζε καταπληκτικά στη φωνή μου. Εμένα μου ήρθε λιγάκι ξαφνικό, δεν μπόρεσα να πιάσω αμέσως τον ρόλο, αλλά ο άντρας μου επέμενε παροτρύνοντάς με να προσπαθήσω ξανά και ξανά. Σιγά σιγά άρχισα να το βρίσκω και εγώ ενδιαφέρον, ώσπου στο τέλος κατάλαβα πόσο συναρπαστικός ήταν αυτός ο ρόλος. Απλώς έπρεπε κάποιος να με πείσει. Ο παραγωγός από τον οποίο ζήτησε ο άντρας μου να ανεβάσει το έργο στο Σαν Φρανσίσκο, παρ’ όλο που δεν ήξερε το συγκεκριμένο έργο, δέχθηκε και το ανέβασε την επόμενη κιόλας σεζόν. Ηταν για όλους μας μια φανταστική εμπειρία».


­ Οι παλαιές ηχογραφήσεις, οι οποίες από τεχνική άποψη δεν ήταν τόσο τέλειες όσο οι σημερινές, πιστεύετε ότι ήταν καλύτερες;


«Η αλήθεια είναι αυτή, ότι σήμερα οι ηχογραφήσεις έχουν βελτιωθεί πάρα πολύ, αν και οι παλαιότερες ­ αυτές της Κάλλας και του Καρούζο, για παράδειγμα ­ έχουν μια άλλη γοητεία γιατί ακούς όλες τις ατέλειες. Οι ατέλειες δείχνουν την αγωνία όλων να αγγίξουν την τελειότητα. Η τελειότητα που επιτυγχάνουμε σήμερα με τεχνητούς τρόπους στεγνώνει την ερμηνεία. Η τελειότητα δεν κρύβει τίποτε· είναι το όριο. Η ατέλεια είναι η αφορμή για μεγαλύτερη προσπάθεια».





­ Πάντως με όλη αυτή την προσπάθεια για την τεχνητή τελειότητα χάνεται κάτι από την αυθεντικότητα της ερμηνείας…


«Κοιτάξτε, εγώ έχω σταματήσει τις ηχογραφήσεις εδώ και 12 χρόνια περίπου. Το τι ακριβώς γίνεται σήμερα δεν θα ήθελα καν να μπω στη διαδικασία να το μαντέψω. Παλιά κάναμε συνεχώς επαναλήψεις ώσπου να πετύχουμε αυτό που θέλαμε ­ όχι μόνο ο τραγουδιστής, όλοι οι συντελεστές μιας ηχογράφησης. Εγώ πάντα ήμουν της άποψης ότι αν δεν πετύχεις κάτι και την τρίτη φορά, καλύτερα άσ’ το να προσπαθήσεις ξανά την επόμενη μέρα. Δεν υπάρχει λόγος να το πιέζεις. Σήμερα δεν ξέρω πώς ακριβώς δουλεύουν. Τα πάντα έχουν αλλάξει από την εποχή που ξεκίνησα εγώ τις ηχογραφήσεις. Κάποια στιγμή βγήκε το CD και όλες οι παλαιές ηχογραφήσεις μεταφέρθηκαν σε CD ­ κάτι που ανέβασε πάρα πολύ την ποιότητα του ήχου. Αυτό βέβαια είναι πολύ καλό αλλά δεν πρέπει να μας γίνει και μανία».


­ Πιο καθοριστικό ρόλο στην πορεία της ζωής ενός ανθρώπου παίζουν οι επιρροές ή οι επιλογές του;


«Τις περισσότερες φορές αυτά τα δύο πάνε μαζί. Αλλοτε πάλι δεν έχει κανείς τη δυνατότητα να επιλέξει. Οπως επίσης μπορεί να συμβεί και το άλλο· να δεχθούμε στη ζωή μας επιρροές οι οποίες θα μας οδηγήσουν στο σημείο να κάνουμε πράγματα που δεν φανταζόμασταν καν ότι θα μπορούσαμε να τα κάνουμε. Πάντως, αν η επιλογή που θα κάνουμε εξαιτίας μιας επιρροής που δεχθήκαμε μας οδηγήσει σε σωστό δρόμο, αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να μας συμβεί».


­ Κάνετε λάθη που δεν τα ομολογείτε;


«Θα έλεγα ότι στη ζωή μου στάθηκα τυχερή. Εκανα μεν λάθη, τα οποία όμως δεν με έβλαψαν, δεν μου έκαναν κακό. Υπήρξαν βέβαια και οι δύσκολες στιγμές ­ θάνατοι μέσα στην οικογένεια και διάφορα τέτοια ­ αλλά αυτά είναι πράγματα τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την καριέρα. Στην καριέρα μου τα πράγματα εξελίχθηκαν φυσιολογικά. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι μεγάλωσα πια για αυτή τη δουλειά, τους ευχαρίστησα όλους και αποσύρθηκα».


­ Στη φωνή υπάρχει όριο; Πότε πρέπει να αποσύρεται κάποιος σε αυτή τη δουλειά;


«Εμένα η καριέρα μου κράτησε 43 χρόνια. Νομίζω ότι ήταν αρκετά. Αλλοι δεν τραγούδησαν τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Κάλλας, για παράδειγμα, σε διάρκεια χρόνου είχε μικρότερη καριέρα από μένα. Εξαρτάται και από το ταμπεραμέντο του καθενός, από τις καταστάσεις. Εγώ έχω την αίσθηση ότι έμεινα παραπάνω από όσο θα έπρεπε· κανονικά θα έπρεπε να έχω αποσυρθεί δύο-τρία χρόνια νωρίτερα. Είχα όμως κάποιες υποχρεώσεις και μόλις τελείωσαν σταμάτησα για πάντα να τραγουδώ».


­ Πώς πήρατε μια τέτοια απόφαση; Θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για εσάς…


«Μπα, δεν θα το έλεγα. Οπως σας είπα, τραγούδησα επί 43 χρόνια και παραπάνω. Τη στιγμή που πήρα την απόφαση να αποσυρθώ ήξερα πια ότι ήμουν ήδη αρκετά μεγάλη ­ είχα συναίσθηση δηλαδή της ηλικίας μου και ένιωθα ότι οι δυνατότητές μου είχαν αρχίσει σιγά σιγά να μειώνονται. Η αναπνοή μου γινόταν όλο και πιο δύσκολη, με την καρδιά μου τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά ­ παρ’ όλο που δεν ήθελα να το παραδεχθώ ­, οι αποστάσεις, τα ταξίδια, όλα αυτά είχαν αρχίσει να με κουράζουν και γενικώς κατάλαβα ότι υπ’ αυτές τις συνθήκες ούτε μπορούσα ούτε ήταν καλό να συνεχίσω. Το πιο σημαντικό ήταν ότι όλα αυτά δεν μου επέτρεπαν να υποστηρίξω τη φωνή μου όπως παλαιότερα».


­ Μπορεί ένα άδοξο τέλος να μηδενίσει μια λαμπρή καριέρα;


«Αυτός είναι άλλος ένας λόγος για τον οποίο αποφάσισα να αποσυρθώ. Διότι δούλεψα τόσο σκληρά για να χτίσω αυτή την καριέρα που θα ήταν κρίμα να την καταστρέψω στο τέλος με μια ανώφελη ακόμη παράταση. Ηδη, όπως σας είπα, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων πήρε παράταση ένα-δύο χρόνια το τέλος για μένα. Με το που ολοκλήρωσα όμως τις εμφανίσεις μου είπα: «Τέλος, ως εδώ ήταν, δεν θέλω να συνεχίσω να δουλεύω»».


­ Πιστεύετε ότι ο Παβαρότι κάνει λάθος που συνεχίζει;


«Αυτό δεν είναι δική μου δουλειά να το κρίνω. Αν όντως έχει τόσο μεγάλο πρόβλημα με τα γόνατά του, νομίζω ότι καλό είναι να αποσυρθεί. Εγώ τουλάχιστον στη θέση του αυτό θα έκανα. Αλλά είναι δική του απόφαση».


­ Πολλοί λένε ότι κοντά σ’ εσάς έγινε διάσημος ο Παβαρότι…


«Και εκείνος το λέει ­ ότι χωρίς εμένα δεν θα είχε κάνει την καριέρα που έκανε. Αλλά αυτά εγώ τα θεωρώ υπερβολές. Προτού του ζητήσει ο άντρας μου να έρθει μαζί μας στην Αυστραλία, είχε ήδη τραγουδήσει μόνος του. Πέρασε λοιπόν από οντισιόν και το 1965 ήλθε πράγματι στην Αυστραλία, όπου για μια ολόκληρη σεζόν εμφανιζόμασταν μαζί ­ συγκεκριμένα επί 12 εβδομάδες είχαμε παραστάσεις τρεις φορές την εβδομάδα. Εντάξει, ήμασταν πολλές ώρες μαζί και με ρωτούσε διάφορα πράγματα για την αναπνοή και όλα αυτά, αλλά ειλικρινά δεν έκανα τίποτε παραπάνω από αυτό που κάνω με οποιονδήποτε νέο συνάδελφο. Το μόνο που έκανα ήταν να του εξηγώ ορισμένα πράγματα σχετικά με τις απορίες που είχε. Ηξερε όμως τι έκανε. Ο Παβαρότι ήταν μεγάλος προτού το καταλάβει ακόμη και η μητέρα του».


­ Αλήθεια, πώς είναι η ζωή σας χωρίς να τραγουδάτε;


«Υπέροχη. Δεν χρειάζεται να ανησυχώ ούτε για το αν θα κρυώσω ούτε για το αν θα κουραστώ… για τίποτε απ’ όλα αυτά που με ανησυχούσαν μια ζωή. Μπορώ πλέον μια χαρά να δουλεύω στον κήπο μου, ακόμη και όταν δεν κάνει καλό καιρό και δεν χρειάζεται να με απασχολεί το πώς θα μάθω τα λόγια μου. Ουφ… τέλος πια το σχολείο για μένα. Οχι, μια χαρά περνάω. Και όταν τραγουδούσα ήταν καλά και τώρα που δεν τραγουδάω πάλι καλά είναι».


­ Ποια είναι η βασική διαφορά μεταξύ πρόβας και παράστασης; Υπάρχουν στιγμές υψηλής τέχνης σε μια πρόβα;


«Ναι, καμιά φορά στις πρόβες συμβαίνουν πράγματα που στις παραστάσεις δεν συμβαίνουν. Μπορεί δηλαδή να νιώσεις συγκίνηση στην πρόβα, αλλά αυτό είναι κάτι που το ζεις συνήθως και στην παράσταση. Προσωπικά δεν συνήθιζα να εξαντλώ τα όρια της φωνής μου κατά τη διάρκεια των προβών. Δεν τραγουδούσα όμως ούτε κάτω από το όριο των δυνατοτήτων μου και συνήθως το κάθε μουσικό κομμάτι το τραγουδούσα ολόκληρο. Γενικά δεν μου αρέσει να ακούω τους άλλους να τραγουδούν σιγά ή να «μασάνε» τα λόγια τους. Οταν δεν τραγουδάει κάποιος σωστά, συνήθως η φωνή γυρνάει πίσω χωρίς την ψυχή του ακροατή».


­ Υπάρχει περίπτωση κατά τη διάρκεια μιας παράστασης να νιώσει ο καλλιτέχνης ότι αγγίζει τις φτέρνες του Θεού;


«Κατά τη διάρκεια μιας παράστασης συνήθως δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς κάτι τέτοιο. Πρέπει να πατάς γερά στα πόδια σου, δεν έχεις και πολλά περιθώρια για… βόλτες στους ουρανούς. Κάποιες φορές υπάρχουν ντουέτα, σαν αυτό της «Νόρμας», όπου η αντήχηση που δημιουργείται μεταξύ των δύο ερμηνευτών μπορεί να προκαλέσει ρίγη συγκίνησης. Δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο μπορεί να σε φέρει πιο κοντά στον Θεό, σίγουρα πάντως σε κάνει και νιώθεις σαν πουλί».


­ Υπάρχει αυτό που λέμε «ταλαντούχο κοινό»;


«Μπορεί… αλλά αυτό δεν νομίζω ότι είναι κάτι το οποίο το συναντάμε συχνά. Συνήθως το κοινό δεν έχει ιδέα για το τι είναι αυτό που πρόκειται να δει επάνω στη σκηνή. Εχω την εντύπωση ότι το πραγματικά ενημερωμένο κοινό δεν πάει στο θέατρο και τόσο συχνά γιατί ξέρει ότι αυτό που θα δει δεν θα το ικανοποιήσει ­ κυρίως όσον αφορά την παραγωγή».


­ Η γνώση βοηθάει ή κλείνει την πόρτα στη συγκίνηση;


«Νομίζω ότι μπορεί να βοηθήσει να συναντηθεί κάποιος με την αληθινή συγκίνηση. Πάντως στις ημέρες μας έχω την εντύπωση ότι, αν κάποιος τραγουδάει πολύ δυνατά και σε υψηλές νότες, ό,τι και αν είναι ο κόσμος θα τον χειροκροτήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς οι καλλιτέχνες μπορούμε να υπερβαίνουμε τα όρια που θέτει ένα μουσικό έργο και να τραγουδάμε όπως μας κατέβει μόνο και μόνο για να κάνουμε εντύπωση στον αδαή ακροατή».


­ Ποιος ο λόγος, αλήθεια, που οι άνθρωποι ακούν μουσική;


«Ελπίζω να ακούν επειδή το θέλουν. Είναι κατευναστική η μουσική, κατευναστική για το μυαλό και για την ψυχή. Εγώ είμαι από τους ανθρώπους που όταν ασχολούνται με κάτι θέλουν απαραίτητα να ακούν και μουσική».


­ Εσείς γιατί πηγαίνετε στην όπερα;


«Οταν πηγαίνω στην όπερα, πηγαίνω περιμένοντας να ψυχαγωγηθώ, ανεξάρτητα από το αν πάω να δω δράμα, κωμωδία ή κάτι άλλο. Ελπίζω ότι θα βρω φωνές που θα θέλω μετά να τις ακούσω ξανά, ότι θα απολαύσω τη μουσική».


­ Πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να είχατε γίνει κωμικός αν δεν γινόσασταν τραγουδίστρια;


«Εκανα κάποιες κωμωδίες και μάλιστα μου άρεσε και πολύ. Τις έκανα όμως αργά. Μακάρι να είχα προλάβει να κάνω τον «Ντον Πασκουάλε», αν και νομίζω ότι η κατασκευή μου δεν θα με βοηθούσε ιδιαίτερα».


­ Σε ποια χώρα ζείτε τώρα;


«Ζω στην Ελβετία, κοντά στο Μοντρέ, αλλά δύο μήνες τον χρόνο τούς περνάω στην Αυστραλία. Εχουμε εκεί τον γιο και τα εγγόνια μας».


­ Τι δουλειά κάνει ο γιος σας;


«Ο γιος μου ασχολήθηκε με ξενοδοχειακά. Ηταν διευθυντής σε μια υπέροχη λέσχη στο Σίδνεϊ, το Sidney Opera Supper Club, και αυτή τη στιγμή διδάσκει σε δύο σχολές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις».


­ Θα θέλατε να είχε γίνει τραγουδιστής;


«Οχι αν δεν το ήθελε ο ίδιος. Ποτέ δεν θα τον πίεζα να κάνει κάτι ­ οτιδήποτε και αν ήταν αυτό».


­ Τελειώνοντας θα ήθελα να σας αναφέρω ορισμένα ονόματα και να μου πείτε τη γνώμη σας για καθένα από αυτά… Πλάθιντο Ντομίνγκο.


«Θαυμάσιος συνάδελφος. Εχω τραγουδήσει πολλές φορές μαζί του».


­ Μέριλιν Χορν.


«Πρωτοσυναντηθήκαμε στη Νέα Υόρκη το 1961 και έκτοτε είμαστε πολύ φίλες».


­ Μονσεράτ Καμπαγέ.


«Α, η Μόνσι… πολύ γέλιο. Λίγο άτακτη βέβαια, αλλά πολύ καλή. Εχει πολλή πλάκα».


­ Αλφρέντο Κράους.


«Λυπάμαι πολύ που δεν είναι πια μαζί μας. Υπέροχος άνθρωπος για να συνεργάζεται κανείς μαζί του. Γενικά θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό όσον αφορά τις σχέσεις που είχα με τους συναδέλφους μου».


­ Τζουλιέτα Σιμιονάτο.


«Λίγο μεγαλύτερη από μένα… λίγο, όχι πολύ».


­ Νόελ Κάουαρντ.


«Αλλος ένας υπέροχος άνθρωπος. Ξέρετε, είμαστε μια πόρτα, μένουμε ακριβώς δίπλα στο Μοντρέ».


­ Με την Ελα Φιτζέραλντ έχετε τραγουδήσει μαζί;


«Ναι, βέβαια. Με την Ελα Φιτζέραλντ και με την Νταϊάνα Σορ, και οι τρεις μαζί».


­ Πώς ήταν ως εμπειρία;


«Εκείνες φοβούνταν εμένα και εγώ αυτές. (γέλια) Εκείνες ήταν μαθημένες να εμφανίζονται στην τηλεόραση, ενώ για μένα ήταν μια από τις πρώτες τηλεοπτικές εμφανίσεις μου και μάλιστα στην Αμερική. Καταλαβαίνετε ότι ένιωθα τρομοκρατημένη».


­ Υπάρχουν τραγουδίστριες από άλλα είδη της μουσικής τις οποίες θαυμάζετε;


«Λάτρευα την Τζούντι Γκάρλαντ και μου αρέσει πάρα πολύ και η Μπάρμπρα Στράιζαντ. Επίσης η Σίρλεϊ Μπάσεϊ. Ξέρω, είναι λιγάκι παλιές τραγουδίστριες, αλλά τα σύγχρονα είδη μουσικής, όπως η ραπ για παράδειγμα, δεν μου αρέσουν καθόλου. Δεν τα αντέχω με τίποτε».


­ Υπάρχει μια προσωπική στιγμή ανάμεσα σε εσάς και στην Κάλλας που δεν θα την ξεχάσετε ποτέ;


«Η Κάλλας ­ θα το ξέρετε, φαντάζομαι ­ είχε πρόβλημα με την όρασή της. Προτού βγουν οι φακοί επαφής υπολόγιζε τις αποστάσεις που έπρεπε να διανύει επάνω στη σκηνή μετρώντας βήματα. Αργότερα με τους φακούς επαφής δεν είχε πρόβλημα. Φορούσε λοιπόν κάτι χοντρά γυαλιά και μετρούσε τα βήματά της για να δει πού ακριβώς έπρεπε να πάει. Μια μέρα στην πρόβα που κάναμε με τα κοστούμια ­ είχε βγάλει τα γυαλιά ­ έρχεται δίπλα μου και την ακούω που λέει: «Πω, πω… έπρεπε να είχα κάνει τσίσα προτού έρθω στη σκηνή…». Οπως καταλαβαίνετε, με το ζόρι κρατήθηκα και συνέχισα να τραγουδάω. Μου έχει μείνει λοιπόν αυτό, το πόσο ανθρώπινη ήταν ακόμη και πάνω στη σκηνή».


­ Γιατί να υπάρχει θάνατος αφού η ζωή είναι τόσο ωραία;


«Γιατί έτσι είναι. Θα ήταν φρίκη αν ζούσαμε 300 χρόνια, νομίζω ότι ο πλανήτης μας θα ήταν ένα απέραντο ψυχιατρείο. Σε όλους μας αντιστοιχεί μια σπιθαμή ζωής και αυτό θα πρέπει να το δεχθούμε. Οταν τελειώσει, τελειώνει. Από εκεί και έπειτα, αν υπάρχει Κόλαση ή Παράδεισος… κανείς δεν το γνωρίζει».


­ Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.


«Κι εγώ, κύριε Λάλα».