«Γέρα δε απένειμε Μεσσήνη τη Τριόπα τα νομιζόμενα ήρωσιν» γράφει ο Παυσανίας για τη μυθική γενάρχισσα των Μεσσηνίων, ηρωίδα επώνυμη της πόλεως, την οποία επισκέφθηκε μεταξύ των ετών 155 και 160 μ.Χ. Σε μια εποχή που οι λαμπρές ημέρες της ανεξαρτησίας ανήκαν πλέον στο παρελθόν, η Μεσσήνη μπορούσε να διατηρεί ακόμη το προνόμιο της αυτοδιοίκησης με βάση τους αρχαίους θεσμούς και τα ιερά τεμένη της εξακολουθούσαν να λειτουργούν και να στεγάζουν έργα γλυπτικής και ζωγραφικής, που ο αφοσιωμένος στην αρχαία θρησκεία Παυσανίας μπορούσε ακόμη να θαυμάζει. Ναό με χρυσόλιθο λατρευτικό άγαλμα της ηρωίδας, «άγαλμα χρυσού και λίθου παρίου» είδε λοιπόν ο Παυσανίας στο Ασκληπιείο της Μεσσήνης και δεν ήταν το μόνο. Ενας ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός ηρώων ­ ιερών και ταφικών κτισμάτων ­ δεν μπορεί παρά να εντυπωσίασε τον περιηγητή. Είναι η ίδια εικόνα, παρ’ ότι μέσω από σπαράγματα πλέον, που συγκινεί και τους σημερινούς επισκέπτες της αρχαίας πόλης. Γιατί η Μεσσήνη είναι μία σπάνια περίπτωση ανάμεσα στο σύνολο των αρχαίων ελληνικών πόλεων, όπου τα αφιερωμένα στους ήρωες ιερά και ηρώα, αλλά και τα υπέργεια ταφικά μνημεία, ευρισκόμενα εντός των τειχών και σε στενή σχέση μάλιστα με τα δημόσια οικοδομήματα, διαδραμάτιζαν έναν δυναμικό ρόλο στη ζωή της πόλης.


«Οι ήρωες και οι επιφανείς μεσσήνιοι νεκροί διατηρούσαν μέσω των λατρευτικών κτισμάτων και λαμπρών ταφικών μνημείων, αλλά και μέσω των αγαλμάτων τους, μια συχνή παρουσία στην πόλη, χάρη στα δρώμενα που γίνονταν προς τιμήν τους, τις τελετές, τους αγώνες και τις ανακηρύξεις, έτσι ώστε να λειτουργούν διαρκώς ως αναπόσπαστο τμήμα του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι και ταυτόχρονα ως παράδειγμα μίμησης για τους νέους» αναφέρει ο καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης κ. Πέτρος Θέμελης. Είναι ο άνθρωπος που από 1986, όταν ανέλαβε τις αρχαιολογικές έρευνες στην αρχαία Μεσσήνη παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από επιφανείς ανασκαφείς του παρελθόντος, όπως ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Γεώργιος Οικονόμος και ο Αναστάσιος Ορλάνδος, έχει φέρει στο φως τα περισσότερα δημόσια και ιερά οικοδομήματα της πόλης και έναν μεγάλο αριθμό από τα έργα γλυπτικής που είδε και περιέγραψε ο Παυσανίας, ανασυνθέτοντας την ιστορία της. Αλλά και οι μυθικοί ήρωές της, καθώς αναδύθηκαν από τη σκόνη του χρόνου, πρόβαλλαν ένα ανάστημα που απαίτησε ειδική μεταχείριση. Το θέμα της λατρείας των ηρώων στη Μεσσήνη και της απόδοσης μεταθανάτιων τιμών σε επιφανείς πολίτες αποτέλεσε έτσι αντικείμενο ειδικής μελέτης του κ. Πέτρου Θέμελη, η οποία με τον τίτλο «Ηρωες και Ηρώα στη Μεσσήνη» εκδόθηκε από την Αρχαιολογική Εταιρεία.



«Η λατρεία των μεσσήνιων προγόνων, οι μορφές των οποίων κινούνται μεταξύ μύθου και ιστορίας, όπως ο Αριστομένης και η αφηρωισμένη πρώτη βασίλισσα του τόπου, η Μεσσήνη, αλλά και ιστορικών προσώπων, όπως ο οικιστής της πόλης, ο Επαμεινώνδας, ακόμη του αθηναίου ήρωα Θησέα, η παρουσία του οποίου στο Γυμνάσιο της πόλης αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση και τέλος μιας μεγάλης σειράς επώνυμων ή και ανώνυμων, «άριστων» όμως Μεσσηνίων, που είχαν μεταξύ άλλων αξιωθεί του προνομίου της ανέγερσης λαμπρών μνημείων, των «ηρίων» τους, εντός των τειχών της πόλης, απέκτησε για τη Μεσσήνη ιδιαίτερη σημασία» προσθέτει ο κ. Πέτρος Θέμελης.


Ο Παυσανίας λοιπόν εισερχόμενος στην πόλη των Μεσσηνίων είχε την ευκαιρία να θαυμάσει τα αγάλματα του μεγάλου μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντος, τα οποία κοσμούσαν το Ασκληπιείο και τους ναούς του Διός Σωτήρος, της Μητρός των Θεών και της Αρτέμιδος Λαφρίας. Μέσα στο Ιεροθύσιο, το οποίο λειτουργούσε και ως Πάνθεο, ήταν τα ανιδρυμένα αγάλματα των Δώδεκα Θεών, αλλά και ο χάλκινος ανδριάντας του θηβαίου στρατηγού Επαμεινώνδα, ο οποίος τιμάτο ως ήρωας-οικιστής της Μεσσήνης. Στο Γυμνάσιο στέκονταν όρθια ακόμη στα βάθρα τους τα μαρμάρινα αγάλματα του Ηρακλή, του Ερμή και του Θησέα που ήταν έργα του Απολλωνίου Ερμοδώρου και του γιου του Δημητρίου από την Αλεξάνδρεια, καθώς και ο ανδριάντας του Αριστομένη. Εκεί άλλωστε υπήρχε και ο τάφος του ίδιου του θρυλικού μεσσήνιου ήρωα, πάνω στον οποίο τελούνταν εναγνισμοί και μαντικά δρώμενα. Γιατί ο Αριστομένης ήταν περισσότερο απ’ όλους ο ήρωας που θύμιζε στους μεταγενέστερους το ηρωικό μεσσηνιακό παρελθόν, τονίζοντας την αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο, τη Σπάρτη.


Η λατρεία των προγόνων


Στη λατρεία των προγόνων και των οικιστών της Μεσσήνης αναφέρεται κατ’ αρχάς ο κ. Θέμελης, μιλώντας πρώτα για την ηρωίδα της, αλλά και για όλους τους Λευκιππίδες από τους οποίους η ίδια καταγόταν. Ακολουθούν ο Αριστομένης, για τον οποίο η περιγραφή από τον Παυσανία δρωμένων που γίνονταν πάνω στον τάφο του αποκαλύπτει τον μαντικό χαρακτήρα της λατρείας του ήρωα, ο Επαμεινώνδας ως ήρωας-οικιστής, η λατρεία του οποίου θα πρέπει να γινόταν, όπως πιστεύει ο κ. Θέμελης, στο Ιεροθύσιο και ο Θησέας του οποίου το άγαλμα στο Γυμνάσιο θεωρεί ότι τον εικόνιζε ως νικητή και τροπαιούχο μετά την πάλη του με τον Μινώταυρο.


Ολες οι αρχαίες πόλεις άλλωστε είχαν χρησιμοποιήσει ήρωες για να προσδιορίσουν την πολιτική τους ταυτότητα και τα όρια της εδαφικής κυριαρχίας τους. Οι Μεσσήνιοι όμως αγωνιζόμενοι για την ίδια τους την ύπαρξη που απειλείτο από τους Σπαρτιάτες και έχοντας χάσει έτσι τις μοναδικές ευκαιρίες των περσικών πολέμων, τις μάχες στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα και στις Πλαταιές, που ανέδειξαν τους μεγάλους ήρωες, έπρεπε να στραφούν αποκλειστικά στον δικό τους τόπο. Σημαντικό ρόλο λοιπόν στην αντοχή και στην αντίσταση των Μεσσηνίων ενάντια στον αφανισμό τους ως έθνους, έπαιξαν, όπως υποστηρίζει ο κ. Θέμελης «η διατήρηση των τοπικών λατρειών και ιδιαίτερα των ηρώων, η μνήμη για τα κατορθώματα θρυλικών μορφών του παρελθόντος, όπως ο Αριστομένης, καθώς και ο διακαής πόθος των Μεσσηνίων της διασποράς για την επιστροφή τους σε μια ελεύθερη πατρίδα». Αλλά και ο Επαμεινώνδας, παρ’ ότι μη Μεσσήνιος, τιμήθηκε ως ήρωας-οικιστής της νέας Μεσσήνης το 369 π.Χ. αφού ήταν αυτός που με τη βοήθεια της «επιφάνειας» του Αριστομένη στα Λεύκτρα κατόρθωσε να υποβιβάσει τη δύναμη της Σπάρτης. Και ήταν σύνηθες αργότερα, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ανάμεσα στα μέλη της μεσσηνιακής αριστοκρατίας να προσθέτουν στο όνομά του αυτό και του «Νέου Επαμεινώνδα».


Το μνημείο του Δαμοφώντος


Στα ταφικά μνημεία εξάλλου εντός των τειχών της πόλης καταγράφονται το μνημείο του γλύπτη Δαμοφώντος με επτά τιμητικά ψηφίσματα πόλεων (αρκαδική Λυκόσουρα, Λευκάδα, Κράνιοι Κεφαλληνίας, Μήλος, Κύθνος, Γερηνία και Οιάνθεια), το μνημείο των πεσόντων απέναντι από την είσοδο του Ασκληπιείου προς τιμήν δέκα αρχικά επιφανών νεκρών (έξι ανδρών και τεσσάρων γυναικών) που έπεσαν ενδεχομένως σε μάχη. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και το Μαυσωλείο της οικογένειας των Σαιθιδών, στο σημείο επαφής του νότιου τείχους της πόλεως με το Στάδιο, αλλά και των τεσσάρων ταφικών μνημείων στο Γυμνάσιο. Οι ανδριάντες τέλος αφηρωισμένων νεκρών, έστω και σωζόμενοι αποσπασματικά τις περισσότερες φορές, δίνουν πέραν των ιστορικών και στοιχεία της υψηλής τέχνης της περιοχής. Αλλά και οι πεσσόσχημες στήλες που απολήγουν σε ασβεστολιθικές κεφαλές, ανδρικές ή γυναικείες με υποτυπώδη ή αντίθετα πολύ αδρά χαρακτηριστικά, κάποτε μάλιστα και δύσμορφα, δαιμονικού ή αποτρόπαιου χαρακτήρα, αποτελούν ένα είδος τοπικών επιτύμβιων μνημείων.


«Ο αφηρωισμός των οικιστών αποτελεί την πρωιμότερη και σαφέστερη έκφραση ηρωολατρείας» αναφέρει ο κ. Πέτρος Θέμελης «καθώς ο ηγετικός τους ρόλος στην ίδρυση αποικιών και η συμβολή τους στην οριοθέτηση των πόλεων, στην κατανομή της γης και στην εγκαθίδρυση λατρειών αποτέλεσε το κατ’ εξοχήν παράδειγμα για τις νεοϊδρυόμενες πόλεις». Στο Γυμνάσιο της Μεσσήνης έτσι, όπου η επαφή των νέων με τον κόσμο των ηρώων και των νεκρών αλλά και με τις υποχρεώσεις και τις παραδόσεις καλλιεργείτο σκόπιμα από την πολιτεία κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους ως μέρος των μυητικών διαδικασιών, η τοποθέτηση μαρμάρινων αγαλμάτων θεών και ηρώων, οι οποίοι θεωρούνταν προστάτες της νεότητας, και πλήθους χάλκινων, κυρίως, ανδριάντων των Γυμνασιαρχών, των ευεργετών της πόλεως και των πνευματικών ανδρών εθεωρείτο επιβεβλημένη. Γιατί «τα ταφικά μνημεία με τους μεταθανάτιους τιμητικούς ανδριάντες είχαν να παίξουν έναν ρόλο ουσιαστικότερο από εκείνον της ματαιόδοξης επίδειξης ή της ικανοποίησης των φιλοδοξιών της άρχουσας τάξης για την προβολής της δύναμής της» όπως επισημαίνει ο κ. Θέμελης.


«Η μακροχρόνια pax romana είχε αναδείξει τη Μεσσήνη, ιδιαίτερα από την εποχή του Αυγούστου και εξής, σε πόλη υψηλού κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου» καταλήγει ο κ. Πέτρος Θέμελης. Και αυτήν ακριβώς τη λαμπρότητα προσπαθεί να αποκαλύψει η αρχαιολογική έρευνα και οι μελέτες που ο ίδιος διεξάγει στην περιοχή.